Ρύθμιση χρεών στο δημόσιο – Πως υποβάλλεται η αίτηση, πως οριστικοποιείται η ρύθμιση και τι συνέπειες έχει η μη πληρωμή της πρώτης δόσεις. Ακόμη θα δούμε αν έχουμε δεύτερη ευκαιρία αν απωλεσθεί η δήλωση ποιος ειναι ο τόκος που επιβαρύνει την ρύθμιση και τις συνέπειες της απώλεια μιας ρύθμισης
4. Υποβολή της αίτησης
Αφού ο φορολογούμενος συμπληρώσει την δήλωση, πρέπει να κάνει υποβολή της δήλωσης, μέσω της σχετικής ένδειξης. Το σύστημα θα «τσεκάρει» τα στοιχεία που έχουν συμπληρωθεί και:
• Αν βρεθούν λάθη ή παραλήψεις θα βγάλει σχετικό μήνυμα στον φορολογούμενο
• Αν δεν έχει κάποιο λάθος ή ελλείψεις, υποβάλλεται και «μπαίνει» σε σχετική επεξεργασία.
Μετά την επεξεργασία εμφανίζονται τα βασικά στοιχεία της προς έγκριση ρύθμισης, το ύψος των τόκων που επιβαρύνουν την ρύθμιση, ο συνολικός αριθμός των μηνιαίων δόσεων που εκκρίθηκαν, η καταληκτική ημερομηνία πληρωμής της δεύτερης δόσης, το ποσό της μηνιαίας δόσης το συνολικό πληρωτέο ποσό, δηλαδή το κεφάλαιο και οι προσαυξήσεις, καθώς και η
Ταυτότητα Ρύθμισης Οφειλής (ΤΡΟ).
5. Πληρωμή πρώτης δόσης
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να καταβληθεί η πρώτη δόση εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Η πληρωμές μπορούν να γίνουν είτε μέσω e-banking, είτε στο ΑΤΜ ενός τραπεζικού υποκαταστήματος. Η πληρωμή γίνεται με την χρήση της Ταυτότητας Ρύθμισης Οφειλής (ΤΡΟ), όπως και όλες οι υποχρεώσεις προς την εφορία.
Σε περίπτωση που δεν πληρώσατε εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών την πρώτη δόση, μπορείτε να υποβάλετε νέα αίτηση ρύθμισης και να πληρώσετε με τη νέα Τ.Ρ.Ο. εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησής σας σε φορέα είσπραξης.
Με την υποβολή από τον οφειλέτη αιτήματος περί υπαγωγής στη ρύθμιση, τα αποδιδόμενα ποσά από συμψηφισμούς, από παρακρατήσεις και από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης δύνανται να καλύπτουν την πρώτη δόση, εφόσον εισπράττονται εντός της προθεσμίας και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
Δεύτερη ευκαιρία
Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της περίπτωσης 1 του άρθρου 43 του ν. 4646/2019, όπως ενσωματώνεται στην περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση για δεύτερη φορά. Ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται ως πρώτη δόση της ρύθμισης η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης της δεύτερης ρύθμισης.
Η δήλωση του ποσού της προκαταβολής γίνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση.
Η προκαταβολή είναι καταβλητέα μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για δεύτερη ρύθμιση. Η δεύτερη ρύθμιση καθίσταται ενεργή με την προκαταβολή του ποσού που δηλώνεται από τον οφειλέτη. Οι υπόλοιπες δόσεις της δεύτερης ρύθμισης είναι καταβλητέες έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών που έπονται του μήνα αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Το ποσό της προκαταβολής εξοφλείται με εκούσια καταβολή ή με συμψηφισμό κατ΄ άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ΦΕΚ 90 Α΄) εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
Έξοδα επιβάρυνση – τόκος
Μετά από μία περιπέτεια, λόγο της αύξησης των επιτοκίων, η διοίκηση, με νομοθετική παρέμβαση, κράτησε στα προηγούμενα επίπεδα τις επιβαρύνσεις των ρυθμίσεων χρεών.
Αυτό συμβαίνει γιατί, σύμφωνα με τον νόμο για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος (Εκδόσεις / Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας), πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%), ετησίως υπολογιζόμενο.
Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο της ανωτέρω περίπτωσης με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος, προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%). Ο ως άνω τόκος είναι ετησίως υπολογιζόμενος και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.
Σε περίπτωση απώλειας και υπαγωγής των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, τα ανωτέρω επιτόκια, προσαυξάνονται κατά μιάμιση (1,5) ποσοστιαία μονάδα.
Τι πληρώνουμε
Ποιο αναλυτικά, το επιτόκιο των δόσεων βεβαιωμένων οφειλών προς την ΑΑΔΕ, που έχουν τεθεί σε ρύθμιση θα μείνει σταθερό μέχρι τις 31 Μαρτίου 2025, στο ύψος που ήταν την 31 Μαρτίου 2024.
Συνεπώς το ύψος των επιτοκίων διαμορφώνεται ως εξής:
• 4,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε 12 μηνιαίες δόσεις
• 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 δόσεις
Για οφειλές που έχουν τεθεί εκ νέου σε ρύθμιση μετά την απώλεια της πρώτης, δηλαδή στην Β υπαγωγή, το επιτόκιο διαμορφώνεται ως εξής:
• 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 12 μηνιαίες δόσεις
• 7,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις.
Σε αντίθετη περίπτωση, πριν την
Πότε χάνεται η ρύθμιση και τι συνέπειες έχω;
H ρύθμιση χάνεται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα
προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
• Δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
• δεν καταβάλει την τυχόν μία εκπρόθεσμη δόση της ρύθμισης με την αναλογούσα προσαύξηση αυτής (15%) μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης,
• δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
• δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του (ατομικές και οφειλές από συνυποχρέωση, συνυπευθυνότητα) από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά, (ανεξάρτητα από την υπηρεσία της
Φορολογικής Διοίκησης στην οποία έχουν βεβαιωθεί),
• έχει υποβάλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία, προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση. Ως ελλιπής νοείται η μη υποβολή των απαραίτητων ή των τυχόν συμπληρωματικά αιτηθέντων στοιχείων ή πληροφοριών.