Ξεκάθαρη η στάση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης του προέδρου Τζο Μπάιντεν έρχεται σε αντίθεση με την αόριστη πολιτική που ακολουθούσε ο Ρεπουμπλικάνος Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στο θέμα της Λιβύης τα προηγούμενα χρόνια. Κάποια περίοδο ο Τραμπ φάνηκε να στηρίζει τον ισχυρό άνδρα της ανατολικής Λιβύης, τον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, αντί της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA) που εδρεύει στην Τρίπολη.
«Ζητάμε από όλους τους εξωτερικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να σεβαστούν την εθνική κυριαρχία της Λιβύης και να σταματήσουν αμέσως όλες τις στρατιωτικές παρεμβάσεις. Με βάση τη συμφωνία εκεχειρίας του Οκτωβρίου, ζητάμε από την Τουρκία και τη Ρωσία να ξεκινήσουν αμέσως την αποχώρηση των δυνάμεών τους από τη χώρα και την αποχώρηση των ξένων μισθοφόρων (…) που στρατολόγησαν, χρηματοδότησαν, ανέπτυξαν και στήριξαν στη Λιβύη», είπε χαρακτηριστικά ο προσωρινός πρεσβευτής των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Ρίτσαρντ Μιλς.
Με βάση τη συμφωνία της 23ης Οκτωβρίου 2020, οι ξένοι στρατιώτες και οι μισθοφόροι θα έπρεπε να αποχωρήσουν από τη Λιβύη μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Ωστόσο η καταληκτική ημερομηνία, η 23η Ιανουαρίου, ήρθε και πέρασε χωρίς να υπάρξει καμία ένδειξη για την αποχώρησή τους.
Ο στρατάρχης Χάφταρ στηρίζεται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο και τη Ρωσία, κυρίως με μισθοφόρους της ιδιωτικής εταιρείας ασφαλείας Wagner. Η GNA στηρίζεται από την Τουρκία και τους Σύρους αντάρτες που έχουν μεταφερθεί στη χώρα.
Στην τηλεδιάσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα περισσότερα μέλη του, μεταξύ των οποίων η Ινδία, η Κίνα και η Βρετανία, ζήτησαν επίσης να αποχωρήσουν οι ξένοι στρατιώτες και οι μισθοφόροι από τη Λιβύη αλλά και να τηρηθεί το εμπάργκο πώλησης όπλων που έχει επιβληθεί στη χώρα αυτή από το 2011.