Σε κέρδη προ προβλέψεων, ύψους άνω των 40 εκατ. ευρώ, μέχρι το 2025 στοχεύει η διοίκηση της Attica Bank, θέτοντας ψηλά τον πήχη των επιδιώξεων για μία σειρά μεγεθών, από τα λειτουργικά και τα έσοδα τόκων μέχρι τα «κόκκινα» δάνεια.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το business plan, σε βάθος τριετίας η τράπεζα προσδοκά:

Αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους από 45,5 εκατ. ευρώ το 2022 σε 60 εκατ. ευρώ εφέτος και 80 εκατ. ευρώ το 2025. Το α’ τρίμηνο, το επίπεδό τους ανήλθε στα 14,2 εκατ. ευρώ, αποτελώντας νέο υψηλό των τελευταίων έξι τριμήνων, ενώ σε ετήσια βάση κατέγραψε αύξηση κατά 48,6%.

Αύξηση των λειτουργικών εσόδων του Ομίλου πάνω από 100 εκατ. ευρώ σε βάθος τριετίας, όταν αυτά διαμορφώθηκαν σε 53,3 εκατ. ευρώ στα τέλη του περασμένου έτους και 18,3 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2023. Για το κλείσιμο του τρέχοντος χρόνου ο στόχος τίθεται πέριξ των 70 εκατ. ευρώ.

Τα επαναλαμβανόμενα γενικά λειτουργικά έξοδα που παρουσίασαν μείωση κατά 3,3% τους πρώτους μήνες του 2023, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας της διοίκησης της τράπεζας για περιστολή των γενικών λειτουργικών εξόδων παρά τον υψηλό πληθωρισμό, θα μειωθούν κατά 69 εκατ. ευρώ εφέτος και 60 εκατ. ευρώ το 2025.

Ενίσχυση των λειτουργικών κερδών προ προβλέψεων – από 500.000 ευρώ το α’ τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης σε άνω των 40 εκατ. ευρώ το 2025.

Δείκτη κόστος προς έσοδα σε περίπου 60% το 2025 από 147% στα τέλη του 20222 και 97% τον περασμένο Μάρτιο.

Μείωση του δείκτη «κόκκινων» δανείων, έτσι ώστε αυτός να διαμορφωθεί σε κάτω από 35% σε βάθος τριετίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα του Ομίλου παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα σε

σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, παρά τις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ειδικότερα, τόσο ο δείκτης ΜΕΑ, όσο και ο δείκτης κάλυψης, παρέμειναν σταθεροί στο 65,8% και 67% αντίστοιχα, ενώ τα συνολικά ΜΕΑ μειώθηκαν κατά 10 εκατ. ευρώ.

«Η βιώσιμη κερδοφορία εντός της τριετίας αποτελεί τον κορυφαίο στόχο και τη μεγαλύτερη πρόκληση για την Attica Bank», σχολίασε σχετικά η διευθύνουσα σύμβουλος της τράπεζας, κυρία Ελένη Βρεττού, υπογραμμίζοντας πως σταδιακά οι επιδόσεις βελτιώνονται, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και εστιάζοντας στην ενίσχυση της ρευστότητας, την υγιή πιστωτική επέκταση, την αύξηση των εσόδων και την αποδοτικότερη λειτουργία της τράπεζας.

«Deal done»: H Attica Bank, η Thrivest, η συμφωνία και η δημιουργία 5ου τραπεζικού πόλου

Κεφαλαιακή επάρκεια

Οι κεφαλαιακοί δείκτες της Attica Bank, μετά και την πρόσφατη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ύψους 473,3 εκατ. ευρώ, ανέρχονται σε 13,42% για τους δείκτες CET1 και Tier I και σε 17,75% για τον συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας TCR, δηλαδή, άνω των ελάχιστων απαιτούμενων εποπτικών ορίων.

«Παράλληλα, η τράπεζα μέσω του εγκεκριμένου Επιχειρηματικού της Σχεδίου και της υλοποιημένης ΑΜΚ στοχεύει στην αναδιάρθρωση και ανάπτυξη της τράπεζας, με σκοπό την επιτάχυνση της επίτευξης λειτουργικής κερδοφορίας.

Κατά την ωρίμανση των ενεργειών αυτών και με βάση το Επιχειρηματικό Σχέδιο, ήδη το α’ τρίμηνο του 2023 προχώρησε σε νέες εκταμιεύσεις, ύψους 70 εκατ. ευρώ, καθώς και στην υλοποίηση του προγράμματος εθελούσιας εξόδου (στο οποίο συμμετείχαν 24 άτομα, με την ετήσια εξοικονόμηση να υπολογίζεται σε περίπου ένα εκατ. ευρώ)», σημειώνεται στην έκθεση και προστίθεται: «Επίσης, τους πρώτους μήνες του 2023 η τράπεζα αξιολόγησε και σχεδίασε πρόσθετες δράσεις, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των εποπτικών κεφαλαίων της.

Πιο συγκεκριμένα, με βάση το εγκεκριμένο Επιχειρηματικό Σχέδιο η διοίκηση προβλέπει την πώληση των επενδυτικών της ακινήτων, με εκτιμώμενη θετική επίδραση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας».

Εκδόσεις ομολόγων ΑΤ1 ή/και TIER II

Τη διεύρυνση και διασφάλιση της ρευστότητάς της, κυρίως μέσω της επέκτασης της παρουσίας της στη διατραπεζική αγορά και την αξιοποίηση λοιπών διαφοροποιημένων πηγών ρευστότητας (π.χ. έκδοση ομολόγων ΑΤ1 ή/και TIER II), επιδιώκει η Attica Bank.

Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνεται στις οικονομικές καταστάσεις, ο Όμιλος, στο πλαίσιο αξιολόγησης και μετριασμού του κινδύνου συγκέντρωσης της καταθετικής του βάσης, επιδιώκει την ανακατανομή του μείγματος καταθέσεων, καθώς η συγκέντρωση των πηγών χρηματοδότησης σε μία συγκεκριμένη αγορά ή σε λίγους μεγάλους προμηθευτές ρευστότητας ενέχει σημαντικό κίνδυνο.

«Γεγονότα, όπως η κατάρρευση των αγορών, ο αποκλεισμός από αυτές ή η απόσυρση μεγάλων ποσών καταθέσεων μπορούν να προκαλέσουν στον Όμιλο σημαντικά προβλήματα ρευστότητας και αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, εάν οι πηγές άντλησης ρευστότητας δεν είναι επαρκώς διαφοροποιημένες», τονίζεται χαρακτηριστικά.

Σε κάθε περίπτωση, στα τέλη του περασμένου Μαρτίου οι καταθέσεις εμφανίζουν οριακή μείωση κατά 0,1% συγκριτικά με την 31/12/2022, με τους δείκτες ρευστότητας LCR και NSFR, ωστόσο, να παραμένουν πάνω από τα ελάχιστα όρια (141% και 142% αντίστοιχα). «Η ρευστότητα του Ομίλου μέχρι και την ημερομηνία δημοσίευσης δεν έχει επηρεαστεί από την τραπεζική κρίση, αντιθέτως αυξήθηκε αρκετά λόγω και της εισροής των κεφαλαίων της Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου», προστίθεται.

Διαβάστε περισσότερα