Τα τελευταία χρόνια, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στις εκθέσεις της αναφέρει συνεχώς ως μία από τις βασικές πηγές ανησυχίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το αρνητικό εξωτερικό ισοζύγιο και την υψηλή αρνητική διεθνής επενδυτική θέση της χώρας.
Πρόσφατα στον προβληματισμό αυτό προστέθηκε και το ΚΕΠΕ, το οποίο θεωρεί ότι η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Κύριος “τροφοδότης” του αρνητικού εξωτερικού ισοζυγίου είναι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Και τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μόνο ενθαρρυντικά δεν είναι. Ειδικότερα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθε σε 25,13 δισ. ευρώ έναντι 23,15 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 8,5%.
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε με μικρότερο ρυθμό και άγγιξε τα 20,24 δισ. ευρώ από 19,04 δισ. ευρώ, δηλαδή διογκώθηκε κατά 1,20 δισ. ευρώ ή κατά 6,3%.
Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 37,83 δισ. ευρώ έναντι 38,53 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση 1,8%.
Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 85,0 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,3%, στα 26,76 δισ. ευρώ από 26,68 δισ. ευρώ.
Η συνολική αξία των εισαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 62,96 δισ. ευρώ, έναντι 61,69 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 2,1%.
Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν με παρόμοιο ρυθμό και άγγιξαν τα 47,01 δισ. ευρώ από 45,72 δισ. ευρώ, δηλαδή ενισχύθηκαν κατά 1,28 δισ. ευρώ ή κατά 2,8%.
Πώς επηρεάζεται η οικονομική ανάπτυξη
Η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος «κόβει πόντους» από την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ. Όπως επισημαίνει και η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) σε πρόσφατη ανάλυση, η μέση αύξηση του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, για την περίοδο 2017-2023 αναθεωρήθηκε ανοδικά από την ΕΛΣΤΑΤ κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες, σε +1,9% ετησίως από +1,6% ετησίως και στο 2,3% για το 2023 από 2,0%.
Αντιστοίχως, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ ανήλθε σε +8,3% ετησίως από +6,6%, με τη μέση ετήσια μεταβολή του σχετικού αποπληθωριστή να έχει επίσης ενισχυθεί στο 5,9% από 4,5% στην αρχική εκτίμηση. Συνολικά, το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε σε €225,2 δισ. το 2023 (από €220,3 δισ. στην προηγούμενη εκτίμηση).
Κομβικό σημείο της αναθεώρησης ήταν η πολύ πιο ισχυρή, από την αρχικά εκτιμώμενη, δυναμική των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) τα τελευταία χρόνια, η οποία έχει άμεση συσχέτιση με την παραγωγικότητα της οικονομίας, ειδικά μετά από μία δεκαετία πρωτοφανούς καθαρής αποεπένδυσης. Ειδικότερα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΣΠΚ, σε σταθερές τιμές, για την περίοδο 2021-2023 ανέρχεται σε +14,9% από +11,7% στην προηγούμενη εκτίμηση.
Ωστόσο, παρόλο που οι εξαγωγές και εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες σε τρέχουσες τιμές, μια σημαντική αναθεώρηση των ιστορικών στοιχείων για τον αποπληθωριστή εξαγωγών για την περίοδο 1995-2023 (σε 99,2 κατά μέσο όρο την περίοδο 1995-2023, από 96,3) μείωσε το επίπεδο των εξαγωγών σε σταθερές τιμές. Η αναθεώρηση αντανακλά βελτιωμένους όρους εμπορίου, (δηλαδή υψηλότερη τιμή ανά μονάδα εξαγωγών συγκριτικά με τις εισαγωγές).
Ειδικότερα, το επίπεδο των εξαγωγών, σε σταθερές τιμές, υποχώρησε κατά -4,2% κατά μέσο όρο ετησίως, για ολόκληρη την περίοδο 1995-2023 που ισοδυναμεί με μείωση περίπου μίας ποσοστιαίας μονάδας στο μέσο ετήσιο μερίδιο των συνολικών εξαγωγών στο ΑΕΠ την περίοδο αυτή.
Αυτό οδήγησε σε διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών στο 7% του ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) έναντι αρχικής εκτίμησης 5,4% για το 2023 με τα στοιχεία σε τρέχουσες τιμές, με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη τελική διαμόρφωση του ΑΕΠ.
Πάντως το ΥΠΕΘΟ στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2025 προβλέπει ότι , οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν το 2025 κατά 4,0%, ταχύτερα από τις εισαγωγές που αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6%. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3,0%, συνδεόμενος με τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών.
Η αύξηση των εισαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3,8%, σχετιζόμενη με τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων και με τη διατήρηση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης. Οι καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στην ανάπτυξη (0,7% του ΑΕΠ), συνδεόμενες με τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί κάτω του 5% του ΑΕΠ το 2025.
