Στις 11 Οκτωβρίου του 2022, την ημέρα που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προειδοποιούσε για «μαύρα σύννεφα» στον ορίζοντα, η μεγαλύτερη εταιρεία πολυτελώς ειδών παγκοσμίως σημείωσε πωλήσεις – έκπληξη, υποδηλώντας ότι η «όρεξη» των πλούσιων για… luxury αγορές δεν έχει τελειώσει.
Η Louis Vuitton Moet Hennessy (LVMH), εταιρεία – σήμα κατατεθέν για τις καταναλωτικές συνήθειες των πιο ευκατάστατων, κατάφερε να ικανοποιήσει πλήρως τους αναλυτές, εμφανίζοντας αυξημένα κέρδη και έσοδα. Παρά τις ανησυχίες για επερχόμενη ύφεση στη Δύση.
Μιλώντας με διάφορους αναλυτές, ο οικονομικός διευθυντής του γαλλικού κολοσσού, Ζαν-Ζακ Τζιόνι, έκανε λόγο για «διαζύγιο» μεταξύ των οικονομικών θεμελιωδών στοιχείων και της βιομηχανίας του luxury, το οποίο πλέον «δεν αποτελεί “εκπρόσωπο” της οικονομίας». «Πουλάμε σε ανθρώπους, οι οποίοι έχουν τη δική τους συμπεριφορά. Δεν είναι απαραιτήτως ευθυγραμμισμένη με την οικονομία».
Με άλλα λόγια, ενώ στα τρόφιμα οι καταναλωτές μετράνε το κάθε κέρμα και δυσανασχετούν σε κάθε ανατίμηση, η Louis Vuitton έχει το περιθώριο να αναπροσαρμόσει ανοδικά τις τιμές, χωρίς αυτό να επηρεάσει τη ζήτηση για τα προϊόντα της.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Hermes (συγκαταλέγεται στο χαρτοφυλάκιο της LVMH), η οποία είδε αύξηση των πωλήσεων κατά 24% μέσα στο 2022, παρά τις αυξήσεις στις τιμές πώλησης των αγαθών της (4% φέτος και κατά 10% το επόμενο έτος).
H τεράστια «άνθιση» της ευημερίας παγκοσμίως εξηγεί την αύξηση της ζήτησης για πολυτελή αγαθά. Ο παγκόσμιος πλούτος διευρύνθηκε κατά 10,6% το 2021, το υψηλότερο ποσοστό τουλάχιστον της τελευταίας 10ετίας. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σ’ ένα έτος δημιουργήθηκε επιπλέον πλούτος 26 τρισ. δολαρίων.
Ακόμη ένας παράγοντας, ο οποίος έχει επίσης διαδραματίσει ρόλο, είναι η χαλάρωση των περιορισμών της Covid, έπειτα από δύο χρόνια lockdowns, τεστ και εμβολίων. «Μετά την Covid, υπάρχει μια αγοραστική αντεπίθεση, καθώς οι καταναλωτές λένε στον εαυτό τους “είμαι θνητός και η ζωή είναι σύντομη”» τονίζει ο Γκαχούτσα Κρετζ, καθηγητής μάρκετινγκ στο HEC Paris.
Η «απόβαση» των Αμερικανών
Αυτό ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση των πλούσιων Αμερικανών, οι οποίοι ταξιδεύουν σωρηδόν φέτος στην Ευρώπη. Με το δολάριο να είναι ακριβότερο από το ευρώ -για πρώτη φορά έπειτα από δύο 10ετίες- δεν έχουν πρόβλημα να περιμένουν στην ουρά προκειμένου να αγοράσουν μια τσάντα Chanel αξίας 9.000 ευρώ από τη Rue Cambon στο Παρίσι ή να μείνουν στο Cheval Blanc έναντι 55.000 ευρώ ανά βραδιά.
Η καταναλωτική φρενίτιδα επεκτείνεται και στη δευτερογενή αγορά των πολυτελών τσαντών χειρός, οι οποίες φαίνεται ότι λειτουργούν εν είδει μακροπρόθεσμων επενδυτικών καταφυγίων. Η Λουκία Αντρεάνι, επικεφαλής της Christie για την περιοχή Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, υπολογίζει ότι τα 2/3 των αγοραστών στις σχετικές δημοπρασίες είναι γυναίκες μέσης ηλικίας 43 ετών.
Για παράδειγμα, μία τσάντα Hermes Kelly πουλήθηκε στην τιμή των 352.800 ευρώ σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s, η οποία έλαβε χώρα πριν έναν μήνα στη γαλλική πρωτεύουσα.
Από το 2007 και έκτοτε, η LVMH έχει καταγράψει μόλις δύο χρονιές μείωσης των οργανικών εσόδων. Το 2009, αμέσως μετά την παγκόσμια κρίση, και το 2020, όταν «χτύπησε» η πανδημία. Και στις δύο περιπτώσεις, ακολούθησε μια περίοδος ισχυρής ανάκαμψης.
Το 2022 αναμένεται ακόμη ένα ρεκόρ για τον κλάδο του luxury. Κι αυτό, παρά τους φόβους και τις ανησυχίες για τον κίνδυνο μιας επερχόμενης ύφεσης. Αλλά αυτή επηρεάζει περισσότερο τη βάση της «πυραμίδας» των καταναλωτών, τους φτωχότερους και τη μεσαία τάξη. Δεν αγγίζει τους έχοντες και κατέχοντες.