Πριν από λίγες μέρες, το ΥΠΕΘΟ κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Draft Budgetary Plan (DBP) 2025, το οποίο και περιλαμβάνει τα δημοσιονομικά μεγέθη των ετών 2024 και 2025, όπως αποτυπώθηκαν στο Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2025 που κατατέθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2024 στην Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.

Παράλληλα, στο DBP περιλαμβάνονται όλα τα δημοσιονομικά μέτρα όπως εξαγγέλθηκαν το προηγούμενο διάστημα και έχουν αποτυπωθεί στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2025, ενώ παρατίθενται αναλυτικά και οι υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με τις Ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Ουσιαστικά, επιβεβαιώνεται ότι ο στόχος για διατήρηση των πρωτογενών δαπανών εντός των ορίων που τίθενται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028 είναι εφικτός.

Στην σχετική αξιολόγηση του DBP, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει ότι, οι παραδοχές που έχουν γίνει για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις (ανάπτυξη για το 2024 2,2% και για το 2025 2,3% και πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ και 2,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα) είναι συνεπείς με τους στόχους για δημοσιονομική σταθερότητα. Προβλέπεται το χρέος της γενικής κυβέρνησης να μειωθεί από 153,7% του ΑΕΠ το 2024 σε 149,1% του ΑΕΠ το 2025 και το δημοσιονομικό έλλειμμα από 1% σε 0,6%, αντίστοιχα.

Οι πρωτογενείς δαπάνες δεν αναμένεται να ξεπεράσουν το 2,6% για το 2024 και 3,6 % για το 2025 (τιμή αναφοράς 3,7%). Οι παραπάνω προβλέψεις είναι ευθυγραμμισμένες με το Μεσοπρόθεσμο Σχεδιασμό για το 2025- 2028 και το Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2025. Η δημοσιονομική βελτίωση που προβλέπεται για το 2025 υποστηρίζεται από την ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος, την αναπτυξιακή δυναμική, την πτώση του πληθωρισμού και της ανεργίας, την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος.

 

Γεωπολιτική, ανάπτυξη και φυσικές καταστροφές

Ωστόσο, το ΕΔΣ επισημαίνει και τους κινδύνους που περικλείουν την ελληνική οικονομία, όπως:

(α) Η συνεχώς αυξανόμενη γεωπολιτική κρίση με πιθανές απρόβλεπτες πιέσεις στις μεταναστευτικές ροές, τις τιμές ενέργειας, τον τουρισμό, τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και τις στρατιωτικές δαπάνες
(β) Η βαθύτερη επιβράδυνση της ανάπτυξης στις βόρειες ευρωπαϊκές οικονομίες, με μείωση των εξαγωγικών εσόδων, του τουρισμού, των άμεσων ξένων επενδύσεων, της εμπιστοσύνης καταναλωτών και επιχειρήσεων.
(γ) Οι φυσικές καταστροφές, που συχνά οδηγούν σε απρόβλεπτες δαπάνες.
(δ) Οι ακαμψίες των αγορών προϊόντων και εργασίας, που επηρεάζουν την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.

Το ΕΔΣ καταλήγει ότι αποτελεί προτεραιότητα η επιτάχυνση της υλοποίησης των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των αγορών και τη βελτίωση της παραγωγικότητας ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις θετικές προοπτικές στην εξέλιξη των μισθών.

Παραμένει η σημαντική πρόκληση του σχεδιασμού και της αποτελεσματικής εφαρμογής στοχευμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για εκείνους που έχουν ανάγκη, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική σταθερότητα.

Η εξέλιξη της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων

Οι θετικές προοπτικές

Από την πλευρά του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) στη δική του ανάλυση υπογραμμίζει ότι, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές για το 2024 και το 2025, και αναμένουμε η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ευρωζώνη συμβάλλοντας στην περαιτέρω σύγκλιση του κατά κεφαλή εισοδήματος της χώρας μας με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ειδικότερα, η πρόσφατη τόνωση των επενδύσεων μέσω του ΤΑΑ σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη ισχυρή αύξηση της τουριστικής κίνησης αναμένεται να δώσουν ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα για το 2024. Είναι σημαντικό μέσω της σχεδιαζόμενης βιομηχανικής πολιτικής να στηριχθεί με κατάλληλα κίνητρα ο τομέας της μεταποίησης υψηλής τεχνολογίας και εξαγωγών, που δημιουργεί υψηλή προστιθέμενη αξία για το σύνολο της οικονομίας.

Για το 2025, η συνεχιζόμενη απόσυρση της νομισματικής σύσφιγξης από την ΕΚΤ, οι πρόσφατες αναβαθμίσεις των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που αντανακλούν τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, σε συνδυασμό με την παράλληλη εισαγωγή του πέμπτου τραπεζικού πόλου, αναμένεται να βελτιώσουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε φθηνότερο δανεισμό.

Αυτό, σε συνδυασμό με το σχεδιαζόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών που εισάγει κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, εφόσον υιοθετηθούν, δημιουργεί προϋποθέσεις για επίτευξη οικονομιών κλίμακας που ευνοούν την παραγωγικότητα, τον σημαντικότερο παράγοντα για ισχυρή οικονομική ανάπτυξη μακροχρόνια αλλά και παράγοντα συγκράτησης των τιμών προς όφελος των καταναλωτών.

Σημαντικό είναι επίσης να βρεθεί συνολική ευρωπαϊκή λύση για το υψηλό ενεργειακό κόστος που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής και κατ’ επέκταση ελληνικής βιομηχανίας έναντι των βασικών εμπορικών της εταίρων, κυρίως των ΗΠΑ και της Κίνας.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η τράπεζα Eurobank, σύμφωνα με την οποία, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2025-2028 (ΜΠΔΣ 2025-28) και το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2025 στοχεύουν στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, παρά τις παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις.

Η ελληνική οικονομία αναμένεται να επιδείξει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και μείωση της ανεργίας, ενώ ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά, συμβάλλοντας στην ευθυγράμμιση με τον στόχο της ΕΚΤ.

Η δημοσιονομική πολιτική επικεντρώνεται στη σταδιακή μείωση του χρέους και στη διασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων, υποστηριζόμενη από στοχευμένες επενδύσεις μέσω των ευρωπαϊκών πόρων και του ΤΑΑ. Παράλληλα, εφαρμόζονται μέτρα για την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, την ενίσχυση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση των δημογραφικών και στεγαστικών προκλήσεων, εντός των ορίων που θέτει το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε.

Σύμφωνα με το Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2025, η στρατηγική δανεισμού για το 2025 θα είναι περιορισμένη, με έμφαση στη μείωση του κόστους δανεισμού και την ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές. Τέλος, η επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης υψηλότερων από τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2025-2028, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2026-2028, θα μπορούσε να διευρύνει τα περιθώρια για πρόσθετες δράσεις ενίσχυσης των επενδύσεων και γενικότερα στήριξης της οικονομίας.

Alpha Bank: Ανθετική η ελληνική οικονομία στις αντίξοες διεθνείς συνθήκες

Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη

Προς το παρόν, και σύμφωνα με τις προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να εμφανίζει σημαντικούς θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και την περίοδο 2025-2028. Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης εκτιμάται στο 2,2% το 2024 και αναμένεται στο 2,3% και 2,0% το 2025 και το 2026 αντίστοιχα. Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης αναμένεται στο 1,5% και 1,3% το 2027 και το 2028 αντίστοιχα.

Ο ρυθμός μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται στο 1,7% το 2024 (από 1,8% το 2023) και αναμένεται χαμηλότερα στο 1,6% το 2025 αντικατοπτρίζοντας την σταθεροποίηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή οι επενδύσεις παγίων, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 6,7% το 2024 (από 4,0% το 2023) ενώ αναμένεται στο 8,4% το 2025, υποβοηθούμενος από τις επενδύσεις του ΤΑΑ.

Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό ισοζύγιο, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 4,2% το 2024 (από 3,7% το 2023) και αναμένεται να αυξηθούν κατά 4,0% το 2025. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 3,8% το 2024 (από 2,1% το 2023) ενώ αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6% το 2025.