Οι αδυναμίες του εμπορικού ισοζυγίου
Επιστρέφοντας στο ΚΕΠΕ, σε πρόσφατες αναλύσεις του έχει ασχοληθεί διεξοδικά με τα ζητήματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, του εμπορικού ελλείμματος, καθώς και της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο.
Αναλυτικότερα, το ΚΕΠΕ έχει επισημάνει μεταξύ άλλων ότι, η ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες:
i) Το υψηλό επίπεδο των ελληνικών εισαγωγών.
ii) Τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τις τιμές και το κόστος των ελληνικών προϊόντων. Διότι αν και είχαμε σημαντική βελτίωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας τιμών και κόστους αυτή δεν οδήγησε σε ανάλογη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών.
Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στο ότι η μετακύλιση των μεταβολών του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις τιμές παραγωγών και εξαγωγών παραμένει ατελής, αντανακλώντας παράγοντες όπως:
(α) Η διατήρηση των εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων.
(β) Οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων.
iii) Το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών.
iv) Η εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής παραγωγής.
v) Ο χαμηλός βαθμός εξαγωγικής διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων.
vi) Η ενεργειακή εξάρτηση της οικονομίας.
Ένας σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου είναι το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών, το οποίο είναι υψηλό, η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εισαγωγικού περιεχομένου στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων της, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρωζώνης, επιπλέον αυτό δείχνει μια αυξητική τάση.
Αυτή η εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από ξένα αγαθά έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά παραμέτρων, όπως η απασχόληση, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα, και ο βαθμός ευαισθησία της χώρας σε εξωτερικές διαταραχές. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι η εισαγόμενη συνιστώσα των εξαγωγών είναι υψηλή, ένα σημαντικό μέρος των κερδών από τις εξαγωγές διοχετεύεται σε ξένες οικονομίες, μειώνοντας έτσι τα οφέλη για την εγχώρια οικονομία.
Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να αναστραφεί, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής με κάθε διαθέσιμο μέσο.
Σε κάθε περίπτωση, το μέσο ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2022-23 (2020-23) ήταν 12,06% (11,21%), πλησιάζοντας το έλλειμμα της διετίας 2007-2008 που ήταν 12,73% του ΑΕΠ, το οποίο αποτελεί, διαχρονικά, το υψηλότερο επίπεδο. Σε απόλυτα μεγέθη, το μέσο ετήσιο έλλειμμα την περίοδο 2022-23 (2020-23) ήταν 25,71 (21,88) δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο 2007-2008 ήταν 30,19 δισ. ευρώ.
Η εγχώρια παραγωγή και οι εξαγωγές
Όσον αφορά στην εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας, αναφορικά με τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων, το ΚΕΠΕ διαπιστώνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση σε σύγκριση με τις 20 χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων συρρικνώνονται σταθερά. Η βαθιά οικονομική ύφεση είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, έπληξε και τον βιομηχανικό τομέα της οικονομίας.
Ο ρυθμός συρρίκνωσης των μεριδίων των ελληνικών εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων, πριν και μετά τη βαθιά ύφεση, ανήλθε στο 31,3%. Παρά τη επιβράδυνση αυτής της αρνητικής τάσης, η μείωση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα Τέλος, σχετικά με τον βαθμό τεχνολογικής έντασης των βιομηχανικών προϊόντων, η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, όσον αφορά τα μερίδια των προϊόντων μέσης τεχνολογικής έντασης.
Στη βελτίωση της εικόνας του ΙΤΣ συνέβαλε σημαντικά το Ισοζύγιο Υπηρεσιών. Το Ισοζύγιο Υπηρεσιών διαχρονικά χαρακτηρίζεται από σταθερά πλεονάσματα και συμβάλλει στη μείωση του ελλείμματος του ΙΤΣ. Οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες είναι αυτές που κυρίως οδηγούν τη βελτίωση του ισοζυγίου, οι οποίες την τελευταία διετία έχουν επανέλθει στα επίπεδα προ πανδημίας.
Το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ή με άλλα λόγια ο τουρισμός, είναι μια μεταβλητή που επηρεάζεται από εσωτερικές και εξωτερικές διαταραχές, ενώ και τα τελευταία χρόνια συνδέεται άμεσα με την κλιματική αλλαγή. Επιπρόσθετα, το γενικό αποτύπωμα του τουρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Τέλος, την τελευταία διετία παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αύξηση στις πληρωμές για ταξιδιωτικές υπηρεσίες, υποδεικνύοντας μια ξεκάθαρη τάση των Ελλήνων για ταξίδια στο εξωτερικό, γεγονός που αποτελεί αρνητική εξέλιξη για το Ισοζύγιο Υπηρεσιών.
Η θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο εμπόριο
Σε άλλη ανάλυση το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, η οικονομία της Ελλάδας είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από το παγκόσμιο εμπόριο, καθιστώντας την πιο ευάλωτη στον κατακερματισμό του εμπορίου και την αποπαγκοσμιοποίηση, σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Επιπλέον, η Ελλάδα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές αγαθών, διατηρώντας ένα λιγότερο ανταγωνιστικό εξαγωγικό προφίλ.
Αν και η Ελλάδα διατηρεί σταθερά θετικό ισοζύγιο υπηρεσιών, κυρίως λόγω του ισχυρού τουριστικού τομέα της, το ισοζύγιο αγαθών είναι επίμονα αρνητικό, συμβάλλοντας σε ένα συνεχές έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε το 2022 λόγω των αυξημένων εισαγωγών που προκλήθηκαν από υψηλότερη κατανάλωση, βιομηχανική παραγωγή και επενδύσεις (οι οποίες αύξησαν τις εισαγωγές πρώτων υλών), σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας (Global Value Chains) είναι σχετικά περιορισμένη. Η εγχώρια προστιθέμενη αξία στην ξένη τελική ζήτηση, αν και παρουσιάζει ανοδική τάση, παραμένει χαμηλότερη από την ξένη προστιθέμενη αξία στην εγχώρια τελική ζήτηση. Αυτό υποδεικνύει υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές και ασθενέστερη θέση εντός των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας.
Η Ελλάδα συνεισφέρει μεγαλύτερη αξία στην ξένη ζήτηση υπηρεσιών παρά στη μεταποίηση, γεγονός που υποδηλώνει τον μεγάλο βαθμό εξάρτησής της σε λιγότερο βιομηχανοποιημένους τομείς. Επιπλέον, η θέση της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας υποδηλώνει ότι συμμετέχει περισσότερο σε upstream δραστηριότητες, όπως η παραγωγή πρώτων υλών, οι οποίες προσθέτουν λιγότερη αξία σε σύγκριση με τις downstream δραστηριότητες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των εξαγωγών άλλων χωρών.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Η ανάλυση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος από το ΚΕΠΕ ανέδειξε εντούτοις σημαντικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας σε συγκεκριμένους τομείς. Συγκεκριμένα η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα στα γεωργικά προϊόντα, στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στα ορυκτά και στα φαρμακευτικά προϊόντα καθ’ όλη της διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Ωστόσο, αντιμετωπίζει μειονεκτήματα στα μηχανήματα, στον εξοπλισμό μεταφορών και σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, όπως οι τηλεπικοινωνίες και τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στην κλωστοϋφαντουργία και την ένδυση έχει επίσης μειωθεί από το 2011. Στον τομέα των υπηρεσιών, η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στις μεταφορές και στις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ενώ αντιμετωπίζει μειονεκτήματα στις περισσότερες άλλες κατηγορίες υπηρεσιών, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την πνευματική ιδιοκτησία.
Εξετάζοντας τόσο τις εξαγωγές όσο και τις εισαγωγές, το ΚΕΠΕ παρατηρεί ότι η Ελλάδα παρουσιάζει θετικό εμπορικό πλεονέκτημα στα γεωργικά προϊόντα, στα καύσιμα και στα ορυκτά, υποδεικνύοντας ισχυρότερες εξαγωγές απ’ ό,τι εισαγωγές σε αυτούς τους τομείς. Αντίθετα, έχει αρνητικό εμπορικό πλεονέκτημα στους τομείς της μεταποίησης και της υψηλής τεχνολογίας, όπου οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές, υπογραμμίζοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα αναφορικά με την ενίσχυση των βιομηχανικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων της.
Το ΚΕΠΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές, ενώ διατηρεί ένα λιγότερο ανταγωνιστικό εξαγωγικό προφίλ, γεγονός που θέτει σημαντικές προκλήσεις για την προσαρμογή σε αυτό το νέο δύσκολο τοπίο. Ενώ η Ελλάδα επωφελείται από ορισμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η έντονη εξάρτησή της από τις εισαγωγές αγαθών και η περιορισμένη ένταξή της στις παγκόσμιες βιομηχανικές αλυσίδες αξίας θέτουν σημαντικές προκλήσεις μπροστά στις παγκόσμιες εμπορικές αλλαγές και οικονομικές πιέσεις.
Για την Ελλάδα, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η στρατηγική προσαρμογή είναι αναγκαία, εστιάζοντας στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις υπηρεσίες και στη στοχευμένη υποστήριξη τομέων με πιθανά μελλοντικά συγκριτικά οφέλη. Καθώς οι εμπορικές δυναμικές εξελίσσονται παγκοσμίως, η ισορροπία μεταξύ της παγκόσμιας ενσωμάτωσης και της εθνικής ανθεκτικότητας θα είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση μελλοντικών οικονομικών πολιτικών και διεθνών σχέσεων.