Ο τρέχων ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο συστηματικά κατά τα τελευταία τρίμηνα. Και όπως προβλέπει στην πρόσφατη έκθεσή του το ΙΟΒΕ.
Για τη φετινή και την επόμενη χρονιά αναμένεται ότι αυτή η τάση θα διατηρηθεί, με την χώρα μας να ανήκει σε μια σχετικά μικρή ομάδα, ιδίως του ευρωπαϊκού νότου που αναπτύσσεται παρά την έντονη αύξηση των επιτοκίων και την υποχώρηση των ρυθμών μεγέθυνσης που προηγήθηκε στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Κατόπιν των περιορισμών και προτεραιοτήτων της πανδημίας, όπως και της κρίσης στην αγορά ενέργειας, η οικονομία μας βρίσκεται σε θετική τροχιά η οποία έχει υποστηριχθεί από ανάκαμψη της κατανάλωσης αλλά και καλή πορεία των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών.
Ωστόσο, παράγοντες που στήριξαν την άνοδο της κατανάλωσης, όπως οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις στην έξοδο από την πανδημία και η ενίσχυση των νοικοκυριών από το δημόσιο ταμείο εξαντλούν τη θετική επίδρασή τους, ιδίως μετά το πλήγμα του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Παράλληλα, στο μέτωπο των εξαγωγών, η θετική δυναμική αντιμετωπίζει προκλήσεις, λόγω της χαμηλότερης ζήτησης στις παγκόσμιες αγορές και της σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας που ακόμη χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών.
Συνεπώς, στην Έκθεση γίνεται η εκτίμηση πώς μπορεί να διατηρηθεί ένας σχετικά υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης στην οικονομία, αλλά εκτιμώντας πως για αυτό είναι απαραίτητο να καταγραφεί υψηλός ρυθμός αύξησης επενδύσεων.
Γίνεται επίσης η εκτίμηση πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό, δεδομένης της περιόδου μείωσης των κινδύνων στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και της διαθεσιμότητας των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, όσο μεγάλη είναι η σημασία της αύξησης των επενδύσεων για να διατηρηθούν σχετικά υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης βραχυχρόνια, δηλαδή στην φετινή και την επόμενη χρονιά, εξίσου κομβική είναι για τις μεσομακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας.
Κατόπιν της βαθιάς κρίσης και ύφεσης, το συσσωρευμένο επενδυτικό κενό είναι ιδιαίτερα μεγάλο, γεγονός που υπογραμμίζει το έλλειμμα που υπάρχει στα επενδεδυμένα κεφάλαια στη χώρα ουσιαστικά σε όλους τους τομείς. Μόλις πρόσφατα άλλωστε το επίπεδο των επενδύσεων έφτασε σε αυτό των προηγούμενων αποσβέσεων, αντιστρέφοντας μια πολυετή τάση συρρίκνωσης.
Για να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης στο επόμενο διάστημα είναι προϋπόθεση οι επενδύσεις στη χώρα να αυξάνονται με πολλαπλάσιο ρυθμό από αυτό της υπόλοιπης οικονομίας, ώστε να την παρασύρουν ανοδικά.
Ακόμη και αν δεν επιτευχθεί άμεσα το ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ που υπάρχει σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και υπήρχε και στη δική μας πριν το 2008, περί το 24%, το να υπάρξει μια πορεία συστηματικής αύξησης από τα τρέχοντα επίπεδα σταδιακά προς τον στόχο αυτό είναι η προϋπόθεση ώστε ο σημερινός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας, περί το 2%, να μην υποχωρήσει αλλά να ενισχυθεί προς επίπεδα που δεν θα καθιστούν προβληματική την διαχείριση του δημοσίου χρέους μελλοντικά.
Υψηλή σημασία έχει επίσης το μείγμα των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα, ώστε να υποστηρίζουν πρωτίστως εξαγωγικές δραστηριότητες και νέα παραγωγή, σε διάφορους τομείς προϊόντων και υπηρεσιών, που θα ενσωματώνει καινοτομία.
