Ενεργειακό κόστος, πληθωρισμός και επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης είναι οι τρεις άγνωστοι Χ στην εξίσωση που θα δείξει ποια θα είναι η πορεία της ελληνικής οικονομίας στις νέες συνθήκες της γεωπολιτικής κρίσης.

Σήμερα, έναν μήνα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι αναλυτες στις τράπεζες γράφουν πλέον τα δικά τους «πολεμικά σενάρια».

Λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι σε ανώμαλες συνθήκες αγοράς οι χώρες με υψηλό χρέος επηρεάζονται δυσανάλογα από κάθε αύξηση των επιτοκίων.

Απεύχονται το ενδεχόμενο να υποστεί «σοκ» η ελληνική οικονομία, και ενώ ασφαλής πρόβλεψη δεν μπορεί να υπάρξει μέχρι στιγμής ταυτόχρονα ελλοχεύει ο κίνδυνος υποτροπιασμού των δίδυμων ελλειμμάτων.

Τι «βλέπει» η Εθνική Τράπεζα

Στο βασικό σενάριο της ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας ο πληθωρισμός θα κλείσει στο 5,8% φέτος και στο δυσμενές στο 8% (και το 2023 στο 1,4% και 2,2% αντίστοιχα).

Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του ΑΕΠ το βασικό σενάριο την τοποθετεί στο 3% και το δυσμενές στο 0,2% (με την αντίστοιχη πρόβλεψη για το 2023 στο 4,1% στο βασικό και στο 2,8% στο δυσμενές).

Οι αναλυτές των τραπεζών εκτιμούν επίσης ότι στην Ελλάδα, ο κίνδυνος ενεργειακής επάρκειας, ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, είναι περιορισμένος, κυρίως λόγω: των συγκριτικά μικρών εγχώριων αναγκών, σε σύγκριση με τις ανάγκες της ΕΕ, σε φυσικό αέριο, της επιλογής για περαιτέρω αξιοποίηση φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG –που προσεγγίζει πλέον το 1/2 των συνολικών εισαγωγών αερίου στη χώρα στις αρχές του 2022–, με την τρέχουσα δυνατότητα υποδοχής και αποθήκευσης να είναι πολλαπλάσια από αυτή που διασφαλίζουν οι υφιστάμενες ροές, της εντατικότερης χρήσης και των νέων επενδύσεων σε ΑΠΕ, με βελτιούμενες και τις καιρικές συνθήκες όσο πλησιάζουμε την άνοιξη, αλλά και της δυνατότητας, σε ακραίο ενδεχόμενο, αύξησης της χρήσης λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.

Σύμφωνα με τους τραπεζίτες η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι μία απαραίτητη «ασπίδα» για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.

Τράπεζες: Αλά καρτ επιτόκια δύο ταχυτήτων

«Εθνικός στόχος» η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

Ο CEO της Eurobank Φωκίων Καραβίας μιλώντας στο Banking Summit χαρακτήρισε την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας «λυδία λίθο» για την επιστροφή στην κανονικότητα.

Όπως είπε χαρακτηριστικά «η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί «εθνικό στόχο» που δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε επειδή οι συνθήκες γίνονται πιο δυσχερείς, αλλά να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας». Και ακόμα υπογράμμισε πως, ανεξάρτητα από το εάν η Ευρωζώνη παρατείνει την ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική, εμείς πρέπει να προσέξουμε διπλά ώστε να μην υποτροπιάσουμε στο πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων.

Καθησυχαστικός σε ό,τι αφορά νέο κύμα «κόκκινων» δανείων λόγω της γεωπολιτικής κρίσης είναι ο κ. Παύλος Μυλωνάς CEO της Εθνικής Τράπεζας. Και όπως είπε, μιλώντας στο Banking Summit «από τα στοιχεία μέχρι σήμερα, δεν αναμένουμε νέο κύμα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, ούτε από τη λήξη των moratoria ούτε από τη λήξη των προγραμμάτων στήριξης π.χ. Γέφυρα 1 και 2, ούτε από την τωρινή κρίση των τιμών ενέργειας και του πολέμου».

Αναμένουμε, συνέχισε, η οικονομία να καταφέρει να απορροφήσει το σοκ των τιμών ενέργειας και αυτό σε συνδυασμό με τα πρόσφατα μέτρα στήριξης της πολιτείας για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αναμένεται να αποτρέψει ένα νέο κύκλο μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Κοκκινίζουν πάλι ένα στα πέντε ρυθμισμένα δάνεια

Πρόκληση για τις τράπεζες η εξυγίανση των «κόκκινων δανείων»

Ο επικεφαλής της Εθνικής αναφέρθηκε και στα «κόκκινα» της δεκαετούς κρίσης, που έφυγαν μεν από τις τράπεζες αλλά όχι από την οικονομία, έχουν μεταφερθεί για διαχείριση στους servicers, Και υπογράμμισε: Η μεγάλη πρόκληση είναι να εξυγιανθούν και αυτά τα δάνεια, και εδώ θα παίξουν ρόλο οι τράπεζες: χρηματοδοτώντας την απόκτηση των παγίων στοιχείων μέσω πλειστηριασμών, χρηματοδοτώντας τις εταιρίες REOCO αλλά και κάποια στιγμή στο μέλλον επαναγοράζοντας ενήμερα χαρτοφυλάκια.

Ο κ. Βασίλης Ψάλτης, CEO της Alpha Bank, σε ό,τι αφορά τη δημιουργία νέων προβληματικών δανείων εκτιμά πως «Η στήριξη της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις από την περίοδο των περιοριστικών μέτρων (οι καταθέσεις στις τράπεζες ενισχύθηκαν κατά 36 δις ευρώ στη διετία της πανδημίας), αποτρέπουν ή πάντως περιορίζουν σημαντικά -κατά την εκτίμησή μου- τη διαμόρφωση συνθηκών δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων».

Σημείωσε πως η κυβερνητική πολιτική -με τα μέτρα οικονομικής στήριξης των 40 δις ευρώ την περίοδο της πανδημίας- σε συνδυασμό με τη στήριξη από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, άμβλυνε σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί ένας νέος γύρος μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Έκανε δε ιδιαίτερη μνεία στην προσπάθεια της Alpha Bank, μέσα από λύσεις ρύθμισης προς τους δανειολήπτες, να επαναφέρει καθυστερούμενα δάνεια στο υγιές χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας. «Με επιμονή και προσωποποιημένη προσέγγιση σε κάθε περίπτωση, πετύχαμε μέσα στο 2021 σημαντική οργανική μείωση των προβληματικών δανείων. Περισσότερα από 1,3 δισ. δανείων εξυγιάνθηκαν (1.068 περιπτώσεις) ή και αποπληρώθηκαν (275 περιπτώσεις) πλήρως το περασμένο έτος». 

Ο κ. Χρήστος Μεγάλου, διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, αναφερόμενος στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων σημείωσε πως: Οι τράπεζες είναι σε θέση, καθώς διαθέτουν και κεφάλαια και ρευστότητα, για να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, δίνοντας έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Υπογράμμισε δε τη σημασία που έχει η συγκέντρωση για την αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων με στόχο οι μικρότερες επιχειρήσεις να γίνουν επιλέξιμες προς χρηματοδότηση. Σε κάθε περίπτωση στόχος της Τράπεζας Πειραιώς είναι για την επόμενη τριετία 2022-2024 οι νέες εκταμιεύσεις προς ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά να κυμαίνονται μεταξύ 18 – 20 δισ. ευρώ.

Ακόμα, ο κ. Μεγάλου εκτιμά πως τα πλεονεκτήματα που διαθέτει η ελληνική οικονομία και οι δυνατότητες χρηματοδότησης που έχουν οι τράπεζες, σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, «μπορούν, εκτός απροόπτου, να μετριάσουν την επίπτωση από την διεθνή αβεβαιότητα». Σύμφωνα με τον ίδιο ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει στο 3% με 4%, έναντι της προηγούμενης πρόβλεψης για 5,5% και «βλέπει» τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 6,5% έναντι 4% πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.