Δεν χρειάζεται βιασύνη τις φετινές γιορτές. Καθώς οι καταναλωτές αναζητούν τη σαμπάνια που τους ταιριάζει καλύτερα, η αγορά των πολυτελών οίνων δείχνει να κινείται σαν… τρενάκι του τρόμου, με τα ύψη των τιμών να βαίνουν μειούμενα και να καθιστούν ένα από τα σύμβολα της πολυτέλειας, πιο προσιτό στον μέσο αγοραστή.
Από την αρχή του έτους έως το τέλος Νοεμβρίου, ο δείκτης σαμπάνιας (γνωστός ως Champagne 50) που καταρτίζεται και παρακολουθείται από το Liv-ex, ένα παγκόσμιο marketplace εκλεκτών κρασιών με έδρα το Λονδίνο, διολίσθησε κατά 17,2%. Παρόλο που ήταν μια αρκετά κακή χρονιά για όλα τα εκλεκτά κρασιά -ο ευρύτερος δείκτης της αγοράς σημείωσε πτώση 13%- ο δείκτης Champagne 50 του Liv-ex σημείωσε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση από όλους τους δείκτες που παρακολουθεί η εταιρεία.
Υπάρχουν λόγοι για τις τρέχουσες κακές επενδυτικές επιδόσεις της σαμπάνιας σε σχέση με άλλους τομείς εκλεκτών κρασιών, όπως το κόκκινο Μπορντό ή το κόκκινο Βουργουνδίας. Η σαμπάνια καλύπτει περίπου το 14,4% του μεριδίου του εμπορίου της περιοχής το 2022-23, έναντι 12,2% το προηγούμενο έτος. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι είναι ότι ο δείκτης Champagne 50 σημείωσε άνοδο άνω του 91,5% από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Οκτώβριο του 2022, σύμφωνα με το Liv-ex.
Ο δείκτης περιλαμβάνει τις πιο πρόσφατες φυσικές εσοδείες για τα 13 πιο εμπορεύσιμα κρασιά, με την Dom Pérignon 2013 της Moët Hennessy και το Cristal 2015 της Louis Roederer να βρίσκονται στην κορυφή του καταλόγου. Πρόκειται για ετικέτες που συγκαταλέγονται στα πιο εμπορεύσιμα και ευπώλητα από όλα τα κρασιά σε όγκο φέτος.
Σαμπάνια ή κρασί
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Ένας λόγος είναι ότι πολλοί λάτρεις της σαμπάνιας την αντιμετωπίζουν πλέον και ως ένα προϊόν προς κατανάλωση εκτός από τη συλλεκτική της αξία, σύμφωνα και με τον Robbie Stevens, ανώτερο χρηματιστή του Liv-ex. Με περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα στη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας και περισσότερο χρόνο στο σπίτι, οι καταναλωτές αγόρασαν πολύ περισσότερο κρασί από ό,τι συνήθως στις αρχές του 2020.
Η σαμπάνια επωφελήθηκε επειδή αποδείχθηκε πολύ πιο προσιτή από την καλύτερη Βουργουνδία ή Μπορντό. Αλλά και επειδή είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. «Υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι που θα αναγνωρίσουν τι είναι ένα μπουκάλι Dom Pérignon ή ένα μπουκάλι Cristal παρά ένα Pétrus ή Lafite ή DRC», εξηγεί ο Stevens, αναφερόμενος στα Château Pétrus και Château Lafite Rothschild στο Μπορντό και στο Domaine de la Romanée-Conti στη Βουργουνδία.
«Η αγορά για την κατανάλωση της σαμπάνιας είναι πολύ πιο ευρεία από εκείνη για την κατανάλωση κρασιού υψηλής ποιότητας από οποιαδήποτε άλλη περιοχή», δηλώνει στο Barrons.
Δεν είναι όμως μόνο θέμα αναγνωρισιμότητας. Πολλοί ειναι οι καταναλωτές που εμφανίζονται πρόθυμοι να καταβάλουν ακόμη και 50 δολάρια για ένα μπουκάλι ποιοτικής σαμπάνιας, αλλά θα αποφύγουν να ξοδέψουν τα ίδια χρήματα για ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Αυτός ο ψυχολογικός παράγοντας ενισχύεται, καθώς οι τιμές για την καλύτερη σαμπάνια είναι σχετικά πιο προσιτές. Ένα Dom Pérignon 2013 διαπραγματεύτηκε, για παράδειγμα, την Πέμπτη στα 163 δολάρια το μπουκάλι σε σύγκριση με την εντυπωσιακή τιμή των 25.000 δολαρίων το μπουκάλι για το Domaine de la Romanée-Conti, Romanée-Conti 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία του Liv-ex.
Επενδυτικό κρεσέντο
Η ζήτηση από τους επενδυτές ώθησε επίσης την αγορά σαμπάνιας σε υψηλότερα επίπεδα από το 2020 έως το φθινόπωρο του περασμένου έτους. Οι επενδυτές κρασιού αναζητούν ποιότητα και ρευστότητα – «τη δυνατότητα δηλαδή να αγοράζουν και να πωλούν εύκολα ένα κρασί», εξηγεί ο Stevens. Και η σαμπάνια πληροί και τα δύο κριτήρια, παρόμοια με το Μπορντό, ωστόσο τα σχετικά χαμηλότερα επίπεδα τιμών για τη σαμπάνια την έχουν καταστήσει ελκυστική επένδυση για όσους πιστεύουν στην ποιότητα και τη συλλεκτικότητά της.
