Ύστερα από δύο έτη μιας πρωτοφανούς πανδημικής κρίσης, το 2022 υπήρξε ένα ακόμη έτος αυξημένης αβεβαιότητας, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της απότομης ανόδου του πληθωρισμού. Μέσα σε ένα τέτοιο ευμετάβλητο περιβάλλον διαδοχικών κρίσεων, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.

Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2022, εν μέσω πρωτοφανών εξωγενών διαταραχών και διάχυτης αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο μετά τη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, παρουσιάζοντας υψηλή ανθεκτικότητα, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής.

Τα δύο τελευταία χρόνια η Ελλάδα επιτυγχάνει ισχυρή μεγέθυνση της οικονομίας της, καταγράφοντας πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας της προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 2022 εξαλείφθηκε το αρνητικό παραγωγικό κενό της οικονομίας, ύστερα από 11 συνεχόμενα έτη. Επιπλέον, παρά τη διάχυτη αβεβαιότητα και τη λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης, οι δημοσιονομικοί στόχοι του Προϋπολογισμού για το 2022 εκτιμάται ότι έχουν επιτευχθεί με ασφαλές περιθώριο, χάρη στον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης αλλά και πληθωρισμού έναντι των αρχικών εκτιμήσεων.

Οι επιπλέον παρεμβάσεις δεν επιβάρυναν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, αφού το μεγαλύτερο μέρος τους χρηματοδοτήθηκε από έκτακτα έσοδα και από την αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργήθηκε χάρη στην καλύτερη της αναμενόμενης πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων.

Η Ελλάδα κατάφερε τη διετία 2021-22 να επιτύχει μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές στην Ευρώπη και να καταγράψει σωρευτικά τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, το οποίο επέστρεψε σε επίπεδα κάτω από τα προ πανδημίας.

ΕΡΧΕΤΑΙ η Επενδυτική βαθμίδα - Προεκλογικό δώρο από την S&P στις 21 Απριλίου

Τα “μυστικά” της ανθεκτικότητας της οικονομίας

Στο ίδιο μήκος κύματος με την ΤτΕ κινείται και το ΙΟΒΕ, το οποίο στην πρόσφατη έκθεσή του επισημαίνει ότι, η ελληνική οικονομία, κατέγραψε πέρυσι πολύ υψηλή δυναμική μεγέθυνσης, για δεύτερη συνεχή χρονιά, που έσβησε τη μεγάλη ύφεση που είχε προηγηθεί λόγω της πανδημίας. Για το τρέχον έτος, αναμένεται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, όπως και της υπόλοιπης ευρωπαϊκής. Υπάρχουν επίσης διακριτοί κίνδυνοι.

Στο διεθνές περιβάλλον, πέρα από την επιβράδυνση, ο πληθωρισμός προκαλεί περαιτέρω απότομη αύξηση των επιτοκίων. Στην εγχώρια οικονομία, ορισμένοι από τους παράγοντες που στήριξαν τη μεγέθυνσή της εξαντλούνται ή αντιστρέφονται, όπως η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και η έντονη ανάκαμψη της κατανάλωσης μετά τους περιορισμούς της πανδημίας.

Συνεπώς, για να υπάρξει συνεχιζόμενη δυναμική ισχυρής μεγέθυνσης, είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι επενδύσεις όπως και μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις που κυρίως θα ενισχύουν την πλευρά της προσφοράς στην οικονομία.

Κατά το ΙΟΒΕ, υπάρχει μια σειρά παραγόντων που στηρίζουν την τρέχουσα μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας. Ορισμένοι από αυτούς έχουν ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον:

Πρώτον, η ισχυρή ανάκαμψη της κατανάλωσης, η οποία ενδυναμώθηκε και από τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, αλλά κυρίως εκφράζει συσσωρευμένη αντίδραση μετά τους περιορισμούς της πανδημίας. Εκτός από την αναβαλλόμενη κατανάλωση και την αποταμίευση που είχε τότε προκληθεί, φαίνεται πως, τουλάχιστον προσωρινά, έχει αυξηθεί και η ροπή προς κατανάλωση σημαντικού μέρους των νοικοκυριών.

Δεύτερον, παρόμοιες τάσεις υπάρχουν και σε άλλες οικονομίες, κυρίως ευρωπαϊκές, και ως αποτέλεσμα η ισχυρή δυναμική του εισερχόμενου τουρισμού κατά την περσινή χρονιά φαίνεται πως συνεχίζεται και φέτος.

Τρίτον, η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και συναφών ευρωπαϊκών σχημάτων, ευνοεί την οικονομία τόσο άμεσα με τη διοχέτευση ρευστότητας σε διάφορους τομείς της, με σχετικά ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης, όσο και έμμεσα μέσω μεταρρυθμίσεων που έχουν τεθεί ως συνθήκη αλλά κυρίως με την εμπέδωση συνθηκών σταθερότητας ευρύτερα για τις επενδύσεις. Συναφώς, καταγράφεται ενίσχυση και της πιστωτικής επέκτασης στην οικονομία, παρά την αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων.

Τέταρτον, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν επηρεάζεται από την άνοδο των επιτοκίων στο παγκόσμιο περιβάλλον, καθώς είναι περισσότερο μακροπρόθεσμο και με σταθερά επιτόκια. Ως αποτέλεσμα, η αρνητική επίπτωση της απότομης αλλαγής κατεύθυνσης στη νομισματική πολιτική δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θα ήταν υπό άλλες συνθήκες για μια οικονομία με τόσο υψηλό δημόσιο χρέος.

Αντίθετα, βραχυχρόνια ο υψηλός πληθωρισμός δημιουργεί ευχέρεια κινήσεων στο δημόσιο ταμείο και μειώνει την ονομαστική επίπτωση του χρέους, χωρίς να παραγνωρίζεται η διαβρωτική επίδρασή του στην οικονομία μεσοπρόθεσμα.

Ο «αγώνας» για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

Οι “πηγές” αβεβαιότητας και κινδύνου

Βεβαίως, δεν είναι όλα “ρόδινα”. Όπως υπογραμμίζει η ΤτΕ, το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2023, γι’ αυτό και απαιτείται η συνέχιση αξιόπιστων πολιτικών.

H άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής το προσεχές διάστημα αποτελούν τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομική πολιτική.

Αναλυτικότερα, κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:

(1) η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων,
(2) ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός,
(3) μια ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδος, που θα επέτεινε την πολιτική αβεβαιότητα,
(4) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του NGEU,
(5) η διακοπή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ή η αντιστροφή παλαιότερων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, με αρνητικές επιπτώσεις στην ενίσχυση της παραγωγικότητας της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και
(6) η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης.

Ως προς τα δημόσια οικονομικά, οι αυξημένες δημοσιονομικές προκλήσεις απαιτούν δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα. Σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων, η προσήλωση στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας εξακολουθεί να είναι κρίσιμης σημασίας.

Και αυτό διότι η αύξηση του κόστους δανεισμού και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης, αποδυναμώνοντας σταδιακά την αρχικά ευεργετική επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η συνεχής πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους.

Σοβαρό και διαχρονικό το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας

 

Η αυστηροποίηση φέρνει επιβάρυνση

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, Η ΤτΕ σημειώνει ότι, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023.

Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό.

Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.

Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, οι κίνδυνοι ελλοχεύουν και περιφερειακές διαταραχές μπορούν γρήγορα να προσλάβουν διεθνείς διαστάσεις. Αυτό υπογραμμίζει αφενός τη σημασία της ανθεκτικότητας των εγχώριων τραπεζικών συστημάτων και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από τους εποπτικούς φορείς.

Σε επίπεδο ευρωζώνης, το ισχυρό εποπτικό πλαίσιο και η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ παρέχουν εχέγγυα για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε περίπτωση που υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, στα χαρτοφυλάκια ομολόγων και στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου.

Στατιστικό λάθος «προσγείωσε» την ανάπτυξη στο 2,8%;

Οι προϋποθέσεις διατήρησης της ανάπτυξης

Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ τονίζει ότι, δεδομένων των ισχυρών πιέσεων από την παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα από το ευρωπαϊκό περιβάλλον, και καθώς η θετική επίδραση που είχαν πρόσφατα ορισμένοι παράγοντες στη μεγέθυνση αναπόφευκτα εξασθενεί, ενώ η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική διαδικασία, αποτελεί προϋπόθεση για την εμπέδωση αναπτυξιακής δυναμικής στη συνέχεια να υπάρξει κατάλληλη στόχευση σε τρεις κομβικές περιοχές της οικονομικής πολιτικής.

Πρώτον, ακόμη και εάν ήταν ήδη αναγκαία η στροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, πλέον γίνεται ακόμη πιο επείγον να ακολουθηθεί στο επόμενο διάστημα πολιτική που θα προωθεί την ευρωστία των δημοσιονομικών, με επίτευξη και της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό. Ήδη από την τρέχουσα χρονιά είναι σημαντικό να υπάρξει καθαρό πρωτογενές πλεόνασμα και το οποίο να είναι διατηρήσιμο, ώστε να μην εκτροχιαστεί η χώρα προς υψηλό ρίσκο με επίπτωση στις προοπτικές μεγέθυνσής της.

Η εξισορρόπηση του ταμείου ώστε να υπάρχουν πλεονάσματα, προϋποθέτει και απεξάρτηση της οικονομίας από τα μεγάλου ύψους επιδόματα τα οποία κατέστησε αναγκαία η πανδημία και η έντονη ενεργειακή κρίση. Αυτά είναι κρίσιμο να αντικατασταθούν εφεξής από μέτρα υποστήριξης της εργασίας, άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων, και κατάλληλη στόχευση με μέτρα υποστήριξης μόνο των πραγματικά ευάλωτων νοικοκυριών.

Ταυτόχρονα, η μείωση του διαφορικού κόστους χρηματοδότησης από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, μπορεί να εξουδετερώσει, εν μέρει και όσον αφορά τα εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τη διεθνή αύξηση των επιτοκίων.

Δεύτερον, καθώς το παγκόσμιο πλαίσιο πλέον δεν ευνοεί κατά τα άλλα επενδύσεις και εξαγωγές, πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, μέσα και από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της χώρας. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, το κενό που πρέπει να καλυφθεί όσον αφορά το επίπεδο των εξαγωγών συνολικά και των επενδύσεων στη χώρα παραμένει μεγάλο.

Σχετικά, έχει ιδιαίτερη σημασία η σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής ώστε να μην εκτίθενται σε υπερβολική αβεβαιότητα οι επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν μακροπρόθεσμα σε νέο παραγωγικό δυναμικό. Το πλέγμα των αναγκαίων παρεμβάσεων, εκτείνεται από τον δημόσιο τομέα για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση, ενόψει και της ανάγκης διατήρησης και προσέλκυσης πληθυσμού στη χώρα.

Επιβράδυνση του πληθωρισμού στο 6,1% τον Φεβρουάριο - Ανατιμήσεις 15% στα τρόφιμα

Ο χειρισμός του πληθωρισμού

Τέλος, για το ΙΟΒΕ ιδιαίτερη σημασία έχει ο χειρισμός του πληθωρισμού, αφενός για να μην πληγεί η σχετική ανταγωνιστική θέση της χώρας με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση των εισοδημάτων, και αφετέρου ώστε να μην υπάρχει συνεχιζόμενη έντονη πίεση στα νοικοκυριά και ιδίως όσα βρίσκονται σε ασθενή οικονομική θέση.

Εκτός των άλλων, έχει ιδιαίτερη κρισιμότητα η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και του ανταγωνισμού στην αγορά, ιδίως μέσω της διευκόλυνσης των επενδύσεων και της εισόδου νέων επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας ως άτυπο και όχι επίσημο, αφενός συντηρεί αδήλωτα εισοδήματα που αυξάνουν τη ζήτηση σε επίπεδο που άλλα νοικοκυριά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν, και αφετέρου δημιουργεί άνισες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ανάμεσα σε επιχειρήσεις. Η ένταση μέτρων για τη στροφή από την άτυπη στην επίσημη οικονομία αποτελεί προϋπόθεση για τη συνολική ανάπτυξή της στη συνέχεια.

Έμφαση στις μεταρρυθμίσεις

Η ΤτΕ τέλος υπογραμμίζει ότι, οι παραγωγικές επενδύσεις και η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, τη συνολική παραγωγικότητα και το δυνητικό προϊόν.

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη δυναμική υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο “Ελλάδα 2.0”, οι οποίες θέτουν την οικονομία σε στέρεη τροχιά ισχυρής ανάπτυξης.

Η αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και η επιτάχυνση διαρθρωτικών αλλαγών με στόχο τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη μετάβαση και την αύξηση της απασχόλησης, θα θωρακίσουν την οικονομία έναντι μελλοντικών κρίσεων και θα εδραιώσουν διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί, διατηρώντας συγκρατημένες τις μισθολογικές αυξήσεις. Παράλληλα, σημαντική πρόκληση αποτελεί και η αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το σχετικά υψηλό έλλειμμα, ακόμη και μετά τη διόρθωση για τις υψηλές τιμές της ενέργειας, υποδηλώνει την ανάγκη για

(α) περαιτέρω βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και της ανταγωνιστικότητας μισθών και τιμών, και
(β) ακόμη μεγαλύτερη εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που θα καλύπτουν το εναπομένον έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Στην αγορά εργασίας, η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και η κατάρτιση και επιμόρφωση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Εξίσου αναγκαίες είναι παρεμβάσεις με σκοπό την αύξηση της συμμετοχής ιδίως των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό.

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας είναι σημαντική τόσο για τη διαφύλαξη της ευρωστίας του και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όσο και για την παροχή από τις τράπεζες των αναγκαίων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.

Παράλληλα, απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Fitch Ratings: «Ανάσα» ο πληθωρισμός στις χώρες όπως η Ελλάδα

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση

Τέλος, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συναρτώνται και με τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, με την καθιέρωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων και τη διαμόρφωση ενός κοινού, ομοιόμορφου πλαισίου για τη διαχείριση κρίσεων στο χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι καταλυτικής σημασίας για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στα κράτη-μέλη, καθιστώντας το ευρώ ένα ισχυρό διεθνές αποθεματικό νόμισμα.

Διαβάστε περισσότερα