Πρέπει να ξάφνιασε πολλούς η αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που επέδειξε η ελληνική οικονομία κατά το 1ο τρίμηνο του 2021, μέσα σε δύσκολες επιδημιολογικές συνθήκες, και σε πλήρη ισχύ τα περιοριστικά μέτρα, μέσω του καθολικού lockdown.

Ακόμη και η κυβέρνηση, έχει διατηρήσει προς το παρόν τις συντηρητικές της εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές εξελίξεις είναι ενθαρρυντικές, δεδομένων των συνθηκών.

Του Σπύρου Σταθάκη

Υπενθυμίζεται ότι, το ΑΕΠ αυξήθηκε με απροσδόκητα ισχυρό ρυθμό 4,4% σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο του 2020 (στοιχεία διορθωμένα για εποχικότητα) και μειώθηκε κατά μόλις 2,3% σε σχέση με το αντίστοιχο (προ Covid-19) τρίμηνο του 2020.

Η εν λόγω τριμηνιαία αύξηση κατατάσσεται μεταξύ των τριών ισχυρότερων στην ΕΕ, και συνιστά την τρίτη συνεχόμενη μετά από αυξήσεις 3,8% και 3,4% το 3ο και το 4ο τρίμηνο του 2020, αντίστοιχα (οι οποίες ακολούθησαν την τριμηνιαία καταβύθιση του ΑΕΠ κατά -12,9% το 2ο τρίμηνο του 2020, όταν εκδηλώθηκε η πανδημία).

Αυτό που προκαλεί ακόμη περισσότερο εντύπωση, σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), είναι ότι ο επιχειρηματικός τομέας, ο οποίος δέχθηκε το βαρύτερο πλήγμα κατά το 2020, φαίνεται να διαδραματίζει και τον πιο ενεργό ρόλο στην επίδοση του 1ου τριμήνου του 2021.

Μην ξεχνάμε ότι λόγω του καθολικού lockdown, ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας είχε “παγώσει”. Σύμφωνα με την ΕΤΕ λοιπόν, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν με τον ισχυρότερο ρυθμό των τελευταίων τριών ετών (+8,6% ετησίως), συνεισφέροντας σχεδόν 1 ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του ΑΕΠ.
Οι κατηγορίες επενδύσεων που πρωταγωνίστησαν ήταν οι δαπάνες σε εξοπλισμό τεχνολογίας, πληροφορικής και επικοινωνίας (ICT) και λοιπές κατηγορίες εξοπλισμού (αυξήσεις 39% και 13,7% ετησίως, αντίστοιχα). Σημαντικά ενισχύθηκε, επίσης, η μη-οικιστική κατασκευαστική δραστηριότητα (9% ετησίως), υποστηριζόμενη, όπως και άλλες κατηγορίες επενδυτικής δαπάνης, από την επιτάχυνση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (αύξηση εκταμιεύσεων 34% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2021).

Επίσης, η επιχειρηματική κερδοφορία ανακάμπτει μετά από μια δύσκολη χρονιά, με το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και μικτό εισόδημα, σε επίπεδο οικονομίας, να ενισχύεται κατά 3,0% ετησίως – σημειώνοντας θετική ετήσια μεταβολή για πρώτη φορά από το 4ο τρίμηνο του 2019.

Τραπεζίτες: είμαστε σύμμαχοι στην ανάπτυξη της χώρας

Τα τραπεζικά δάνεια και η κρατική στήριξη

Στην ίδια ανάλυση η ΕΤΕ επισημαίνει εξάλλου, ότι η σημαντική αύξηση των τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις αρχίζει επίσης σταδιακά να τροφοδοτεί και την επενδυτική δαπάνη. Η καθαρή σωρευτική χορήγηση δανείων προς τον επιχειρηματικό τομέα τη 12μηνη περίοδο από τον Απρίλιο του 2020 έως το Μάρτιο του 2021 ανήλθε σε 5,8 δισ. ευρώ.

Από την άλλη, κρατική στήριξη παρέμεινε σημαντική, με το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης σε τροποποιημένη ταμειακή βάση να διαμορφώνεται στο 2,3% του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2021, σε σύγκριση με περίπου ισοσκελισμένη θέση το 1ο τρίμηνο του 2020 και έλλειμμα 4,2% το 4ο τρίμηνο του 2020.

Οι πρωτογενείς δαπάνες σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 26% ετησίως, αντανακλώντας κυρίως την επέκταση της επιστρεπτέας προκαταβολής και τα πρόσθετα μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας.

Ωστόσο, η δημοσιονομική ώθηση ήταν συγκριτικά μικρότερη από το 4ο τρίμηνο του 2020, καθώς ο ρυθμός μείωσης του κύκλου εργασιών σε πολλούς κλάδους της οικονομίας ήταν σημαντικά ηπιότερος το 1ο τρίμηνο του 2021 σε σχέση με το 2ο εξάμηνο του 2020 –μειώσεις 5,4% και 12,1% ετησίως, αντίστοιχα– αλλά αρκετή ώστε να συγκρατήσει την ετήσια μείωση στην αμοιβή της εργασίας στο 4,6%.

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, η κρατική στήριξη αναπόφευκτα θα αποκλιμακώνεται σταδιακά όσο η οικονομία ανακάμπτει και θα διατηρείται μόνο σε συγκεκριμένους τομείς και δραστηριότητες, που οι επιδράσεις της πανδημίας είναι εντονότερες και με μεγαλύτερη διάρκεια.

Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας

Από κει και πέρα, ο έλεγχος της πανδημίας και η άρση των περιοριστικών μέτρων, η οποία έχει σταδιακά ξεκινήσει, αναμένεται να επαναφέρουν την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης το 2021, όπως επισημαίνει και στην πρόσφατη έκθεσή του το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ).

Στην εκτίμηση αυτή συγκλίνουν οι προβλέψεις διεθνών κ.ά. εγχώριων φορέων οι οποίες, προβλέπουν για την ελληνική οικονομία μεγέθυνση πάνω από 3,5% για το 2021.

Οι θετικές εκτιμήσεις των περισσότερων φορέων οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στην υπόθεση ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα θα εκτελεστεί με γρήγορους ρυθμούς, ώστε να περιοριστούν οι υγειονομικές συνέπειες της πανδημίας, να μειωθεί η ανάγκη για νέα περιοριστικά μέτρα και να αρθεί σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα ανασφάλειας που κυριαρχεί στις συναλλαγές.

Αποφασιστικής σημασίας θα είναι ο βαθμός απορροφητικότητας και οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις των κονδυλίων του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης.

Το Υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε την πρόβλεψή του για την πορεία του ΑΕΠ το 2021 προς τα κάτω, αναμένοντας μεγέθυνση 3,6%, σε σχέση με την πρόβλεψη για 4,8% που είχε συμπεριληφθεί στην Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού προϋπολογισμού 2021, τον Δεκέμβριο του 2020.

Η αναθεώρηση αυτή θεωρείται ρεαλιστική μετά την παράταση των περιοριστικών μέτρων για περισσότερο από τους τέσσερις πρώτους μήνες του έτους.

Η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά ότι για το 2021 η μεγέθυνση θα είναι 4,2%, ενώ το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης θα κυμανθεί ανάμεσα στο 3,5% και στο 4,0%. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μία σύγκλιση των προβλέψεων των εγχώριων φορέων για επίτευξη υψηλού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, άνω του 3,5%.

Αντίστοιχα υψηλές είναι οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ 3,8% και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή 4,1%.

Όσον αφορά στις συνιστώσες του ΑΕΠ το Υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί το 2021 κατά 2,6%, σε ετήσια βάση ενώ αντίστοιχη είναι η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2,5%).

Η δημόσια κατανάλωση προβλέπεται από το Υπουργείο Οικονομικών να αυξηθεί κατά 1,5% το 2021, ενισχυμένη λόγω της αύξησης των κρατικών δαπανών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανεβάζει τον ρυθμό της αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης στο 2,2%.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά (7,0%), το 2021. Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πιο αισιόδοξες και ανεβάζουν τον πήχη στο 12,9%.

Η απόκλιση αυτή στην πρόβλεψη για τη μεταβολή του ΑΣΠΚ μεταξύ Υπουργείου Οικονομικών και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οφείλεται στη διαφορετική εκτίμηση για την επίδραση που θα έχουν τα κεφάλαια του ταμείου ανάκαμψης στις ιδιωτικές επενδύσεις.

Το Υπουργείο εκτιμά ότι την διετία 2021-2022 θα πραγματοποιηθεί μια οπισθοβαρής θετική επίδραση, για αυτόν τον λόγο ανεβάζει τον πήχη για τον ρυθμό αύξησης του ΑΣΠΚ το 2022 στο 30,3% και διατηρεί συγκρατημένη εκτίμηση για το 2021 (+7,0%). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμερίζει σχετικά αναλογικά την αύξηση και στα δύο έτη (2021: +12,9%, 2022:+15,1%)

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, σύγκλιση προβλέψεων για το 2021 μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και των διεθνών οργανισμών υπάρχει και για άλλους σημαντικούς δείκτες της ελληνικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις για την ανεργία το 2021 από το Υπουργείο Οικονομικών και την Επιτροπή ταυτίζονται απόλυτα, με το ποσοστό να προσδιορίζεται στο 16,3%. Οριακά μεγαλύτερο ποσοστό προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (16,6%).

Ως προς το ακαθάριστο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, το Υπουργείο Οικονομικών στις προβλέψεις για το 2021 του εκτιμά ότι αυτό θα φθάσει στο επίπεδο του 204,8% του ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου είναι ελαφρώς πιο απαισιόδοξες ανεβάζοντας το ύψος του στο 208,8% του ΑΕΠ και 210,1% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.

Τέλος, αναφορικά με τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ και τη μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, οι εκτιμήσεις των φορέων είναι πολύ κοντά μεταξύ τους, προβλέποντας πολύ μικρές μεταβολές γύρω από το μηδέν.

Μαργαρίτης: Η Ελλάδα να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που γεννούν οι κρίσεις

Καλύτερες από το αναμενόμενο οι οικονομικές επιδόσεις

Από την πλευρά του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ), σημειώνει στη δική του έκθεση ότι, με δεδομένες τις οικονομικές εξελίξεις το 1ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, και εφόσον τα επόμενα τρίμηνα εξελιχθούν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ετήσια μεγέθυνση αναμένεται να υπερβεί το βασικό μας σενάριο (2,7%), και να κινηθεί κοντύτερα στο θετικό σενάριο μεταξύ 3,6% και 4,8%.

Σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν και οι σημαντικότερες μακροοικονομικές μεταβλητές: η ανεργία παραμένει σταθερή, ο αποπληθωρισμός περιορίζεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώνεται. Επίσης, αξιοσημείωτη επιτυχία είχε και η πρόσφατη έκδοση δεκαετούς ομολόγου, με το spread σε σχέση με τo γερμανικό ομόλογο να μειώνεται κάτω από τις 100 μονάδες.

Οι βραχυχρόνιοι δείκτες, τέλος, κατέγραψαν σημαντική βελτίωση τον Μάιο με τη μερική άρση των περιοριστικών μέτρων και την επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος.

Η καλύτερη του αναμενόμενου πορεία της οικονομικής δραστηριότητας κατά το πρώτο τρίμηνο δεν πρέπει να υπερτιμηθεί καθώς οι οικονομικές προκλήσεις και αβεβαιότητες θα διατηρηθούν και μετά το τέλος της πανδημίας.

Βραχυπρόθεσμα, η κρίσιμη αβεβαιότητα είναι η εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης που αναμένεται να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα των επόμενων τριμήνων.

Η χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού αλλά ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην αναλογία των ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων.

Σύμφωνα με το ΓΠΒ, αυτό δείχνει ότι παρά την αποτελεσματικότητα της πορείας των εμβολιασμών, η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και της νοσοκομειακής περίθαλψης παραμένει σχετικά χαμηλή.

Συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας είναι η καθυστερημένη άρση των περιοριστικών μέτρων και η διατήρηση της πίεσης στο σύστημα υγείας, με αρνητικές οικονομικές συνέπειες που εκδηλώνονται κυρίως μέσω του τουρισμού.

Η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προορισμού και οι περιορισμοί που θέτουν τα κράτη προέλευσης στους πολίτες τους που ταξιδεύουν στη χώρα μας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υγειονομική της εικόνα. Είναι επομένως σημαντικό να βελτιωθεί αυτή η εικόνα και να προσεγγίσει γρήγορα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πριν την ολοκλήρωση της τουριστικής περιόδου.

Από την άλλη πλευρά, η πλήρης απορρόφηση και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Next Generation EU (NGEU) μέσω της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και σε άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας δημιουργώντας, έτσι, ιδιαίτερα θετικές προοπτικές για την μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, για να προκύψει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα από την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (κινητοποίηση 57,5 δισ. ευρώ επενδυτικών πόρων) απαιτείται συνδυασμένη δράση από τον δημόσιο τομέα, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζας Επενδύσεων) που θα εμπλακούν στην εφαρμογή των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου.
Πως χρηματοδοτήθηκαν οι επιχειρήσεις εν μέσω πανδημίας

Προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν

Μεσοπρόθεσμα πάντως, όπως επισημαίνει το ΓΠΒ, οι αβεβαιότητες συνδέονται με την άρση των έκτακτων επεκτατικών μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.

Αυτή η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής αποτελεί μια μείζονα πρόκληση τόσο από μακροοικονομική όσο και από δημοσιονομική σκοπιά.

Η μακροοικονομική αφορά τις επιχειρήσεις που λάμβαναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταβιβαστικές πληρωμές από τον κρατικό προϋπολογισμό και οι οποίες, πλέον, θα επαναλειτουργήσουν χωρίς την κρατική στήριξη.

Η παρατεταμένη διακοπή της παραγωγικής τους λειτουργίας ενδέχεται να έχει προκαλέσει μόνιμες απώλειες, εξαιτίας της απαξίωσης του κεφαλαιακού αποθέματος και των εργασιακών δεξιοτήτων.

Με δεδομένο ότι η δημοσιονομική επέκταση δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες της πανδημίας, θα υπάρχουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά με συσσωρευμένα χρέη που θα χρειαστούν πρόσθετη ρευστότητα για να τα εξυπηρετήσουν.

Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχει συσσωρευτεί στο τραπεζικό σύστημα λόγω των ειδικών νομισματικών συνθηκών και των αυξημένων αποταμιεύσεων δεν μπορεί να καλύψει αυτές τις ανάγκες.

Αντίθετα, αναμένεται να στραφεί προς τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων σε ανερχόμενους κλάδους, όπως άλλωστε προβλέπει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Τίθεται, επομένως, το ζήτημα της ανακατανομής του κεφαλαίου και της απασχόλησης από τους κλάδους που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας προς τους δυναμικούς κλάδους που πληρούν κριτήρια μακροχρόνιας βιωσιμότητας.

Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε ομαλή. Θα πρέπει, εκτός από τη στήριξη των ανερχόμενων κλάδων, να υπάρξει και μέριμνα για τη διευκόλυνση της μετάβασης των συντελεστών παραγωγής από τους φθίνοντες κλάδους.

Οι μακροοικονομικές αβεβαιότητες μεταφέρονται και στα δημόσια οικονομικά. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η άρση των έκτακτων μέτρων θα προκαλέσει μια δημοσιονομική βελτίωση κατά 7 περίπου μονάδες ΑΕΠ (από -7,2% το 2021 σε -0,3% το 2022).

Η πραγματοποίηση αυτής της πρόβλεψης εξαρτάται από την ομαλή επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα εισοδήματος είναι αναμενόμενο να μην μπορούν να αποπληρώσουν τις τρέχουσες και τις συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.

Ο δημόσιος τομέας ίσως χρειαστεί να τους παρέχει πρόσθετη οικονομική στήριξη, αφενός για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και αφετέρου για να διευκολύνει τη μετάβασή τους σε πιο παραγωγικούς κλάδους και δραστηριότητες.

Επομένως, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στη διαδικασία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, οι οποίοι θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.

Με βάση τα παραπάνω, οι απώλειες που προκάλεσε η πανδημία και το κόστος των παρεμβάσεων για τον περιορισμό των επιπτώσεων δεν θα εξαφανιστούν μόλις τελειώσει η πανδημία.

Η επαναφορά στην ανάκαμψη δεν αρκεί να ιδωθεί μόνο μέσα από τα συνολικά μεγέθη και τους μέσους όρους, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη και τις έντονες ασυμμετρίες μεταξύ κλάδων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Το ζήτημα των ανισοτήτων δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή και ενδέχεται να αποδειχθεί σημαντικότερο στα επόμενα χρόνια. Σε πρόσφατο δοκίμιο εργασίας του ΔΝΤ, διαπιστώθηκε η διαχρονική θετική συσχέτιση μεταξύ πανδημιών και κοινωνικής έντασης.

Οι πανδημίες επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική μεγέθυνση και εντείνουν την ανισότητα, δημιουργώντας συνθήκες που οξύνουν τις κοινωνικές εντάσεις.

Οι κοινωνικές εντάσεις, με τη σειρά τους, προκαλούν πρόσθετες μειώσεις στην οικονομική μεγέθυνση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.

Το πρόβλημα μπορεί να εκδηλωθεί εντονότερα σε χώρες με σχετικά αδύναμο θεσμικό πλαίσιο και μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας, όπως η Ελλάδα, και να δημιουργήσει περισσότερες αβεβαιότητες για την επόμενη μέρα.