Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης οικονόμου, ξεκίνησε τη σημερινή ενημέρωση των πολτικών συντακτών με αναφορά στην έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που όπως είπε «ήταν αφιερωμένη στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά και στις συνέπειές της».
Ο κ. Οικονόμου τόνισε ότι «Ύστερα από μακρές συζητήσεις αποφασίστηκε τελικά το έκτο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας που ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνει επιβολή εμπάργκο -με ορισμένες εξαιρέσεις- στο ρωσικό πετρέλαιο που θα ‘χει ως αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα του 90% της ποσότητας που κατευθυνόταν προς την Ευρώπη.
Δόθηκε επίσης σαφής εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει προτάσεις αποσύνδεσης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος από τις τιμές του φυσικού αερίου». Εξήγησε ότι υπάρχει ρητή αναφορά στα συμπεράσματα και μέσα σ’ αυτές μπορεί να είναι ένα πλαφόν στην χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, κάτι το οποίο είχε εισηγηθεί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και βρίσκει ήδη πολύ ευρύτερη στήριξη μέσα στην ΕΕ.
Ακόμη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι στη συζήτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το repower eu προς αξιοποίηση αδιάθετων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για χρηματοδότηση της πράσινης ενεργειακής μετάβασης.
«Η Ελλάδα θα διεκδικήσει δυναμικά το μερίδιο που της αναλογεί από τους πόρους αυτούς όταν οριστικοποιηθεί η διαδικασία της κατανομής τους», τόνισε. Ακολούθως είπε ότι ταυτόχρονα διαπιστώθηκε η κοινή ανησυχία των ευρωπαίων ηγετών για το ότι σήμερα στην Ουκρανία βρίσκονται εγκλωβισμένοι πάνω από 20 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών εξαιτίας του ρωσικού αποκλεισμού της θαλάσσιας εξόδου μέσα από τη Μαύρη Θάλασσα. «Η Ελλάδα στηρίζει την πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών προκειμένου να βρεθεί λύση στο ζήτημα αυτό» που έχει και ανθρωπιστική διάσταση, όπως επεσήμανε.
Στη συνέχεια, ο Γιάννης Οικονόμου είπε ότι ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τους ομολόγους του για την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας όπως αυτή εκδηλώνεται τις τελευταίες εβδομάδες και ζήτησε -εφόσον η Τουρκία επιμείνει σε αυτήν την παράλογη αλλά και παράνομη, ανιστόρητη και απάγουσα από την διεθνή τάξη πρακτική- να συζητηθεί ξανά το θέα στο τακτικό Συμβούλιο Κορυφής, τον Ιούνιο, προκειμένου να υπάρξει ρητή και ξεκάθαρη καταδίκη της Τουρκίας στα συμπεράσματά του.
«Το τελευταίο το οποίο χρειάζεται η ευαίσθητη περιοχή μας σε καιρούς που δοκιμάζεται η διεθνής ειρήνη και η διεθνής σταθερότητα είναι ακόμα μια εστία έντασης, πράγμα που αναγνωρίζουν όλες οι σώφρονες φωνές παντού στον πλανήτη. Για αυτό και η χώρα μας απαντά πάντα στις προκλήσεις των γειτόνων με ψυχραιμία και με εθνική αυτοπεποίθηση αφού έχουμε το διεθνές δίκαιο με το μέρος μας, έχουμε του συμμάχους στο πλευρό μας αλλά και ισχυρή και ολοένα και πιο ενισχυμένη αποτρεπτική μας δυνατότητα να υπερασπιστούμε την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα», τόνισε.
Επεσήμανε ακόμη ότι αποτέλεσμα της παρέμβασης του πρωθυπουργού αλλά και της συνολικής μας στρατηγικής όλο τελευταίο διάστημα ήταν να έχουμε σειρά δηλώσεων καθαρής αποδοκιμασίας της Τουρκίας, από συμμάχους και εταίρους, και ανέφερε ενδεικτικά τη δήλωση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Και πρόσθεσε: «Χθες, Τετάρτη, μόλις μια μέρα μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Γερμανό καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης απομακρύνθηκε σαφώς από την γραμμή των ίσων αποστάσεων. Υπογράμμισε ότι δεν είναι αποδεκτή η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τόνισε ότι ο καγκελάριος έχει την άποψη ότι, δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης, είναι απαραίτητο όλοι οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ να είναι ενωμένοι και να απέχουν από προκλήσεις μεταξύ τους. Ανέφερε ακόμη ότι η παραβίαση στον ελληνικό εναέριο χώρο και η υπερπτήση πάνω από ελληνικά νησιά δεν είναι αποδεκτές ενέργειες. Είναι αντιπαραγωγικές και ενάντια στο πνεύμα της Συμμαχίας και πρόσθεσε ότιδεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των χωρών μελών της ΕΕ».
Στο σημείο αυτό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι «η εξωτερική πολιτική της χώρας μας είναι πολιτική συνέπειας, σταθερότητας και αρχών. Είναι πολιτική σεβασμού του διεθνούς δικαίου χωρίς αμφιθυμίες και κουτοπονηριές. Την ίδια στιγμή είμαστε ανυποχώρητοι σε θέματα που αφορούν την εθνική μας κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».
Τόνισε ακόμη ότι η Ελλάδα έχει καταστεί παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή και στις δηλώσεις στήριξης των συμμάχων μας αντικατοπτρίζεται και αυτή η πραγματικότητα.
Ακολούθως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε στις τιμές ρεύματος τον Μάιο επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα όπως και ολόκληρη η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με τις συνέπειες αλλεπάλληλων διεθνών κρίσεων. Τόνισε ότι η κυβέρνηση πήρε και εξακολουθεί να παίρνει αποφασιστικά μέτρα.
Εξήγησε μάλιστα για να είναι πιο ολοκληρωμένη η εικόνα ότι κάνει αναφορά στα στοιχεία της μηνιαίας έρευνας του Ευρωπαϊκού Δείκτη Τιμών Ενέργειας για τους Οικιακούς Καταναλωτές (HEPI) για τον Μάιο -όπως προκύπτουν από τιμοληψίες που έγιναν σε 33 πόλεις της Ευρώπης.
Αυτά, όπως είπε, καταδεικνύουν ότι η Αθήνα είχε χαμηλότερη τιμή ηλεκτρικού ρεύματος σε σχέση με το μέσο όρο του δείγματος αλλά και της ΕΕ κι αυτό λόγω των επιδοτήσεων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που προχώρησε η κυβέρνηση.
Πιο συγκεκριμένα, η τιμή της κιλοβατώρας στη χώρα μας ήταν στα 0,2377 ευρώ όταν ο μέσος όρος των 33 πόλεων στις οποίες έγιναν τιμοληψίες ήταν στα 0,2574 ευρώ και των 27 χωρών της ΕΕ στα 0,2717 ευρώ. Στην Αθήνα η τιμή της κιλοβατώρας ήταν υψηλότερη κατά 13% σε σχέση με τον Απρίλιο, αλλά παρέμεινε στις χαμηλές θέσεις ως προς το ύψος των τιμών και συγκεκριμένα βρέθηκε στη 16η θέση την τιμοληψία.
«Τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα και δείχνουν ότι ήδη αποδίδει το σχέδιό μας», τόνισε ο Γιάννης Οικονόμου.
Αναφέρθηκε επίσης στην αύξηση του κατώτατου μισθού καθώς και στη μείωση του ύψους των εισφορών της επικουρικής ασφάλισης από την 1η Ιουνίου από 6,5% σε 6% ισόποσα για εργοδότες και μισθωτούς. Η μείωση αυτή έρχεται σε συνέχεια της μείωσης κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που ψηφίστηκαν και εφαρμόζονται τα δύο προηγούμενο χρόνια (2020-2021).
Τέλος, ο κ. Οικονόμου υπογράμμισε ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ειδικά για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, ενώ το 2019 με βάση το μέγεθος το μέγεθος της φορολογίας η Ελλάδα βρισκόταν στην 14η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, το 2021 ανέβηκε στην 5η καλύτερη θέση και με τη σημερινή μείωση αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της κατάταξής της.