«Μηδενίζεται πλέον ο κίνδυνος υλοποίησης των business plans που έχουμε υποσχεθεί στην επενδυτική κοινότητα για την επόμενη 3ετία» απάντησε κορυφαίος τραπεζίτης στο ερώτημα της «Α» για τα οφέλη των τραπεζών από την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική κατηγορία και από την Moody’s.
Τα χαμόγελα στα τραπεζικά επιτελεία περισσεύουν τις τελευταίες ημέρες μετά την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική κατηγορία και από τον τελευταίο οίκο αξιολόγησης που παρακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και ήδη έχουν αρχίσει να υπολογίζουν τα οφέλη που θα καταγράψει το εγχώριο πιστωτικό σύστημα.
Υπενθυμίζεται ότι η Moody’s επανάφερε την περασμένη Παρασκευή, μετά από 15 χρόνια, το αξιόχρεο του ελληνικού δημοσίου σε επενδυτική βαθμίδα για να ακολουθήσουν και οι ανάλογες αναβαθμίσεις και για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Η ίδια πηγή εκτιμά ότι η επενδυτική βαθμίδα της Moody’s μπορεί να φέρει μέχρι και 10 δισ. ευρώ επιπλέον σε επενδυτικές τοποθετήσεις ξένων κεφαλαίων, σε ομόλογα και μετοχές και μόνιμη μείωση πάνω 100 μονάδες βάσης στα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών, με τραπεζικά ομόλογα η οποία έχει ήδη ξεκινήσει.
Από την περασμένη Δευτέρα, μετά την αναβάθμιση από τη Moody’s, η αξία των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ξεπέρασε κατά μέσο όρο τα 200 εκατ. ευρώ, παρά τα γνωστά τεχνικά προβλήματα.
Ταυτόχρονα οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών παραμένουν φθηνότερες από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, καθώς οι μετοχές του ανταγωνισμού διαπραγματεύονται με τιμές προς λογιστική αξία 1,30-1,40. Μάλιστα φέτος παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν φθηνότερες, εντούτοις παρακολουθούν το ευρωπαϊκό ράλι αποδόσεων και πρωταγωνιστούν, δίνοντας την εικόνα αναγεννημένης αγοράς.
Τα οφέλη της Moody’s
Τραπεζικοί αναλυτές επιβεβαιώνουν τις πρώτες εκτιμήσεις των τραπεζιτών, σύμφωνα με τις οποίες η αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών θα συμβάλλει καθοριστικά στον περιορισμό των κινδύνων υλοποίησης των επιχειρησιακών τους σχεδίων και ταυτόχρονα θα ενισχύσει τις προοπτικές για διατήρηση της κερδοφορίας τους στα πολυετή υψηλά της τελευταίας τριετίας.
Μάλιστα οι ίδιες πηγές δεν αποκλείουν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να καταφέρουν ακόμη και να υπερβούν τους στόχους των τριετών business plans που έθεσαν υπ’ όψιν της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στο τέλος Φεβρουαρίου.
Για παράδειγμα στην οργανική κερδοφορία, οι αναβαθμίσεις αναμένεται να επιδράσουν θετικά καθώς θα περιορίσουν τις αναμενόμενες πιέσεις στα επιτοκιακά έσοδα λόγω της συνεχιζόμενης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Μια ακόμη ιδιαίτερα θετική συνέπεια θα προκύψει από την περαιτέρω μείωση του κόστους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από τις αγορές, για την κάλυψη των αναγκών τους, τόσο σε κεφάλαια, στο πλαίσιο της οδηγίας για την μείωση των MREL δεικτών, όσο και σε ρευστότητα.
Ήδη στα dealing rooms των τραπεζών ετοιμάζονται για τις επόμενες εκδόσεις ομολόγων που σε μεγάλο βαθμό θα αξιοποιηθούν για την αποπληρωμή τίτλων που είχαν εκδοθεί κατά τη διετία 2023 – 2024 με σαφώς υψηλότερα – σε σχέση με τα τωρινά – κουπόνια, λόγω της ανόδου των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ. Έτσι οι τραπεζικοί ισολογισμοί θα πάρουν μεγάλη «ανάσα» στο ευαίσθητο κονδύλι των εξόδων για τόκους.
Η πραγματική οικονομία
Εκτός από την θωράκιση των τραπεζικών ισολογισμών η αναβάθμιση της Moody’s φέρνει ουσιαστικά οφέλη και για την πραγματική οικονομία, καθώς οι τράπεζας από την στιγμή που θα εξασφαλίσουν φθηνότερη ρευστότητα θα μπορέσουν να προσφέρουν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ελκυστικότερα δανειακά προγράμματα.
Το όφελος είναι αμφίδρομο καθώς η βελτίωση των όρων διάθεσης των χρηματοδοτικών προϊόντων θα οδηγήσει στην τόνωση της ζήτησης από επιχειρήσεις και νοικοκυριά – ιδιαίτερα των τελευταίων που παραμένει εδώ και χρόνια στο ψυγείο.
Η ενίσχυση της ζήτησης θα επιταχύνει τους ρυθμούς της πιστωτικής επέκτασης που είναι το μεγάλο ζητούμενο για τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα στην προσπάθεια τους να συνεχίσουν σε περιβάλλον πτωτικών επιτοκίων, να επιτυγχάνουν υψηλά κέρδη ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τους μετόχους τους.
Το turn around story
Η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα από όλους τους οίκους αξιολόγησης κλείνει ένα «μαύρο κεφάλαιο» στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος.
Προκειμένου η Ελληνική οικονομία να βρεθεί σε κατάσταση να επιτύχει και πάλι πρωτογενή πλεονάσματα και να δει το δημόσιο χρέος να ξεκινήσει να αποκλιμακώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, απαιτήθηκαν τις προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Παράλληλα χρειάστηκε και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η οποία αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την επενδυτική βαθμίδα.
Οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες μετά από ένα πολυετή μετασχηματισμό κατάφεραν να βελτιώσουν όλους τους κρίσιμους χρηματοοικονομικούς δείκτες, πολλοί από τους οποίους είναι καλύτεροι πλέον σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Όταν ξεκίνησαν την μεγάλη αυτή προσπάθεια, πριν από περίπου 10 χρόνια, είχαν να αντιμετωπίσουν το βουνό των κόκκινων δανείων, τους εξαιρετικά χαμηλούς δείκτες ρευστότητας μετά τα πολλαπλά κύματα εκροών στις καταθέσεις, την σχεδόν οριακή κεφαλαιακή επάρκεια με το μεγαλύτερο μέρος τους να αποτελείται από αναβαλλόμενο φόρο και τα αναιμικά καθαρά αποτελέσματα λόγω των αναπόφευκτων ζημιών που προκαλούσε η ανάγκη για σχηματισμό υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Η εικόνα αυτή ανήκει – ας ελπίσουμε – οριστικά στο παρελθόν καθώς μια γρήγορη ματιά στα οικονομικά αποτελέσματα του 2024 δείχνει:
- Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να έχουν υποχωρήσει χαμηλότερα του 3% επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου και αναμένεται να πέσουν την επόμενη τριετία κάτω από το 2% κατά μέσο όρο.
- Τους δείκτες ρευστότητας να είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, καθώς η καταθετική βάση αυξάνεται σε μόνιμη βάση από το 2018, ενώ οι αγορές είναι πλέον απολύτως ανοιχτές.
- Τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώνονται αρκετές μονάδες βάσης πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις του SSM, σε σημείο που επιτρέπουν τα αξιοποίηση των μαξιλαριών και για εξαγορές.
- Το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα ίδια κεφάλαια να έχει συρρικνωθεί σημαντικά και αναμένεται μέχρι τις αρχές του 2030 να έχει ουσιαστικά μηδενιστεί.
- Τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων μεγαλύτερων ομίλων της χώρας την τριετία 2022 – 2024 να έχουν διαμορφωθεί στην περιοχή των 11,5 δισ. ευρώ, ενώ άνοιξε πλέον ορθάνοιχτα μετά από 16 χρόνια ο δρόμος για την διανομή μερίσματος στους μετόχους.