Ειδικά σε ότι αφορά στις επενδύσεις, στην ανάλυσή της η τράπεζα Eurobank επισημαίνει ότι, για την περίοδο 2025-2028, αυτές εστιάζουν στην πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση, την ενίσχυση των υποδομών και την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Μεταξύ άλλων εδώ περιλαμβάνονται έργα όπως η ενεργειακή αναβάθμιση, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο εκσυγχρονισμός των μεταφορικών υποδομών, και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού και υγειονομικού συστήματος.Συγκεκριμένα, ο προϋπολογισμός των δημοσίων επενδύσεων κατανέμεται ως εξής το 2025:

Τα κεφάλαια του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) προβλέπονται στα €2,75 δισ., ενώ οι συγχρηματοδοτούμενες επενδύσεις (εθνικοί πόροι + πόροι από ΕΣΠΑ 2021-2027) αναμένεται να ανέλθουν στα €6,45 δισ. Οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια από το ΤΑΑ εκτιμώνται συνολικά σε €5,14 δισ. και €4,92 δισ. αντίστοιχα ενώ οι εκταμιεύσεις από τα δάνεια του ΤΑΑ αναμένονται στα €4,62 δισ. Συνολικά τα κεφάλαια που αναμένονται να εισρεύσουν στην οικονομία ανέρχονται σε €18,95 δισ. (=2,75+6,45+5,14+4,62).

Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) στην ελληνική οικονομία προβλέπεται να είναι σημαντικές, εφόσον υλοποιηθούν πλήρως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μέχρι το τέλος εφαρμογής του ΤΑΑ και υπάρξει δέσμευση ως προς την μη-αναστροφή των ήδη εφαρμοσθέντων δράσεων, τα επόμενα χρόνια.

Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,5% έως το 2040, κυρίως μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας και των επενδύσεων και 4,0% έως το 2040, εξαιτίας της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Τράπεζες: Στο θεό το spread επιτοκίων – Πλασάρουν τώρα αμοιβαία, με δέλεαρ ετήσιο μέρισμα!

Η δημοσιονομική πορεία

Από κει και πέρα, η δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας για την περίοδο 2025-2028 επικεντρώνεται στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, στη σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους και στην τήρηση των κανόνων του νέου δημοσιονομικού πλαισίου της Ε.Ε. Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο εκτιμάται στο 2,4% του ΑΕΠ το 2024 (από 1,9% το 2023) και αναμένεται να φτάσει το 2,5% το 2025.

Την περίοδο 2026-2028, το πρωτογενές ισοζύγιο προβλέπεται να παραμείνει σταθερό στο 2,4% ετησίως. Αντίστοιχα, το διαρθρωτικό ισοζύγιο αναμένεται να μειωθεί από το -1,5% του ΑΕΠ το 2024 στο -1,3% το 2028 και το πρωτογενές διαθρωτικό ισοζύγιο αναμένεται να αυξηθεί από το 1,9% του ΑΕΠ στο 2,3% του ΑΕΠ το 2028. Η σχετική σταθερότητα του διαρθρωτικού ισοζυγίου δείχνει την δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης περί συνέχισης της σταθεροποιητικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Επιπλέον, η μέση ετήσια αύξηση των δαπανών που περιγράφεται συνεπάγεται ετήσια αύξηση κατά 3,5 δισ. ευρώ περίπου. Με δεδομένες τις προβλέψεις για λειτουργικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες του δημοσίου καθώς και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δαπάνες του εξοπλιστικού προγράμματος, η πορεία των δαπανών δημιουργεί ένα περιθώριο μέχρι 1 δισ. ευρώ ανά έτος, προκειμένου να διατεθούν για μέτρα πολιτικής και επενδύσεις με βάση το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που περιγράφεται στο ΜΔΣ.

Αυτό συνεπάγεται ότι ενδεχόμενες μελλοντικές υπερβάσεις εσόδων θα διοχετεύονται αποκλειστικά προς την μείωση του δημοσίου χρέους.

Σύμφωνα με το ΜΠΔΣ 2025-2028 εξασφαλίζεται επίσης η περαιτέρω μείωση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί από το 153,7% του ΑΕΠ το 2024 (έναντι 161,9% το 2023) στο 149,1% το 2025, 143,1% το 2026, 138,0% το 2027 και 133,4% το 2028.6,7.

Σύμφωνα με την Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (ΑΒΧ) και το Βασικό Σενάριο του ΜΠΔΣ 2025-2028 (Σενάριο Α), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2024 και 2025 και κατά μέσο όρο 5,1 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως έως το 2028, με τον ρόλο του πληθωρισμού να εξασθενεί σταδιακά και συνεπώς τον ρόλο της διαφοράς πραγματικού ρυθμού μεταβολής ΑΕΠ και επιτοκίου να εξασθενεί σταδιακά.

Στα επόμενα 10 έτη, ο λόγος χρέους συνεχίζει να μειώνεται, φτάνοντας στο 114,9% του ΑΕΠ το 2038, με μέση ετήσια μείωση 1,85 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στο πρωτογενές πλεόνασμα και τις προσαρμογές ροών-αποθεμάτων (stock-flow adjustment).

Δυσοίωνες προβλέψεις από το ΔΝΤ: Ύφεση, περίοδος πολιτικής και κοινωνικής αβεβαιότητας

Οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι

Την ίδια ώρα, όμως, υπάρχουν και παράγοντες που ενδέχεται να αποτελέσουν πιθανούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα.

Καταρχήν το ΓΠΚΒ σημειώνει ότι, το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει ευμετάβλητο. Οι εκλογές στις ΗΠΑ και η αναζωπύρωση των γεωπολιτικών εντάσεων αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις παραμένουν.

Η χώρα έχει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό ενώ καλείται να διαχειρισθεί και τις μελλοντικές συνέπειες στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό από την κλιματική αλλαγή. Επίσης, το δημογραφικό πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, καθώς σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με την παραγωγικότητα της οικονομίας και κατ’ επέκταση διαμορφώνει τις συνθήκες για μακροχρόνια ανάπτυξη.

Για τους λόγους αυτούς, απαιτείται να εκλείψουν οι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και να παγιωθεί η δυναμική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

Στην ανάλυση της τράπεζας Eurobank, απαριθμούνται οι παράγοντες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αναχώματα στην ανοδική τροχιά της ελληνικής οικονομίας:

• Η παράταση ή/και κλιμάκωση των συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή: Η συνέχιση ή επιδείνωση του πολέμου στην Ουκρανία και/ή στη Μέση Ανατολή μπορεί να προκαλέσει νέο ενεργειακό σοκ προσφοράς και να αυξήσει την αβεβαιότητα στις αγορές.
• Η καθυστέρηση στη μείωση επιτοκίων: Η μη έγκαιρη μείωση των επιτοκίων μπορεί να επιβαρύνει τον ρυθμό ανάπτυξης.
• Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας: Νέες αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών ενδέχεται να επιδεινώσουν το κόστος ζωής και να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη.
• Οι πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή του ΤΑΑ και των μεταρρυθμίσεων: Καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων του ΤΑΑ καθώς και των εθνικών μεταρρυθμίσεων θα προκαλέσουν αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί στο ΜΠΔΣ 2025-2028 ενώ παράλληλα δεν θα επιτρέψουν την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
• Τα πολιτικά ή/και διοικητικά εμπόδια: Καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, λόγω πολιτικών ή διοικητικών εμποδίων, ενδέχεται να επιβαρύνουν την αποτελεσματική υλοποίηση των προγραμματισμένων έργων και δράσεων.
• Οι εξωτερικές ανισορροπίες: Η διατήρηση ανισορροπιών στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
• Οι κλιματικοί κίνδυνοι: Η ενίσχυση των κλιματικών κινδύνων και των φυσικών καταστροφών ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγικότητα και τις υποδομές.

Διαβάστε ακόμη: