Μπορεί τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να έχουν αλλάξει σελίδα με την επιστροφή στην κερδοφορία, την εντυπωσιακή ώθηση που δέχθηκαν στα έσοδα χάρη στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, τη σημαντική μείωση των δεικτών NPEs και τις εκτιμήσεις των διοικήσεων για επιστροφή στη διανομή μερισμάτων έπειτα από πολλά χρόνια, ωστόσο ο κλάδος εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με σημαντικές ακόμη προκλήσεις και κινδύνους.

Τραπεζικοί αναλυτές επισημαίνουν πως η διατήρηση της κερδοφορίας, η περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων, οι επιπτώσεις της σύσφιγξης των χρηματοοικονομικών συνθηκών αλλά και η ψηφιοποίηση αποτελούν πλέον τα «μεγάλα στοιχήματα» που θα κληθούν διαχειριστούν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών τους επόμενους μήνες.

«Αναμφίβολα η πρόοδος που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας», τονίζει επικεφαλής συστημικής τράπεζας και προσθέτει ότι «οι ελληνικές τράπεζες στοχεύουν να επαναφέρουν τα μερίσματα το 2024, το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των NPEs βρίσκεται πλέον πίσω τους, το ελληνικό Δημόσιο έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα γεγονός θα διευρύνει το κοινό των επενδυτών για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ με τα αυξανόμενα επιτόκια οι ελληνικές τράπεζες αναβαθμίζουν σημαντικά τις εκτιμήσεις τους και επιτυγχάνουν πιο πειστικές αποδόσεις».

Ωστόσο, το επόμενο μεγάλο στοίχημα που έχουμε μπροστά μας είναι να πείσουμε την αγορά ότι η κερδοφορία μας βρίσκεται πλέον σε βιώσιμες και γερές βάσεις την ίδια στιγμή που θέλουμε να αξιοποιήσουμε μέρος της κεφαλαιακής επάρκειας που διαθέτουμε για να ανταμείψουμε τους μετόχους» καταλήγει η ίδια πηγή.

Υπερταμείο: Ετος σταθμός το 2021 για τις εταιρίες του

Καμπανάκια από ΤτΕ και SSM για τα NPEs

Ο πληθωρισμός, η άνοδος των επιτοκίων, το αυξανόμενο κόστος των μισθών και η απόσυρση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης που τέθηκαν σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της πανδημίας δημιουργούν ένα σκληρό οικονομικό περιβάλλον που αντικατοπτρίζει και την αύξηση των κόκκινων δανείων.

Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), παρά την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωσή του, παραμένει υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης και είναι αναγκαία η μείωσή του σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα.

Όπως προκύπτει από την ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 7,9% από 8,7% στα τέλη του 2022, με το υπόλοιπο για τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους να «αγγίζει» τα 11,7 δισ. ευρώ από 13,2 δισ. ευρώ.

Ειδικά για τις συστημικές τράπεζες το απόθεμα υπολογίζεται σε περίπου οκτώ δισ. ευρώ και συγκεκριμένα 1,1 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 2,1 δισ. ευρώ για τη Eurobank, δύο δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και 2,7 δισ. ευρώ για την Alpha Bank.

Όσον αφορά στη διάρθρωση των «κόκκινων» δανείων, αυτή έχει ως εξής: 66% επιχειρηματικά, 25% στεγαστικά και 9% καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης («unlikely to pay») και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες σχεδιάζουν περαιτέρω… τακτοποίηση των ισολογισμών τους μέσω οργανικών και μη λύσεων, όπως ρυθμίσεις, διαγραφές, αλλά και ρευστοποιήσεις, ενώ ψηλά στην ατζέντα τους παραμένουν, τόσο οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων, όσο και οι τιτλοποιήσεις. Σε μία προσπάθεια δε, να μετριάσουν τον όποιο αντίκτυπο από τη διατήρηση –επί μακρόν– των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα οι τράπεζες φέρεται να έχουν συμφωνήσει στη διατήρηση του πλαφόν στα στεγαστικά δάνεια, τα οποία, άλλωστε, είναι και τα πλέον επιρρεπή στις αναταράξεις.

Όσον αφορά στις μικρότερες τράπεζες, το «επαναλανσάρισμα» του «Ηρακλή» –έστω κι αν είναι αυστηρότερος και πιο ακριβός– είναι βέβαιο πως θα τις βοηθήσει να απαλλαγούν από σημαντικό όγκο «κόκκινων» δανείων.

Κόντρα στην αισιοδοξία των τραπεζιτών, πάντως, τα… καμπανάκια, τόσο από πλευράς της ΤτΕ, όσο και από τον Ευρωπαίο επόπτη, δεν σταματούν.

«Κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2023 παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. H στενή παρακολούθηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων είναι αναγκαία, καθώς το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας δύνανται να ασκήσουν αυξητικές πιέσεις στο δείκτη ΜΕΔ», σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ.

Εγρήγορση από πλευράς των τραπεζών ζητά και ο SSM, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, τα «κόκκινα» δάνεια ως μία πραγματικότητα, αφού «πάντοτε θα υπάρχουν δανειολήπτες, οι οποίοι θα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους».

Ειδικότερα, σε πρόσφατο άρθρο της το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Elizabeth McCaul, τονίζει χαρακτηριστικά: «Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι όταν τα ‘κόκκινα’ δάνεια συσσωρεύονται και παραμένουν άλυτα επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και απορροφούν πολύτιμους πόρους.Αυτό περιορίζει τελικά την ικανότητά τους να εκπληρώσουν τον σημαντικό ρόλο τους να παρέχουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις πρόσβαση σε πιστώσεις, καθώς τις εμποδίζει να χορηγούν νέα δάνεια. Στο τρέχον αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον πρέπει να παραμείνουμε συγκεντρωμένοι στη συνέχιση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην πρόληψη της συσσώρευσής τους εξαρχής».

ΕΚΤ: Προχωράει στο επόμενο στάδιο το ψηφιακό ευρώ

Το επενδυτικό κόστος της ψηφιοποίησης

Παράλληλα, οι αναλυτές εστιάζουν και στις ευκαιρίες αλλά και στους κινδύνους που φέρνει η ψηφιοποίηση για τις ελληνικές τράπεζες. Η μείωση του προσωπικού και των υποκαταστημάτων στην οποία έχουν προχωρήσει οι ελληνικές τράπεζες (κατά 29% και 32% σε μέσο όρο, αντιστοίχως) έχει βελτιώσει την αποτελεσματικότητά τους, γεγονός που θα υποστηρίξει την κερδοφορία τα επόμενα 2-3 χρόνια.

Η μεγαλύτερη χρήση ψηφιακών και τεχνολογικών υπηρεσιών θα ωφελήσει τις ελληνικές τράπεζες μειώνοντας το λειτουργικό κόστος και ενισχύοντας την εμπειρία για τους πελάτες, ενώ θα προσελκύσει επίσης μια νεότερη γενιά πελατών και θα κάνει τις ελληνικές τράπεζες πιο ανταγωνιστικές.

Ωστόσο, η ψηφιοποίηση θα επιφέρει υψηλότερο επενδυτικό κόστος και νέες προκλήσεις. Τα κέρδη αποδοτικότητας θα αντισταθμιστούν εν μέρει από το υψηλότερο κόστος επένδυσης στην τεχνολογία, ενώ οι τράπεζες θα πρέπει να διαχειριστούν προσεκτικά την ψηφιακή μετάβασή τους με τρόπο που να μην αυξάνει την έκθεσή τους σε κινδύνους προστασίας δεδομένων και κυβερνοασφάλειας.

Συνολικά οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντας την αυξημένη κερδοφορία, η οποία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Επίσης, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της διασύνδεσης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Πληθαίνουν ξανά τα μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα των τραπεζών

Αύξηση ζήτησης για δάνεια το 2024

Το 2023 υπό το βάρος της μεγάλης και απότομης ανόδου των επιτοκίων, χαρακτηρίστηκε από πρόωρες αποπληρωμές παρά για ζήτηση νέων δανείων, με αποτέλεσμα οι νέες εκταμιεύσεις να είναι «αναιμικές». Ωστόσο, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι η τάση αυτή πρόκειται να αλλάξει το 2024, με προσδοκίες για θετική πιστωτική επέκταση.

Η αναμενόμενη αύξηση των χορηγήσεων το 2024 συνδέεται με τις επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν στη χώρα και θα συμβαδίσει με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Όπως είπε στο επενδυτικό συνέδριο της Capital Link στη Νέα Υόρκη, ο πρόεδρος της Eurobank, Γιώργος Ζανιάς, υπάρχουν σημαντικοί αναπτυξιακοί παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν μεσοπρόθεσμα και περιλαμβάνουν τις πολλές μεταρρυθμίσεις που έγιναν κύρια κατά τη διάρκεια των μνημονίων, τις επενδυτικές ευκαιρίες που αναδείχτηκαν από την κρίση, το τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα το οποίο χρηματοδοτείται κύρια από ευρωπαϊκούς πόρους, τη δημοσιονομική συνέπεια και την σταδιακά βελτιούμενη αξιοπιστία της χώρας.

Όπως ανέφερε ο κ. Ζανιάς, οι πολύ καλές αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και η σταδιακή αναδιάρθρωση των προβληματικών δανείων από τους servicers θα δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στη ζήτηση για δάνεια. Εξάλλου, τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών αυτή τη στιγμή αντιστοιχούν μόνο στο 60% περίπου του ΑΕΠ.

Η επενδυτική ροή κεφαλαίων προς την Ελλάδα, καθώς αυτή έχει πλέον επανενταχθεί επιτυχώς στις επενδυτικές επιλογές σημαντικών διεθνών φορέων με μακροπρόθεσμη στόχευση, θα απαιτήσει και την υλοποίηση σημαντικών έργων τα οποία θα χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες.

Ο γενικός διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, Βασίλης Καραμούζης, ανέφερε ενδεικτικά στο συνέδριο της Capital Link ότι μέχρι το 2030 δρομολογούνται περίπου 190 έργα υποδομών σε οδικά δίκτυα, αεροδρόμια και λιμάνια, ύψους 28 δις ευρώ.

Συγκεκριμένα στο σκέλος της ψηφιακής μετάβασης είναι σε εξέλιξη έργα εκατοντάδων εκατομμυρίων για δίκτυα οπτικών ινών και datacenters, στον κλάδο των τουριστικών υποδομών απαιτούνται περαιτέρω επενδύσεις σε σύγχρονα και βιώσιμα τουριστικά καταλύματα, ενώ στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος βρίσκονται έργα τα οποία προάγουν την ενεργειακή αυτονομία της Ελλάδας με απώτερο στόχο την ανάδειξη της χώρας ως ενεργειακό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων δικτύων υποδομών για αποθήκευση και μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας φυσικού & υγροποιημένου αερίου, καθώς και έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αξιοποιώντας υφιστάμενες και νέες τεχνολογίες.

Κόκκινα δάνεια: Τα νέα που ήρθαν και τα παλιά, που έγιναν… καινούργια!

Ο ρόλος της ΕΑΤ

Κομβικό ρόλο για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα διαδραματίσει η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (HDB), παρέχοντας εργαλεία μετριασμού του κινδύνου και προσαρμοσμένες οικονομικές λύσεις που θα βοηθήσουν τις ΜμΕ να αναπτυχθούν.

Όπως ανέφερε ενδεικτικά, στο ίδιο συνέδριο, ο πρόεδρος και CEO της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, Γιώργος Ζαββός, τα εγγυοδοτικά προγράμματα και τα δάνεια συγχρηματοδότησης της HDB μειώνουν τα επιτόκια για τις ΜμΕ, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε κεφάλαια.

Σημειώνεται ότι τα τελευταία 3 χρόνια, 36.700 εταιρείες επωφελήθηκαν από τη χρηματοδότηση της HDB, λαμβάνοντας περισσότερα από 45.000 δάνεια, με αποτέλεσμα το υπό διαχείριση χαρτοφυλάκιο δανείων της τράπεζας να ξεπερνά τα 9,4 δισ. ευρώ.

Η στήριξη αυτή ευνόησε τη δημιουργία πάνω από 18.600 νέων θέσεων εργασίας, συμβάλλοντας στο ΑΕΠ της χώρας κατά 7,7 δισ. ευρώ.

Εθνική Τράπεζα: Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας του 2024 προμηνύεται ακόμα πιο ισχυρή

Οι απειλές για την οικονομία

Εκτός όμως από τις τράπεζες και η ελληνική οικονομία συνολικά θα βρεθεί το 2024 αντιμέτωπη με αρκετές προκλήσεις έχοντας, όμως, ως κληρονομιά το εξαιρετικά θετικό 2023, κατά τη διάρκεια του οποίου κατέφθασε η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ επιβεβαιώθηκε και η σταθερή υπεραπόδοση της ανάπτυξης έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης.

Στην τελευταία έκθεση της για το 2023 η Alpha Bank τονίζει ότι η νέα μεγάλη πρόκληση όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η επίδραση φυσικών καταστροφών στα μακροοικονομικά μεγέθη και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων. Με δεδομένο το πλήγμα που δέχθηκε η χώρα από τα ακραία φυσικά φαινόμενα, οι αναλυτές της τράπεζες σημειώνουν ότι υπάρχουν κάποια βασικά βήματα που θα πρέπει να γίνουν, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται: Η ενίσχυση των υποδομών της χώρας, η ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και η ενίσχυση της πρόληψης και θα συμβάλλουν στον περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων στην ελληνική οικονομία από τις φυσικές καταστροφές.

Οι υψηλότεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, που καταγράφει από το 2019 και μετά -με εξαίρεση το πρώτο έτος της πανδημίας- η ελληνική οικονομία σε σύγκριση με την ευρωζώνη, αναμένεται να διατηρηθούν, τόσο στο σύνολο του 2023 όσο και το 2024. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ της χώρας μας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το 2023 κατά περίπου 2,2% έναντι μόλις 0,6% στην ευρωζώνη, ενώ για το 2024 διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ στο εύρος 2%-2,9% έναντι 1,2% στην Ευρωζώνη.

Η συμβολή των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα προσδοκάται ότι θα ενισχυθεί, την επόμενη τριετία, μετά από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας, τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων -πιθανότατα αρχής γενομένης πριν τα μέσα του 2024- και την πρόσφατη εξασφάλιση επιπλέον πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Πλέον, τα συνολικά κεφάλαια από το ΤΑΑ (επιχορηγήσεις και δάνεια) αναμένεται να ανέλθουν σε Ευρώ 36 δισ. έως το 2026 και, σε συνδυασμό με τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, θα αποτελέσουν βασικούς πυλώνες στην προσπάθεια τόνωσης της επενδυτικής δραστηριότητας, κάλυψης μέρους του επενδυτικού κενού και αλλαγής του αναπτυξιακού υποδείγματος της Ελλάδας.

Η συνεισφορά των τουριστικών εισπράξεων στην ελληνική οικονομία είναι πολλαπλή, καθώς, μεταξύ άλλων, ενισχύουν τόσο τις εξαγωγές υπηρεσιών -συγκρατώντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών- όσο και την ιδιωτική κατανάλωση.

Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η κατανομή των τουριστικών ροών σε περισσότερες περιφέρειες, η υλοποίηση νέων έργων υποδομών και η κάλυψη των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού στα ξενοδοχεία της χώρας συνιστούν ορισμένες προκλήσεις, οι οποίες δύνανται να αναβαθμίσουν περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της χώρας, ενισχύοντας τις ήδη ευοίωνες προοπτικές.

Μήνυμα πρώην στελέχους της World Bank: "Χρειάζεται πάνω από $1 τρις για την κλιματική μετάβαση"

Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής

Αναμφισβήτητα, από τις πλέον δυσμενείς εξελίξεις το 2023 ήταν οι καταστροφικές πυρκαγιές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν το φετινό καλοκαίρι διάφορες περιοχές της χώρας.

Οι καταστροφικές πλημμύρες στην Θεσσαλία έχουν τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές προεκτάσεις, δεδομένου ότι το ΑΕΠ της εν λόγω περιφέρειας αντιπροσωπεύει διαχρονικά περί το 5% του ΑΕΠ της Ελλάδας.

Η ολοένα και συχνότερη εμφάνιση καιρικών φαινομένων τα οποία μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν «ακραία» ώθησε την κυβέρνηση να προϋπολογίσει από το 2024 και εφεξής πόρους ύψους ευρώ 600 εκατ., προκειμένου να καλύπτονται σε μόνιμη βάση οι δαπάνες κρατικής αρωγής έναντι φυσικών καταστροφών.

Επιπρόσθετα, η Ελλάδα θα λάβει κοινοτικούς πόρους συνολικού ύψους ευρώ 2,2 δισ. για την αποκατάσταση των ζημιών.

Η ενίσχυση των υποδομών της χώρας, της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης αποτελούν σημαντικές προκλήσεις, καθώς θα συμβάλλουν στον περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων στην ελληνική οικονομία από τις φυσικές καταστροφές.

Διαβάστε ακόμη: