Έχουν περάσει 5 χρόνια από τότε που η Ινδία εισήγαγε τον Φόρο Αγαθών και Υπηρεσιών, και ενώ η είσπραξη εσόδων της κυβέρνησης έχει εκτοξευθεί, ορισμένοι αναλυτές λένε ότι μπορεί να είναι πολύ νωρίς για να το… γιορτάσει!

Η Ινδία —η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου με περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ΑΕΠ— κατάφερε να διπλασιάσει τη φορολογική της βάση από την εισαγωγή του ΦΠΑ τον Ιούλιο του 2017. Ενώ οι εισπράξεις αυτές έχουν αυξηθεί και η συμμόρφωση των φορολογούμενων βελτιώθηκε, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε οικονομική ανάπτυξη. Οι εισπράξεις του συγκεκριμένου φόρου αυξήθηκαν από περίπου 7,2 τρισεκατομμύρια ρουπίες, ή $90 δισ. το οικονομικό έτος 2017-2018 σε 14,8 τρισεκατομμύρια ρουπίες το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο του 2022, δείχνουν τα κυβερνητικά στατιστικά στοιχεία. Παρόλο που η είσπραξη εσόδων από το φόρο αγαθών και υπηρεσιών είναι υψηλότερη σε απόλυτες τιμές, ορισμένοι αμφισβητούν εάν η αύξηση των εισπράξεων θα διατηρηθεί.

Οι επιδόσεις της οικονομίας

«Ο φόρος αγαθών και υπηρεσιών δεν μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη. Αντίθετα, η ανάπτυξη ενισχύει τη συλλογή του φόρου. Έτσι, η μελλοντική συλλογή του φόρου θα εξαρτηθεί από τις επιδόσεις ανάπτυξης της ινδικής οικονομίας. Εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί περαιτέρω, τότε η συλλογή του εν λόγω φόρου θα επηρεαστεί αρνητικά», δήλωσε στο CNBC ο ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Observer Research Foundation με έδρα το Νέο Δελχί, Abhijit Mukhopadhyay. «Κάπως έχει προκύψει ένας γενικός κανόνας ότι αν η μηνιαία συλλογή του φόρου ξεπεράσει το 1 τρισεκατομμύριο ρουπίες, ή τα $12 δισ τότε είναι επιτυχία», είπε. Μεταξύ άλλων, ο αυξανόμενος πληθωρισμός είναι πιθανό να συγκρατήσει τη ζήτηση και να οδηγήσει σε χαμηλότερες εισπράξεις, είπε ο Mukhopadhyay. «Η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων και των τροφίμων έχει συμβάλει ουσιαστικά στη συλλογή του φόρου. Εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει να αυξάνεται, θα έχει τελικά μια επιβραδυντική επίδραση», συμπλήρωσε ο ίδιος.

Τι έχει επιτύχει ο φόρος

Ο φόρος αγαθών και υπηρεσιών — που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι — περιλάμβανε 17 τοπικές εισφορές όπως ειδικούς φόρους κατανάλωσης, φόρο υπηρεσιών και φόρο προστιθέμενης αξίας και 13 άλλες επιβαρύνσεις. Στο πλαίσιο του εθνικού φορολογικού καθεστώτος, αυτοί οι διαφορετικοί φόροι αντικαταστάθηκαν από τέσσερις δομές συντελεστών που κυμαίνονταν από 5% για βασικά είδη έως τον ανώτατο συντελεστή 28% για αυτοκίνητα και είδη πολυτελείας.