Φυσικά, η περαιτέρω και συστηματική αύξηση των επενδύσεων, ιδίως σε μια χώρα όπου η εσωτερική ζήτηση δεν είναι υψηλή, και με δημογραφικό ισοζύγιο που είναι σήμερα αρνητικό, δεν θα επιτευχθεί αυτόματα, αλλά προϋποθέτει σταθεροποίηση ενός απλού και ευνοϊκού ρυθμιστικού και φορολογικού πλαισίου, ενίσχυση των υποδομών και υποβοήθηση της ανάπτυξης ανθρώπινου κεφαλαίου.
Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, εν μέσω κινδύνων που απορρέουν από τη γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, τον επίμονο πληθωρισμό, την αργή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού, το υψηλό δημόσιο χρέος και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου, η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναμική και την εξωστρέφειά της το 2024, στηριζόμενη από τους ευρωπαϊκούς πόρους, τη δημοσιονομική πειθαρχία και την ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων.
Σχετικά με την κατανάλωση, η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται πως θα διατηρήσει το 2024 τη δυναμική του προηγούμενου έτους, στηριζόμενη από την ενίσχυση της απασχόλησης και των μισθών, καθώς και από τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, ανασταλτικά στην ενίσχυση της κατανάλωσης λειτουργεί η άρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των νοικοκυριών του προηγούμενου έτους, η συνεχιζόμενη κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος δανεισμού και το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσής τους των τριών τελευταίων ετών, καθώς και η πιθανότητα ενός νέου γύρου ανόδου των τιμών των ενεργειακών αγαθών.
Σχετικά με τη δημόσια κατανάλωση, αναμένεται να συρρικνωθεί το 2024, μετά την επέκταση του προηγούμενου έτους και με στόχο την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Η ετήσια μεταβολή της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης εκτιμάται στο +1,3% και -1,5% αντιστοίχως, με τη συνολική κατανάλωση να διαμορφώνεται στο +0,9%.
Την ανοδική τους πορεία, με αυξανόμενο ρυθμό, εκτιμάται να διατηρήσουν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το 2024, ενισχυμένες από την επιτάχυνση στην υλοποίηση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το Repower EU, καθώς οι ευρωπαϊκοί πόροι αναμένεται να ενθαρρύνουν τους διεθνείς επενδυτές για παραγωγικές και περισσότερο μακροχρόνιες επενδύσεις.
Επιπλέον, η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων στο δεύτερο μισό του έτους αναμένεται να ενισχύσει τη χαμηλή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις. Στο σύνολο του 2024 αναμένεται αύξηση των παγίων επενδύσεων σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή του 2023 σε απόλυτο πραγματικό μέγεθος, που μεταφράζεται σε υψηλότερη ετήσια μεταβολή.
Συγκεκριμένα, η ετήσια μεταβολή των παγίων επενδύσεων εκτιμάται στο +9,7%, με τις συνολικές επενδύσεις να μεγεθύνονται κατά +14,1% το 2024.
Ως συνέπεια όλων των ανωτέρω, το ΙΟΒΕ διατηρεί την προηγούμενη εκτίμηση για ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας κατά +2,1% το 2024, με μικρή αρνητική προοπτική, λόγω των προαναφερθέντων κινδύνων, με κυριότερους κινδύνους τον χαμηλό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας της ΕΖ, την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου και τη διατήρηση του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Το πρόβλημα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Ειδικότερα, το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του σημειώνει ότι, Το εξωτερικό έλλειμμα με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς, στο πρώτο τρίμηνο του 2024 (Ιανουάριος – Μάρτιος) ανήλθε στο 7,3% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας αύξηση 0,6 π.μ. συγκριτικά με το προηγούμενο τρίμηνο και 3,5 π.μ. συγκριτικά με το ίδιο εξάμηνο του προηγούμενου έτους.
Η επιδείνωση του ισοζυγίου προήλθε από το αυξημένο έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και τη χειροτέρευση στο ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων, ενώ βελτίωση καταγράφηκε στο ισοζύγιο υπηρεσιών και δευτερογενών εισοδημάτων. Αναλυτικότερα, για την επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών ευθύνονται η μείωση των εξαγωγών (-8,8% y-o-y σε πραγματικούς όρους από -1,1% το προηγούμενο τρίμηνο) και αύξηση των εισαγωγών (+2,5% y-o-y σε πραγματικούς όρους από 1,6% το προηγούμενο τρίμηνο).
