Η πανδημία COVID-19 οδήγησε σε πρωτοφανή κλυδωνισμό τις οικονομίες. Τα διάφορα μέτρα που θεσπίστηκαν από τις κυβερνήσεις με σκοπό την ανάσχεση της πανδημίας, όπως τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, οι περιορισμοί των μετακινήσεων, η αναστολή της λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων κ.λπ., είχαν εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στα βασικά οικονομικά μεγέθη.

Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), αρνητικές πιέσεις αναμενόταν να ασκηθούν και στο χρηματοπιστωτικό κλάδο, ιδιαιτέρως στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, στην κερδοφορία και στη ρευστότητα των τραπεζών, με επακόλουθο να περιοριστεί η ικανότητά τους να παρέχουν επαρκή χρηματοδότηση στην πραγματική οικονομία.

Για το μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, κατέστη αναγκαία η λήψη μέτρων σε δημοσιονομικό, νομισματικό και εποπτικό επίπεδο. Τα μέτρα περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, επιδοτήσεις μισθών, αναστολή πληρωμής φορολογικών υποχρεώσεων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης,καθώς και άμεση ή έμμεση χρηματοδοτική στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης των επιχειρήσεων

Ειδικότερα, όσον αφορά τα μέτρα που υλοποιήθηκαν με σκοπό τη χρηματοδοτική στήριξη των επιχειρήσεων στη χώρα μας, διακρίνονται οι εξής τύποι παρεμβάσεων πολιτικής:

α) εγγυοδοσία,

β) συγχρηματοδότηση,

γ) χρηματοδότηση,

δ) επιχορήγηση και

ε) αναστολή πληρωμών.

Στα προγράμματα εγγυοδοσίας, διατίθενται δημόσιοι πόροι με σκοπό την εγγύηση τραπεζικών δανείων ή πιστωτικών γραμμών. Καθώς το Δημόσιο αναλαμβάνει μέρος του πιστωτικού κινδύνου που αναλογεί στα πιστωτικά ιδρύματα, τα τελευταία υποχρεώνονται να μειώσουν τις απαιτήσεις τους για εμπράγματες εξασφαλίσεις από τους δανειολήπτες.

Στα μέτρα συγχρηματοδότησης και χρηματοδότησης, μέρος ή σύνολο του δανείου αντιστοίχως χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους με ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης, οι οποίοι μεταφράζονται σε χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού για τις επιχειρήσεις και ενίοτε σε απαλλαγή από την εισφορά του ν. 128/1975.

Οι επιχορηγήσεις αποτελούν προσφορά κεφαλαίων χωρίς απαίτηση επιστροφής τους (π.χ. άμεσες μεταβιβάσεις ή αποζημιώσεις), ενώ στο πλαίσιο των μέτρων αναστολής πληρωμών δίνεται η δυνατότητα στους δανειστές να αναβάλουν την καταβολή των δανειακών τους υποχρεώσεων, γεγονός που ισοδυναμεί με προσωρινή αύξηση των ταμειακών τους αποθεμάτων ή των καταθέσεών τους.

Εναλλακτικά, τα προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης δύνανται να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με το δίαυλο μετάδοσής τους σε:

α) εργαλεία τα οποία κινητοποιούνται διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπό την αιγίδα ενός αναπτυξιακού φορέα, π.χ. της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας,

β) εργαλεία τα οποία κινητοποιούνται διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος χωρίς τη συμμετοχή αναπτυξιακού φορέα και

γ) εργαλεία που δεν απαιτούν τη διαμεσολάβηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η διάκριση των διαύλων μετάδοσης επιτρέπει να αναγνωριστούν οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τη δυνατότητα μόχλευσης, ανακύκλωσης ή απορρόφησης των πόρων και ακολούθως να αξιολογηθεί κατά πόσον επιτυγχάνεται βελτιστοποίηση της προσφοράς τους.

Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19 και Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙ

Στα σημαντικότερα προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης των επιχειρήσεων που λειτούργησαν το 2020 συγκαταλέγεται το “Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19”. Με πόρους του Ταμείου, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα εγγυάται σε κάθε συνεργαζόμενο πιστωτικό ίδρυμα έως και το 80% της ονομαστικής αξίας κάθε επιχειρηματικού δανείου που υπάγεται στο εν λόγω χρηματοδοτικό εργαλείο.

Το ύψος των εγγυήσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40% της αξίας του χαρτοφυλακίου που διαθέτει κάθε τράπεζα με εγγυημένα δάνεια προς ΜΜΕ και το 30% της αξίας του χαρτοφυλακίου των εγγυημένων δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις.

Τα χορηγούμενα δάνεια έχουν μέγιστη διάρκεια 5 έτη και προορίζονται για την κάλυψη αναγκών κεφαλαίου κίνησης. Ακολούθως, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να περιορίζουν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις που απαιτούν από τις δανειολήπτριες επιχειρήσεις έναντι της παροχής των εν λόγω πιστώσεων.

Οι εγγυήσεις αφορούν μόνο νέες χρηματοδοτήσεις, δηλ. δεν επιτρέπεται η λήψη δανείου για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων.Το Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙ (ΤΕΠΙΧ ΙΙ) συνιστά εργαλείο συγχρηματοδότησης με προκαθορισμένο σχήμα μεταξύ Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ειδικότερα, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα συνεισφέρει το 40% της ονομαστικής αξίας των δανείων προς πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.Η συνεισφορά της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας στη χρηματοδότηση είναι άτοκη κατά τα δύο πρώτα έτη του δανείου, όφελος το οποίο μετακυλίεται στη δανειολήπτρια επιχείρηση και μεταφράζεται σε χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού έναντι των κοινών τραπεζικών πιστώσεων.

Σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία, το 2020 οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων τα οποία κάλυψε το εγγυοδοτικό εργαλείο ανήλθαν σε 4,6 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 2,5 δισεκ. ευρώ αφορούσαν επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους και αυτοαπασχολουμένους.

Αντίστοιχα, οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων υπό την αιγίδα του προγράμματος συγχρηματοδότησης προσέγγισαν τα 1,8 δισεκ. ευρώ. Συνολικά, τα δύο προαναφερόμενα εργαλεία στήριξαν το 2020 εκταμιεύσεις τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων ονομαστικής αξίας 6,4 δισεκ. ευρώ.

Η συμβολή των προγραμμάτων στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων το προηγούμενο έτος ήταν καθοριστική, καθώς οι εν λόγω εκταμιεύσεις αποτέλεσαν το 70% της ακαθάριστης ροής νέων πιστώσεων προς ελεύθερους επαγγελματίες, πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιπροσθέτως το 21% της ακαθάριστης ροής νέων πιστώσεων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Οι όροι χρηματοδότησης υπήρξαν ευνοϊκοί σε σύγκριση με τις κοινές τραπεζικές πιστώσεις και μεταφράζονται σε μειωμένες απαιτήσεις για εξασφαλίσεις και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Έως το τέλος του έτους είχαν διατεθεί σχεδόν τα 3/4 των υπό διάθεση πόρων, εξέλιξη που καταδεικνύει αφενός την ισχυρή ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων και αφετέρου την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των δημόσιων πόρων εκ μέρους των διαμεσολαβούντων ιδρυμάτων.

Πρόγραμμα αναστολής πληρωμής δανειακών υποχρεώσεων (“moratoria”)

Αξιόλογη συμβολή στην ενίσχυση της ρευστότητας των εγχώριων επιχειρήσεων είχε το πρόγραμμα προσωρινής αναστολής πληρωμής δανειακών υποχρεώσεων. Πρόκειται για καθεστώς αναβολής πληρωμής τόκων και χρεολυσίων τραπεζικών δανείων με δικαιούχους φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επλήγησαν από την πανδημία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, το μέγιστο ποσό των δανείων που βρέθηκαν σε καθεστώς αναστολής πληρωμών από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε 27,6 δισεκ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση. Το Δεκέμβριο του 2020, το υπόλοιπο των δανείων αυτών ήταν περίπου 4 δισεκ. ευρώ, καθώς η περίοδος αναστολής είχε λήξει για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους.

Οι αναστολές πληρωμών, οι οποίες αποτελούσαν περίπου το 1/5 των συνολικών ενήμερων δανείων, αφορούσαν στην πλειονότητά τους (άνω του 50%) δάνεια προς επιχειρήσεις κυρίως πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Οι κλάδοι τους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως αυτοί της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.