Εκτός από τη ζήτηση των καταναλωτών και των επενδυτών, οι τιμές της σαμπάνιας αυξήθηκαν λόγω της περιορισμένης προσφοράς. Όπως διευκρινίζει ο Stevens, αυτό είναι συνάρτηση του μοναδικού τρόπου με τον οποίο διανέμονται και πωλούνται τα κρασιά. Κάθε οίκος Σαμπάνιας κυκλοφορεί στην αγορά εσοδείες με βάση τις δικές του μεθόδους παραγωγής και στυλ και, ενδεχομένως, τις απαιτήσεις ρευστότητας για τις επιχειρήσεις του. Για παράδειγμα, η πιο πρόσφατη κυκλοφορία για την Krug είναι το 2008, ενώ για την Taittinger, Comtes de Champagne, είναι το 2013.
«Αυτό που τους επιτρέπει να κάνουν είναι να αποφασίσουν πότε θέλουν να κυκλοφορήσουν το κρασί τους και επομένως να προσπαθήσουν να ελέγξουν την προσφορά του προς όφελός τους», επισημαίνει ο Stevens. Κατά τη διάρκεια της πανδημικής διετίας, οι μεγάλοι οίκοι σαμπάνιας επέλεξαν να μην κυκλοφορήσουν στην αγορά τόσο κρασί όσο είχαν στη διάθεσή τους. «Υπήρχε αυτή η νοητή αντίληψη της περιορισμένης προσφοράς, κάτι που γνωρίζουμε ότι δεν ίσχυε», λέει.
Η διολίσθηση που έχει σημειώσει ο κλάδος από τον Οκτώβριο του 2022 αντανακλά την πτώση της ζήτησης των καταναλωτών και των επενδυτών, αλλά «πιθανόν να βαρύνει περισσότερο το γεγονός ότι δεν μπορείς να ελέγχεις την προσφορά για πάντα», τονίζει ο Stevens.
Οι φιάλες που κυκλοφόρησαν σε υψηλές τιμές είναι τώρα 10% έως 20% φθηνότερες, καθώς έχει αυξηθεί η προσφορά στην αγορά. Το Dom Pérignon 2012 πωλείται σήμερα σε περίπου 2.000 δολάρια οι έξι φιάλες, 20% χαμηλότερα από την ανώτατη τιμή του τον Νοέμβριο του 2022 και λίγο πάνω από την τιμή κυκλοφορίας του τον Σεπτέμβριο του 2021, 1.840 δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία του Liv-ex.
Η εικόνα του μέλλοντος
Μακροοικονομικοί παράγοντες, όπως ο πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια, έχουν μειώσει τη ροή του χρήματος, επηρεάζοντας όχι μόνο τη σαμπάνια αλλά και την ευρύτερη αγορά των εκλεκτών οίνων. Το άμεσο μέλλον δεν φαίνεται πολύ καλύτερο, με τις μειώσεις να συνεχίζουν να καταγράφονται μήνα με το μήνα, ασκώντας έτσι πίεση στους παραγωγούς, τους διανομείς και τους λιανοπωλητές σε όλο τον κόσμο.
«Μπορεί όμως να αλλάξει η κατάσταση αύριο ή τον επόμενο μήνα, παρά το γεγονός πως η τρέχουσα πορεία φαίνεται ότι μπορεί να υπάρξει περαιτέρω πτώση πριν δούμε ανάκαμψη», λέει ο Stevens.
Οι εκτιμήσεις είναι διαφορετικές. Το μέγεθος της αγοράς σαμπάνιας αναμένεται να αυξηθεί από 253,50 εκατομμύρια λίτρα το 2023 σε 311,10 εκατομμύρια λίτρα μέχρι το 2028, σύμφωνα με την Mordor Intellignece. Παρά τις δυσοίωνες επενδυτικές προοπτικές, η ζήτηση για τον αφρώδη οίνο από την περιοχή της Καμπανίας αυξάνεται σε περιοχές όπως η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική λόγω της αύξησης των εστιατορίων και των μπαρ. Ενώ τα vintage κρασιά και οι σαμπάνιες κερδίζουν δημοτικότητα παγκοσμίως λόγω της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών όσον αφορά τις αυθεντικές γεύσεις και τα αρώματα. Μεσοπρόθεσμα, η πριμοδότηση του κλάδου παραμένει ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδηγούν την αγορά αλκοολούχων ποτών, ιδίως των αλκοολούχων ποτών και του κρασιού.
Λόγω του διαθέσιμου εισοδήματος, οι Αμερικανοί καταναλωτές ζητούν και αγοράζουν αικόμη και online γρήγορα ακριβές πολυτελείς σαμπάνιες για τις ειδικές περιστάσεις τους. Οι καινοτομίες προϊόντων από τους κατασκευαστές σχετικά με τη χρήση βιολογικών/φυσικών και vegan συστατικών, καθώς και οι φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες στην περίπτωση της σαμπάνιας, επιτρέπουν τη βαθύτερη διείσδυση και επέκταση σε νέες αγορές σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2021, η Ruinart Champagne λάνσαρε τη νέα φιλική προς το περιβάλλον συσκευασία Second Skin για τη σαμπάνια της, με την 100% χάρτινη θήκη να είναι πλήρως ανακυκλώσιμη και να μπορεί να αντέξει σε παγοθήκη για αρκετές ώρες πριν αλλοιωθεί.
Διαβάστε ακόμη:
- Αργίες 2024: Πότε πέφτουν Καθαρά Δευτέρα, Αγίου Πνεύματος – Όλα τα τριήμερα που «κρύβει» η νέα χρονιά
- Αγρίνιο: Πιστοί προσκύνησαν κάστανο που είχε βράσει ο Παΐσιος
- Δανάη Μπάρκα: Τραγούδησε «έρωτα θέλει η ζωή» με κουτάλα μαγειρικής για μικρόφωνο
- Νίκος Φλωρινιώτης: Η τελευταία τηλεοπτική του συνέντευξη μέσα από το νοσοκομείο