Αντιστρόφως ανάλογα κινείται η πορεία της καθαρής πιστωτικής επέκτασης των ελληνικών τραπεζών, σε σχέση με την πτώση των μετοχών τους λόγω της αποχώρησης των επενδυτών από Ευρώπη εξαιτίας του πολέμου και της υψηλής εξάρτησης από την ενέργεια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ανώτερου τραπεζικού στελέχους, η ζήτηση για τραπεζικά δάνεια στο εξάμηνο είναι πρωτοφανής σε τέτοιο σημείο, ώστε η χρονιά του 2022 θα αποτελέσει ορόσημο καθώς η συνολική καθαρή πιστωτική επέκταση (δάνεια μείον τις αποπληρωμές) για τις τέσσερις τράπεζες αναμένεται να διαμορφωθεί σε 8-9 δισ. ευρώ στο τέλος της χρονιάς.
Όπως συνέβη εξάλλου και τις περασμένες χρονιές μαζί με την αύξηση της ζήτησης των δανείων πραγματοποιούνται και αποπληρωμές παλαιότερων δανείων – μέσω έκδοσης εταιρικών ομολογιακών δανείων, αυξήσεων κεφαλαίου κ.ά.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, αυτή η υψηλή ζήτηση θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί τα επόμενα χρόνια – αν και από το 2023 θα ξεκινήσουν ουσιαστικά και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης τα οποία φέτος θα κινηθούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, περί τα 100-150 εκατ. ευρώ.
Οι τράπεζες, πάντως, με την αυξημένη ζήτηση δανείων αντικαθιστούν ένα κομμάτι απώλειας τόκων εξαιτίας της μεταφοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εταιρείες διαχείρισης.
Υψηλή ζήτηση για κεφάλαια κίνησης λόγω του κόστους ενέργειας – επενδύσεις
Στις πρόσφατες τραπεζικές περιοδείες, τα περισσότερα αιτήματα για δάνεια επιχειρήσεων προήλθαν σε ένα μεγάλο ποσοστό, κεφάλαια κίνησης λόγω των συνεχών ανατιμήσεων των υλικών για παραγωγικές επιχειρήσεις ή της αύξησης του κόστους ενέργειας.
Οι αυξήσεις λόγω του ενεργειακού κόστους και οι ανάγκες τόσο για την παραγωγή, όσο και για την αποπληρωμή των προμηθευτών οδηγούν σε συνεχή αιτήματα για δάνεια κεφαλαίων κίνησης.
Στην πρώτη γραμμή των αιτημάτων βρίσκονται Βιομηχανίες οι οποίες επιδιώκουν να εξασφαλίσουν από νωρίς αποθέματα εμπορευμάτων σε χαμηλότερες τιμές για την παραγωγή τους, αλλά και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν επίσης συνεχή άνοδο του κόστους.
Από την άλλη πλευρά, ένα μέρος της ζήτησης συμπληρώνεται από τις επιχειρήσεις οι οποίες ήδη είχαν προγραμματίσει επενδύσεις αύξησης της παραγωγής τους προκειμένου να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση στις αγορές που δραστηριοποιούνται.