Ήταν το 2021 όταν η καναδική Hudson’s Bay Company (HBC), με 500 εκατομμύρια δολάρια από το fund Insight Partners, αποφάσισε να «κόψει» στα δύο τις δραστηριότητες του θρυλικού αμερικανικού πολυκαταστήματος Saks Fifth Avenue, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον ανερχόμενο τότε λογω πανδημίας, τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργήσει μια αυτόνομη εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου γνωστή ως Saks.com, με διευθύνοντα σύμβουλο τον Marc Metrick, ο οποίος διοικεί το Saks Fifth Avenue μέχρι σήμερα. Η εταιρεία ιδιωτικών κεφαλαίων έλαβε μειοψηφικό μερίδιο στη νέα εταιρεία, η οποία αποτιμήθηκε τότε στα 2 δισ. δολάρια και η πορεία της αλυσίδας συνεχίστηκε απρόσκοπτα.

Το πολυκατάστημα Saks and Co. and Kann’s, στη γωνία της 7th St. και Pennsylvania Av., Washington, D.C., 1920

Ή τουλάχιστον έτσι θα επιθυμούσε η διοίκηση. Ο στόλος των 40 πολυκαταστημάτων του πολυκαταστήματος άρχισε να λειτουργεί ξεχωριστά ως «SFA», παραμένοντας εξ ολοκλήρου στην κατοχή της HBC, ενώ το «Saks Fifth Avenue» ήταν το branding που θα απευθύνεται στους πελάτες και για τα δύο κανάλια, φυσική λιανική και ηλεκτρονικό εμπόριο.

Η κληρονομιά

Η αμερικανική αλυσίδα πολυκαταστημάτων πολυτελείας με έδρα τη Νέα Υόρκη ιδρύθηκε από τον Andrew Saks. Το αρχικό κατάστημα άνοιξε στην εμπορική περιοχή F Street της Ουάσινγκτον το 1867. Το Saks επεκτάθηκε στο Μανχάταν με το κατάστημα Herald Square το 1902 και το κατάστημα-ναυαρχίδα στην Πέμπτη Λεωφόρο το 1924.

Άνοιξε δύο αστικά εμβληματικά καταστήματα πριν από την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο: το θρυλικό πλέον κατάστημά της στο Μπέβερλι Χιλς και στο Ντιτρόιτ το 1940. Μετά τον πόλεμο, άλλα τρία καταστήματα στο κέντρο της πόλης άνοιξαν, αν και μικρότερης κλίμακας: Πίτσμπουργκ (1949), Φιλαδέλφεια (1952) και Σαν Φρανσίσκο (1952) όπου η Saks συναγωνίστηκε κάθε τοπικό brand.

Ήταν η εταιρεία που κατά τη δεκαετία του 1950, έδωσε σάρκα και οστά στη στροφή από τα καταστήματα στο κέντρο της πόλης στα εμπορικά κέντρα των προαστίων που κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος, όπως σε Νέα Ορλεάνη, Βοστώνη και Μινεάπολη. Αλλά τα περισσότερα νέα καταστήματα SFA, δεκάδες, άνοιξαν σε εμπορικά κέντρα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών μέχρι τη δεκαετία του 1990.

Τότε ήταν που η εταιρεία εγκαινίασε το «Saks Off 5th», ένα outlet κατάστημα παρακλάδι της κύριας μάρκας, με 107 καταστήματα παγκοσμίως μέχρι το 2016.

Το 1998, η Proffitt’s, Inc. η μητρική εταιρεία των Proffitt’ s και άλλων πολυκαταστημάτων, εξαγόρασε την Saks Holdings Inc. Με την ολοκλήρωση της εξαγοράς, η Proffitt’s, Inc. άλλαξε το όνομά της σε Saks, Inc.

Από το 2000 ξεκίνησε η επέκταση σε Μέση Ανατολή, Ασία, Μεξικό και Καναδά.

Η αλυσίδα εξαγοράστηκε από την Proffitt’s, Inc. με έδρα το Τενεσί (μετονομάστηκε σε Saks, Inc.) το 1998 και αργότερα η Saks, Inc. πλέον εξαγοράστηκε από την καναδική HBC το 2013.

Δεν πέτυχε

Ο διαχωρισμός των online και offline δραστηριοτήτων της Saks Fifth Avenue επικεντρώθηκε στην ιδέα ότι η επιχείρηση, χάρη στην τεχνολογική της ικανότητα και την απήχηση που ασκούσε στους νέους αγοραστές, ήταν πιο πολύτιμη από την κληρονομιά της και έπρεπε να απελευθερωθεί.

Ωστόσο, έχουν εμφανιστεί ενδείξεις που οδηγούν σε αντίθετα αποτελέσματα, καθώς η λειτουργία στο διαδίκτυο φαίνεται πως επιβαρύνει την κερδοφορία. Ενδεικτικές είναι και οι περιπτώσεις και άλλων παικτών της αγοράς πολυτελών ειδών που έχουν αρχίσει και παραπέουν επικίνδυνα, όπως η Farfetch που υποβαθμίστηκε λίγο πριν εξαγοραστεί από την πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Coupang έναντι 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Ενώ τον περασμένο μήνα η ιστοσελίδα πολυτελών ειδών Matches χρεοκόπησε λίγους μήνες αφότου αποκτήθηκε από την Frasers Group έναντι 66 εκατ. δολαρίων.

Απολύσεις

Επίσης, το site Saks.com που συνδέεται με τα καταστήματα της Saks Fifth Avenue προχώρησε σε απολύσεις λίγο πάνω από το 3,5% του συνολικού της εργατικού δυναμικού, όπως αποκάλυψε το WWD.

Και όλα αυτά όταν νωρίτερα, ο αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση ηλεκτρονικού εμπορίου υπερδιπλασιάστηκε και παραμένει υπερδιπλάσιος από ό,τι ήταν πριν από τον διαχωρισμό, σύμφωνα με το RetailDive.

Λίγο αργότερα, έκλεισε και ένα κέντρο εκπλήρωσης πληροφοριών. Οι άλλες εταιρείες ηλεκτρονικού λιανικού εμπορίου υπό την ομπρέλα της HBC, οι οποίες έχουν διαχωρίσει ομοίως τις μονάδες καταστημάτων τους, κατέφυγαν επίσης σε απολύσεις στις αρχές του 2023. 

Αμφισβήτηση

Σε ένα μακροοικονομικό παιχνίδι είχε εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια ο χώρος της πολυτέλειας, με τους ανιχνευτές καταναλωτικών δαπανών και τους αναλυτές της Κίνας να έχουν μεγάλη ζήτηση ως ειδικότητες στους διάσημους οίκους.

Η στασιμότητα της ασιατικής αγοράς όμως και η απροθυμία των παραδοσιακών καταναλωτών ειδών πολυτελείας να καταβάλουν το τίμημα για την απόκτηση των μέχρι πρότινος αγαπημένων τους προϊόντων -από αξεσουάρ, τσάντες και παπούτσια μέχρι ενδύματα και ρολόγια- οδηγούν αρκετούς εξ αυτών στην αναθεώρηση των εκτιμήσεών τους.

Μεγάλες αλλαγές εξάλλου ακόμη και στο κοντινό παρελθόν έχουν καταβαραθρώσει ολόκληρους τομείς και έχουν ανυψώσει άλλους, αν σκεφτεί κανείς την τεχνητή νοημοσύνη και την άμυνα. Και τώρα, όπως όλα δείχνουν σύμφωνα και με τους Financial Times, ήρθε η στιγμή των luxury brands, που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση μετά την πανδημία.

Μετά τα e-shops πώλησης πολυτελών ειδών και τα σκαμπανεβάσματα σε μετοχές και αποδόσεις μεγάλων brands το προηγούμενο χρονικό διάστημα, το 4ο τρίμηνο του 2023, η ακαθάριστη αξία των εμπορευμάτων του Saks.com μειώθηκε κατά 8% σε ετήσια βάση – η οποία στην ουσία αποτελεί και μια βελτίωση από την πτώση 19% του 3ου τριμήνου, σύμφωνα με έρευνα του Stichter της BTIG.

Η επίδοση αυτή δείχνει το πλήγμα στην αγορά πολυτέλειας συνολικά. «Ο τομέας της πολυτέλειας παραμένει υπό αμφισβήτηση αλλά παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης, όπως είδαμε με τα αποτελέσματα της Kering συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης στην Gucci», αναφέρει η έκεθση. «Τα διαφορετικά e-shop που έχουν να διαχειριστούν διαφορετικά πολυτελή brands πολυτελείας, θα βρεθούν πολύ σύντομα στην εξ ανάγξης θέση να περάσουν στην αντεπίθεση και να πάρουν τον μερίδιο που θέλους».

Διαβάστε ακόμη: