Όπως αποτυπώνεται στους εθνικούς λογαριασμούς της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η ελληνική οικονομία, μετά το ισχυρό σοκ του πρώτου lockdown της πανδημίας, βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης – επέκτασης.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, στο δεύτερο μισό του 2021 επανήλθε στα προπανδημίας επίπεδα σε όρους τριμηνιαίου πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ από το α’ τρίμηνο 2022 υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης. Αναλυτικά, τα τελευταία 6 τρίμηναη σωρευτική μεγέθυνση στην Ελλάδα ανήλθε σε 6,1%, σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη στην Ευρωζώνη (1,9%), στη Γερμανία (0,8%), στη Γαλλία (1,3%) και την Ιταλία (1,7%).

Ισοδύναμα, από τοα’ τρίμηνο 2022 μέχριτο β’τρίμηνο 2023, ο μέσος τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 1,0%, στην Ευρωζώνη 0,3%, στη Γερμανία 0,1%, στη Γαλλία 0,2% και την Ιταλία 0,3%. Η Eurobank επικεντρώνεται σε μια σύντομη ανάλυση των παραγόντων που ερμηνεύουν την προαναφερθείσα υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι του μεγαλύτερου εμπορικού της εταίρου, ήτοι της Ευρωζώνης. Επικεντρώνεται στις συνιστώσες της ζήτησης και στους κλάδους της παραγωγής.

Υπό το πρίσμα ζήτησης, δηλαδή μετρώντας το πραγματικό ΑΕΠ από την πλευρά της δαπάνης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, της κυβέρνησης και των αντίστοιχων φορέων του εξωτερικού, η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης προέρχεται κυρίως από τη συνιστώσα της ιδιωτικής κατανάλωσης, δηλαδή της συνιστώσας με μακράν το υψηλότερο μερίδιο στο ελληνικό ΑΕΠ, ενώ ακολουθεί η συνιστώσα των επενδύσεων παγίων.

Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα το β’τρίμηνο 2023 σε σύγκρισημε το δ’ τρίμηνο 2021 ανήλθε σε 6,1%, ενώ οι αντίστοιχες αυξήσεις στηνΕυρωζώνη, στη Γερμανία, στη Γαλλία και την Ιταλία ήταν της τάξης του 1,9%, 0,8%, 1,3% και 1,7% αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις παγίων, ήτοι της μεταβλητής που ενισχύει τη ζήτηση στο παρόν και διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον, η σωρευτική μεγέθυνση τους στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 13,9% (κυρίως κατοικίες και κατασκευές, ενώ θετική συνεισφορά είχε και ο μεταφορικός εξοπλισμός), έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη, 2,3% στη Γερμανία, 3,1% στη Γαλλία και 4,5% στην Ιταλία.

Υπό το πρίσμα της παραγωγής, δηλαδή μετρώντας το πραγματικό ΑΕΠ βάσει της προστιθέμενης αξίας που παράγουν οι κλάδοι της οικονομίας, η υπεραπόδοση της Ελλάδας σε σύγκριση με την Ευρωζώνη προέρχεται από τους κλάδους των κατασκευών, των υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης, των υπηρεσιών ενημέρωσης και επικοινωνίας, των υπηρεσιών επαγγελματικών, επιστημονικών, τεχνικών, διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας.

Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που παρήχθη στον κλάδοτων κατασκευών στην Ελλάδα το β’τρίμηνο 2023 ήταν υψηλότερη κατά 47,1% σε σύγκρισημε το δ’ τρίμηνο 2021 (έναντι 1,4%, -1,2%, -1,5% και 2,7% στην Ευρωζώνη, στη Γερμανία, στη Γαλλία και την Ιταλία αντίστοιχα). Υψηλή σωρευτική μεγέθυνση σε όρους παραγόμενης προστιθέμενης αξίας παρουσίασαν και οι κλάδοι των επαγγελματικών, επιστημονικών, τεχνικών, διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (22,8% έναντι 3,9% στην Ευρωζώνη, περιλαμβάνονται και υπηρεσίες που σχετίζονται τόσο με τις κατασκευές όσο και με τον τουρισμό), των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας (17,9% έναντι 10,4% στην Ευρωζώνη) και της ενημέρωσης και επικοινωνίας (15,2% έναντι 6,7% στην Ευρωζώνη).

Βάσει των προαναφερθέντων αποτελεσμάτων δύναται να υποστηριχτεί ότι μέχρι και το β’ τρίμηνο 2023 οι διαταραχές της ενεργειακής κρίσης και της ανόδου των επιτοκίων έχουν επηρεάσει περισσότερο αρνητικά την οικονομία της Ευρωζώνης από ό,τι της Ελλάδος σε όρους πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης. Η ελληνική οικονομία από το α’ τρίμηνο 2022 υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης, με την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις παγίων να ενισχύουν σημαντικά την εγχώρια ζήτηση, δημιουργώντας ωστόσο υψηλά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο.

Οι εν λόγω επιδόσεις στηρίζονται σε έναν βαθμό στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, στην αύξηση της απασχόλησης (και των ονομαστικών μισθών), στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), στην πιστωτική επέκταση από τα εγχώρια νομισματικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς τις επιχειρήσεις και στη βελτίωση του βαθμού αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας (επενδυτική βαθμίδα).

Σε κλαδικό επίπεδο οικατασκευές, ο τουρισμός και άλλες υπηρεσίες πρωταγωνιστούν στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος και των εισοδημάτων. Παρά ταύτα, η οριακή στασιμότητα που παρουσιάζει η οικονομία της Ευρωζώνης τα τρία τελευταία τρίμηνα, η περιοριστική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές συνιστούν καθοδικούς κινδύνους για τα επόμενα τρίμηνα.

 

Διαβάστε ακόμη: