Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνόκτητη ναυτιλία είναι η χαμηλή συμμετοχή Ελλήνων στο ναυτιλιακό επάγγελμα, παρά την αύξηση που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Η περιορισμένη συμμετοχή σχετίζεται με την ελκυστικότητα της ελληνικής σημαίας και θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια της παράδοσης της ελληνικής ναυτοσύνης, προειδοποιεί το ΙΟΒΕ στη μελέτη για τη συμβολή της Ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία που παρουσιάστηκε χθες.

Χάνει ανταγωνιστικότητα η ελληνική σημαία

Η ελληνική σημαία βρίσκεται σε υψηλή θέση μεταξύ νηολογίων που αντιπροσωπεύουν τον παγκόσμιο στόλο καταλαμβάνοντας την 9η θέση σε όρους χωρητικότητας (GT) παγκοσμίως. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τα χαρακτηριστικά του ελληνικού νηογνώμονα είναι υψηλής ποιότητας, καθώς ακολουθούν τα διεθνή πρωτόκολλα και συμβάσεις. Σημαίες άλλων χωρών με μεγάλους στόλους, όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, βρίσκονται και αυτές σε σχετικά χαμηλή θέση στην κατάταξη.

Παρά τη σημαντική ανάπτυξη και ανανέωση του ελληνόκτητου στόλου, φαίνεται πως το ελληνικό νηολόγιο (σημαία) γίνεται ολοένα και λιγότερο προτιμητέο σε σχέση με άλλες σημαίες ευκαιρίας. Τον Ιούνιο του 2023, η δύναμη της ελληνικής σημαίας διαμορφώθηκε στα 606 πλοία (άνω των 3 χιλ. ΚΟΧ), 400 εκ των οποίων είναι μεγάλα ποντοπόρα πλοία άνω των 30 χιλ. ΚΟΧ. Θεωρώντας πως όλα τα παραπάνω πλοία ανήκουν σε πλοιοκτησίες ελληνικών συμφερόντων, εκτιμάται πως μόλις το 11% των ελληνόκτητων ποντοπόρων πλοίων φέρουν ελληνική σημαία.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία που δημοσιεύονται από την ΕΛΣΤΑΤ (εμπορικός στόλος), την τελευταία δεκαετία ο στόλος ελληνικής σημαίας έχει περιοριστεί κατά 25%. Μεγάλο μέρος της μείωσης προέρχεται από τα μεγάλα ποντοπόρα πλοία (άνω των 30 χιλ. ΚΟΧ), τα οποία μειώθηκαν κατά 12,8% σε όρους χωρητικότητας. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής σημαίας είναι εμφανής και από το γεγονός ότι περίπου 70 εκ των 100 μεγαλύτερων (σε όρους αριθμού ποντοπόρων πλοίων) ναυτιλιακών εταιρειών ελληνικών συμφερόντων δεν διαθέτουν κανένα πλοίο στον ελληνικό νηογνώμονα.

Κρίσιμη η ναυτική εκπαίδευση

Παράγοντες όπως η περιορισμένη διαθεσιμότητα ελληνικών πληρωμάτων που αποτελούν βασική προϋπόθεση για πλοία που είναι εγγεγραμμένα στο ελληνικό νηολόγιο, αυξάνουν το διαχειριστικό κόστος και δημιουργούν επιπλέον εμπόδια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής σημαίας.

Επομένως, αναφέρει το ΙΟΒΕ, αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη ενίσχυσης του ναυτιλιακού επαγγέλματος στην Ελλάδα μεσοπρόθεσμα, μέσα από βελτίωση της ναυτιλιακής εκπαίδευσης και αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου ναυτικής απασχόλησης στη χώρα. Η ναυτιλιακή εκπαίδευση αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την ενίσχυση του επαγγέλματος στην Ελλάδα. Στα μέσα του 2023, λειτουργούν 11 Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού (ΑΕΝ) για Πλοιάρχους και Μηχανικούς, 5 Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού, 2 σχολές Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων και η Δημόσια Σχολή Θαλαμηπόλων. Στο πλαίσιο λειτουργίας των επαγγελματικών λυκείων υπάρχουν σχολεία που ειδικεύονται σε ναυτιλιακά θέματα (ναυσιπλοΐα, ναυτικό δίκαιο, ναυτικές μηχανές, κ.τ.λ.). Τέλος, το πλέγμα προσφοράς ναυτιλιακής εκπαίδευσης ολοκληρώνεται με σειρά μεταπτυχιακών προγραμμάτων που παρέχονται από το Πανεπιστήμιο Πειραιά, από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Χίος) και από σειρά ιδιωτικών κολλεγίων.

Λίγοι μπαίνουν στις σχολές, ακόμη λιγότεροι βγαίνουν

Το ΙΟΒΕ παρατηρεί πως παρά τη σχετική ενίσχυση του ενδιαφέροντος για ναυτιλιακές σπουδές που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, το πλήθος σπουδαστών στις παραπάνω σχολές παραμένει μικρό διαχρονικά, ενώ αυξημένο παρουσιάζεται και το ποσοστό εγκατάλειψης των σπουδών, γεγονός που επιτείνεται και από την αδυναμία των σπουδαστών να εργαστούν ως δόκιμοι σε ελληνόκτητα πλοία στη μορφή πρακτικής άσκησης.

Συγκεκριμένα, την περίοδο 2010-2019, περίπου 900 επιτυχόντες εισήχθησαν κατά μέσο όρο στις ΑΕΝ (περίπου 55% Πλοίαρχοι και 45% Μηχανικοί), ενώ τις επόμενες χρονιές και ειδικότερα το 2021-2022, οι εισακτέοι αυξήθηκαν κατά 42,2% (1,4 χιλ. άτομα), και το 2023 αντίστοιχα εισήχθησαν 1,2 χιλ. άτομα. Παρά την πρόσφατη αυξητική τάση στους εισακτέους, ο αριθμός των αποφοίτων είναι ακόμα περιορισμένος με αποτέλεσμα το υφιστάμενο δυναμικό της ελληνόκτητης ναυτιλίας να μην αξιοποιείται, ενώ από την άλλη εμφανίζονται κίνδυνοι και για τα ναυτιλιακά γραφεία που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς στην πλειονότητά τους πλαισιώνονται και από έμπειρους πρώην ναυτικούς, οι οποίοι μειώνονται διαχρονικά.

«Η ενίσχυση, τόσο του ναυτιλιακού επαγγέλματος όσο και των επαγγελμάτων που υποστηρίζουν τη ναυτιλία, από τα ναυτιλιακά γραφεία πρέπει να στηριχθεί τόσο στη βελτίωση της ναυτικής εκπαίδευσης από τις σχολές όσο και στη δημιουργία πρακτικής εμπειρίας στο πλοίο για αξιωματικούς (δόκιμοι) και κατώτερο πλήρωμα. Η εργασία ως ναυτικός υποστηρίζει την ταχύτερη μείωση της ανεργίας, ενώ συμβάλλει στην οικονομία, καθώς, κατά μέσο όρο, οι μισθοί τόσο των αξιωματικών όσο και του κατώτερου πληρώματος είναι υψηλότεροι από ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες στην ξηρά», αναφέρει η μελέτη του ΙΟΒΕ.

Οι αποδοχές των ναυτικών

Μια άλλη σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την ελκυστικότητα του επαγγέλματος σχετίζεται με τις αποδοχές των ναυτικών. Στις αμοιβές που παρέχονται στους ναυτικούς τρεις συμβάσεις εργασίας προσδιορίζουν ελάχιστα επίπεδα ανά ειδικότητα, ανάλογα με το εργασιακό καθεστώς που διέπει το πλοίο. Σε ποιον βαθμό οι τελικές αμοιβές υπερβαίνουν αυτά τα όρια, καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για εργασία.

Ειδικότερα, τα περισσότερα πλοία ξένης σημαίας διέπονται από τις συμβάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (International Labour Organisation – ILO) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων (International Transport Workers’ Federation – ITF), ενώ τα πλοία ελληνικής σημαίας και περιορισμένος αριθμός ελληνόκτητων πλοίων ξένης σημαίας είναι συμβεβλημένα με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ). Οι συμβάσεις καθορίζουν τη σύνθεση του πληρώματος ανά είδος πλοίου αλλά και την ελάχιστη μηνιαία κατώτατη αμοιβή ανά είδος ναυτικού, όπως και τυχόν επιδόματα. Οι κατώτατες αμοιβές στη σύμβαση του ΝΑΤ τείνουν να είναι αρκετά υψηλότερες σε σύγκριση με τις συμβάσεις του ILO και ITF. Συγκεκριμένα, η μηνιαία κατώτατη αμοιβή για ναύτες στο ΝΑΤ έχει τεθεί σε 1.441 ευρώ, έναντι 653 και 639 δολαρίων στις συμβάσεις της ILO και ITF (Total Crew Cost Agreement – TTC) αντίστοιχα.

Στην πράξη, οι κατώτατες αμοιβές επηρεάζουν κυρίως τα κατώτατα στρώματα, καθώς οι πραγματικές αμοιβές της αγοράς στους αξιωματικούς είναι συνήθως σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τις ελάχιστες αμοιβές που προβλέπουν οι εκάστοτε συμβάσεις.

Διαβάστε ακόμη: