Το 2022 αποδείχθηκε μία χρονιά που χάραξε με βαθιές πληγές την παγκόσμια οικονομία και δυσκόλεψε σε τρομακτικό βαθμό μεγάλα κοινωνικά στρώματα, αλλά και ολόκληρες κρατικές και εθνικές οντότητες.

Το αλαλούμ στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, σε συνέχεια της ανώμαλης κατάστασης που επέφερε η πανδημία του κορονοϊού, η εκτόξευση των τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα και η εκτίναξη του πληθωρισμού σε πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες ύψη, μαζί με την ταχύτατη αύξηση των επιτοκίων που επέφερε βαριά πλήγματα στον τομέα της ανάπτυξης, ήταν συνοπτικά οι μεγάλες πληγές του χρόνου που αφήσαμε πίσω μας.

Οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, ήταν φυσικά ο καταλύτης που έφερε σε απόγνωση χιλιάδες επιχειρήσεις και σε εκατομμύρια καταναλωτές, ειδικά στην Ευρώπη. Η ηγεσία της οποίας αποδείχθηκε πολύ λίγη να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα και προς όφελός εταιρειών και πολιτών τους τα προβλήματα που δημιούργησε η ρωσική εισβολή, υιοθετώντας σχεδόν τυφλά τις επιλογές των ΗΠΑ, οι οποίες όμως παρέμειναν μακριά από τα τεράστια προβλήματα της Ε.Ε., έχοντας άλλες και περισσότερες λύσεις στον ενεργειακό τομέα.

Οι προαναφερόμενες πληγές, δυστυχώς, αποτελούν τη χειρότερη κληρονομιά για το 2023 και απειλούν την παγκόσμια οικονομία με νέες μεγαλύτερες και βαθύτερες πληγές. Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι οικονομολόγοι μιλούν ανοιχτά για νέα ύφεση, η οποία έρχεται μετά από την οδυνηρή περιπέτεια της πανδημίας, ενώ και οι πλέον επίσημοι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν επιδείνωση της κατάστασης.

Το ΔΝΤ αναφέρει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα υποχωρήσει στο 2,7%, από 3,2% το 2022 και ο ΟΟΣΑ προβλέπει ακόμα χαμηλότερη, στο 2,2%. Ακόμα κι αν αποφευχθεί η τεχνική ύφεση (δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης) το νέο έτος θα χαρακτηριστεί από ζοφερή κατάσταση για εκατομμύρια ανθρώπους, λόγω του εκρηκτικού μίγματος που συναποτελούν ακριβό κόστος χρήματος, υψηλός πληθωρισμός και μειωμένη-μικρή ανάπτυξη.

Άλλωστε, πως μπορεί να υπάρξει διαφορετική εξέλιξη, όταν οι μεγαλύτερες οικονομίες, ΗΠΑ-Κίνα-Ε.Ε. εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα που τις οδηγούν αν όχι σε καθοδική πορεία, τουλάχιστον σε στασιμότητα, με τις παρενέργειες φυσικά να επηρεάζουν ολόκληρο τον πλανήτη.

Υπάρχει βέβαια και ο πολύ σοβαρός παράγοντας της συνεχιζόμενης επιδείνωσης των διεθνών εμπορικών σχέσεων, μέσω κυρώσεων και επιβολής δασμών και άλλων περιοριστικών μέτρων, γεγονός που οδηγεί σε ακριβότερες εισαγωγές, σε ακριβότερη ενέργεια και πρώτες ύλες, επηρεάζοντας κάθε τομέα παραγωγής, διακίνησης, μεταφορικού κόστους και φυσικά τελικού κόστους για τον καταναλωτή.

Ίσως μόνο η επιστροφή της Κίνας από την τριετή αυστηρή απομόνωση, λόγω πανδημίας και τα κλειστά σύνορα, θα μπορούσε να ανατρέψει εν μέρη την απαισιόδοξη εικόνα, αλλά οι φόβοι νέας ταχείας εξάπλωσης του κορονοϊού και των παραλλαγών του, μέσω των ταξιδιών υπηκόων της, μετριάζουν δυστυχώς τις όποιες ελπίδες προς στιγμήν γεννήθηκαν. Και ένας δεύτερος παράγοντας, που πιθανόν να αποδειχθεί πρωτεύουσας σημασίας είναι η ελπίδα που γεννά το τέλος – με οποιαδήποτε μορφή και τρόπο – του πολέμου στην Ουκρανία.

Διαβάστε ακόμη: