Το πετρέλαιο παραμένει διαχρονικά ένα αξιόπιστο βαρόμετρο γεωπολιτικών εντάσεων, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε κρίση μεταφράζεται αυτομάτως σε εκρηκτικές αυξήσεις τιμών. Παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις κυρώσεις στη Ρωσία και την αυστηροποίηση της αμερικανικής στάσης απέναντι στη Βενεζουέλα, οι προοπτικές των τιμών τους επόμενους μήνες φαίνεται να καθορίζονται από έναν πολύ πιο πεζό –αλλά ισχυρό– παράγοντα: την υπερπροσφορά.
Τα 1,3 δισ. βαρέλια που «πλέουν» στην αγορά
Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας αναλύσεων Kpler, περίπου 1,3 δισεκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη θάλασσα, μεταφερόμενα ή αποθηκευμένα σε δεξαμενόπλοια. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο όγκο από τον Απρίλιο του 2020, όταν η πανδημία είχε καταρρεύσει τη ζήτηση, και για επίπεδα περίπου 30% υψηλότερα από τον Αύγουστο.
Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι ότι 51 εκατ. βαρέλια παραμένουν αποθηκευμένα σε δεξαμενόπλοια για τουλάχιστον 20 ημέρες, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2023. Με απλά λόγια, η προσφορά δυσκολεύεται να βρει αγοραστές.
Όταν τα τάνκερ «κόβουν ταχύτητα»
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στη συμπεριφορά των δεξαμενόπλοιων. Η μέση ταχύτητα των φορτωμένων πλοίων υποχώρησε τον Δεκέμβριο στους 10 κόμβους, από 10,3 τον Νοέμβριο, καταγράφοντας τη χαμηλότερη επίδοση τουλάχιστον από το 2017. Όταν τα πλοία κινούνται πιο αργά, συνήθως δεν φταίει ο καιρός· φταίει η αδυναμία απορρόφησης της προσφοράς.
Ρωσία: κυρώσεις, αλλά όχι εξαφάνιση βαρελιών
Η αύξηση της πλωτής προσφοράς συνδέεται εν μέρει με την αυστηροποίηση των κυρώσεων κατά της Μόσχας. Οι θαλάσσιες μεταφορές ρωσικού αργού αυξήθηκαν έντονα, καθώς οι ασιατικοί αγοραστές εμφανίζονται πιο διστακτικοί να ξεφορτώσουν φορτία μετά τις νέες αμερικανικές κυρώσεις σε μεγάλους ενεργειακούς ομίλους.
Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι τα βαρέλια που τελούν υπό κυρώσεις δεν εξαφανίζονται. Συνήθως καταλήγουν στην αγορά μέσω ανάμειξης, μετονομασίας ή μεταφοράς από πλοίο σε πλοίο. Ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι κινεζικά και ινδικά διυλιστήρια αυξάνουν τις αγορές τους, πιθανότατα με σημαντικές εκπτώσεις.
Ουκρανία: μεγαλύτερη επίδραση στο ντίζελ
Μια ενδεχόμενη εκεχειρία στην Ουκρανία θα είχε περιορισμένη επίδραση στο αργό πετρέλαιο, αλλά σαφέστερο αποτύπωμα στην αγορά ντίζελ. Οι ρωσικές εξαγωγές ντίζελ έχουν μειωθεί περίπου κατά 10%, κυρίως λόγω επιθέσεων σε διυλιστήρια, γεγονός που εκτόξευσε τα περιθώρια κέρδους στην Ευρώπη.
Η αποκατάσταση των ρωσικών υποδομών θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές ντίζελ και να πιέσει τα περιθώρια διύλισης, χωρίς όμως να ανατρέψει την εικόνα της αγοράς αργού, όπου οι εξαγωγές παραμένουν σταθερές γύρω στα 3,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Βενεζουέλα: πολιτικός θόρυβος, μικρό ενεργειακό αποτύπωμα
Ακόμη και ένα σενάριο πλήρους ναυτικού αποκλεισμού των δεξαμενόπλοιων της Βενεζουέλας θα είχε περιορισμένη επίδραση στις παγκόσμιες τιμές. Οι απώλειες εκτιμώνται σε περίπου 500.000 βαρέλια την ημέρα – ποσότητα σημαντική για το καθεστώς Μαδούρο, αλλά σχεδόν αμελητέα σε μια παγκόσμια αγορά 100 εκατ. βαρελιών ημερησίως.
Η πραγματική απειλή: η υπερπροσφορά
Το κρίσιμο στοιχείο για το επόμενο διάστημα δεν είναι η γεωπολιτική ένταση, αλλά το ισοζύγιο προσφοράς–ζήτησης. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι το 2026 η προσφορά θα υπερβαίνει τη ζήτηση κατά 3,85 εκατ. βαρέλια την ημέρα, περίπου 4% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Ακόμη και αν οι εκτιμήσεις του ΟΠΕΚ εμφανίζονται πιο αισιόδοξες, βασίζονται στην υπόθεση ισχυρής αύξησης της ζήτησης – ένα σενάριο που δεν είναι δεδομένο.
Οι γεωπολιτικές κρίσεις συνεχίζουν να προκαλούν βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, όμως ο ρόλος τους στις τιμές του πετρελαίου έχει περιοριστεί. Αν δεν υπάρξει δραματική ανατροπή στη ζήτηση ή μεγάλη διακοπή της παραγωγής, η υπερπροσφορά είναι αυτή που θα καθορίσει το ταμπλό.
Με άλλα λόγια, το πετρέλαιο σήμερα φοβάται λιγότερο τους πολέμους και περισσότερο τα… γεμάτα δεξαμενόπλοια.