Ανάλογη εικόνα προκύπτει από την εξέταση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), όπου στο πρώτο τετράμηνο του έτους καταγράφεται έλλειμα €6,7 δισεκ. από €5,7 δισεκ. το ίδιο διάστημα το 2023. Η τάση για διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος όποτε υπάρχει μεγέθυνση αντανακλά την υψηλή συσχέτιση της εγχώριας κατανάλωσης, των εξαγωγών, όπως και των επενδύσεων με τις εισαγωγές, καθώς και στη μικρή βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων.
Στο δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους αναμένονται εξελίξεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του ΙΤΣ τόσο θετικά όσο και αρνητικά.
Στις θετικές εξελίξεις συγκαταλέγονται η διατήρηση των θετικών επιδόσεων του εισερχόμενου τουρισμού σε πραγματικούς όρους και η σταδιακή βελτίωση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά, η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων, συνοδευόμενη από αύξηση της εγχώριας ζήτησης δύναται να επιβαρύνουν το ΙΤΣ. Αρνητική επίδραση αναμένεται να έχει και η ασθενής ανάπτυξη στην ΕΖ λόγω της αργής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και της συγκρατημένης μείωσης των επιτοκίων.
Ο χαμηλός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης
Επιπλέον,την ανοδική τους πορεία συνέχισαν οι περισσότερες οικονομίες παγκοσμίως το πρώτο τρίμηνο του 2024, με αποτέλεσμα ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεση του Μαΐου να αναθεωρήσει ελαφρώς προς τα πάνω τις προβλέψεις του για το ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο 3,1% για το 2024.
Συγκεκριμένα, οι οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ αναπτύχθηκαν με ετήσιο ρυθμό 1,7% το πρώτο τρίμηνο του 2024, αμετάβλητο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ η οικονομία των ΗΠΑ την ίδια περίοδο κατέγραψε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξη της τάξης του +2,9% (από +3,1% το προηγούμενο τρίμηνο), λόγω αυξήσεων στην καταναλωτική δαπάνη, τις εξαγωγές και τις επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο.
Στο ίδιο διάστημα, ελαφρώς υψηλότερος έναντι του προηγούμενου τριμήνου, ήταν και ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης, ο οποίος ωστόσο παραμένει χαμηλός (+0,4% από 0,2% ένα τρίμηνο νωρίτερα).
Τη μεγαλύτερη θετική συνεισφορά στην ανάπτυξη αυτού του τριμήνου είχαν οι εξαγωγές (από αρνητική ένα τρίμηνο νωρίτερα), με την κατανάλωση δαπάνη να ακολουθεί, ενώ ετήσια μείωση κατέγραψε ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου.
Για το σύνολο του 2024, ο ΟΟΣΑ (Μάιος) προβλέπει ένα ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης της τάξης του +0,7%, ενώ η ΕΚΤ (Ιούνιος) προβλέπει έναν οριακά υψηλότερο ρυθμό της τάξης του 0,9%.
Η αργή αποκλιμάκωση των επιτοκίων
Από την άλλη, μετά τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού της ΕΖ από το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η ΕΚΤ στην τελευταία συνεδρίαση της τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους προχώρησε σε μείωση των βασικών επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης μετά από 10 συνεχείς αυξήσεις κατά την τελευταία διετία.
Η εν λόγω απόφαση στηρίζεται αφενός στη μείωση του πληθωρισμού της ΕΖ κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες από τον Σεπτέμβριο του 2023 και αφετέρου στην πρόβλεψη για περαιτέρω εκτόνωση των πληθωριστικών πιέσεων μεσοπρόθεσμα.
Τόνισε δε ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν επαρκώς περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί, με στόχο την έγκαιρη μείωση του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Ανασταλτικά στη μείωση των επιτοκίων λειτουργούν οι ισχυρές εγχώριες πιέσεις στις τιμές των υπηρεσιών, καθώς και το ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης των διεθνών τιμών ενέργειας, δημιουργώντας την προσδοκία για μια ελαφρά πιο αργή μείωση των επιτοκίων στην Ευρώπη το 2024.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως τον περασμένο Ιούνιο η ΕΚΤ αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη (0,9% από 0,6% πριν τρεις μήνες) και τον πληθωρισμό (2,5% από 2,3% πριν τρείς μήνες) στην ΕΖ για το 2024. Στο ίδιο κλίμα, η FED διατήρησε το βασικό επιτόκιό της στο 5,50% – το υψηλότερο επιτόκιο των τελευταίων περίπου 20 χρόνων – για έβδομη συνεχόμενη συνεδρίαση τον Ιούνιο του 2024.
Οι αναλυτές δεν αναμένουν μείωση των επιτοκίων αν προηγουμένως δεν υπάρξουν σαφείς ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς το 2%.
Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος
Σε απόλυτο επίπεδο το δημόσιο χρέος μειώθηκε οριακά κατά το προηγούμενο έτος, ωστόσο χάρη στην ισχυρή ονομαστική επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος ευνοεί τη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων, μειώθηκε σημαντικά ο λόγος του χρέους ως προς το εγχώριο ΑΕΠ (το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε σε 161,9% στο δ΄ τρίμηνο του 2023 από 172,7% την ίδια περίοδο του 2022).
Το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, το χρέος του ελληνικού δημοσίου παρουσίασε οριακή μείωση συγκριτικά με το προηγούμενο τρίμηνο (€356.050 εκατ. από €356.695 εκατ.). Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το μεγαλύτερο ποσοστό του νέου μεικτού ετήσιου δανεισμού έγινε μέσω έντοκων γραμματειών (69,8%) και ομολόγων (30,2%).
Αντίστοιχα, η μέση διάρκεια του νέου δανεισμού διαμορφώθηκε περίπου στα 9,1 έτη, ενώ το μέσο σταθμικό κόστος στο 3,7%. Υπογραμμίζεται ότι η δομή του χρέους μειώνει την αβεβαιότητα αναχρηματοδότησής του, καθώς πάνω από το 74% του δημοσίου χρέους διακρατείται από τους θεσμικούς εταίρους, έχει μέση διάρκεια τα 19 χρόνια και φέρει σταθερά και χαμηλά επιτόκια.
Στον αντίποδα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας τα επόμενα χρόνια επηρεάζονται και από την αποπληρωμή των δόσεων των δάνειων που έλαβε η χώρα από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (όπως δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – EFSF, SURE, κτλ).
Προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους, ιδιαίτερα λόγω του υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της αργής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Κυρίαρχος παράγοντας για την ομαλή χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα είναι η δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία θα επιτρέψει την τήρηση των κανόνων του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ως προς το ιδιωτικό χρέος, το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2024 στο 7,5% των συνολικών δανείων των τραπεζών (από 6,6% το προηγούμενο τρίμηνο), ανακόπτοντας την επί οκτώ συνεχόμενα χρόνια τάση μείωσής τους.
Δίνεται έμφαση στην κατοχή ενός πολύ σημαντικού όγκου πρώην τραπεζικών ΜΕΔ από Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), γεγονός που διατηρεί σε πολύ υψηλό επίπεδο το συνολικό απόθεμα του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους και, κατ’ επέκταση, έχει αρνητική επίδραση στην αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων και την οικονομική ανάκαμψη.
Διαβάστε ακόμη:
- Μαύρισμα: Η Coco Chanel, οι σέρφερ της Καλιφόρνια και τα… facekinis
- Κέιτι Πέρι: «Ρίχνει» το Instagram ποζάροντας με βαθύ ντεκολτέ στις διακοπές της
- Νέο σχέδιο συμφωνίας για εκεχειρία στη Γάζα παρουσίασαν οι ΗΠΑ
- Το μπαρ, οι Ουκρανοί και ένα νοικιασμένο γιοτ: Η πραγματική ιστορία του σαμποτάζ στον Nord Stream