Παρά τις αβεβαιότητες στις διεθνείς αγορές, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού κράτους παραμένουν σταθερά χαμηλές και τείνουν να εξισωθούν με εκείνες της Ιταλίας, όπως επισημαίνει στην Έκθεση Β΄ τριμήνου του 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Συγκεκριμένα, η διαφορά (spread) των ελληνικών 10ετών τίτλων από τους αντίστοιχους της Ευρωζώνης έχει περιοριστεί. Συγκεκριμένα, στις 10 Σεπτεμβρίου, η διαφορά από τους γερμανικούς τίτλους είχε διαμορφωθεί στις 113,2 μονάδες βάσης, από τους πορτογαλικούς τίτλους στις 57,4 μονάδες βάσης και ήταν πάνω ιταλικούς τίτλους κατά 9,9 μονάδες βάσης.

Καταλυτικό ρόλο στη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων και στη σύγκλισή τους προς τις αποδόσεις των άλλων χωρών της Ευρωζώνης έπαιξε η συμπερίληψή τους στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο, η αβεβαιότητα για την εποχή μετά το PEPP αναμένουμε να αρχίσει να ενσωματώνεται στις αποδόσεις.

Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας (S&P, Scope Ratings, DBRS) αντανακλούν τις θετικές προοπτικές της οικονομίας. Ενδεικτικό πάντως της κατάστασης που επικρατεί στην ελληνική αγορά ομολόγων είναι το γεγονός ότι, την 1η Σεπτεμβρίου 2021 το ελληνικό δημόσιο άντλησε 2,5 δις ευρώ εκ των οποίων 1,5 δις ευρώ από την επανέκδοση πενταετούς ομολόγου με απόδοση 0,02% και μηδενικό κουπόνι καθώς και 1,0 δις ευρώ από την επανέκδοση του τριακονταετούς ομολόγου με απόδοση 1,675% και κουπόνι 1,875%.

Η απόδοση του πενταετούς ήταν μειωμένη από την έκδοση του Μαΐου του 2021 (απόδοση 0,172%) καθώς και του τριακονταετούς σε σχέση με την έκδοση του Μαρτίου του 2021 (απόδοση 1,956%). Oι προσφορές των επενδυτών (που ξεπέρασαν τους 300) ανήλθαν σε επίπεδα υψηλότερα των 18,9 δις ευρώ (9,3 δις ευρώ για το πενταετές και 9,6 δις ευρώ για το τριακονταετές). Στη δημοπρασία του πενταετούς, έντονη ήταν η συμμετοχή των ξένων επενδυτών (82%). Αντίστοιχο ήταν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών και στην επανέκδοση του τριακονταετούς ομολόγου (85%).

Σχετικά με το είδος των επενδυτών που συμμετείχαν στην επανέκδοση του πενταετούς ομολόγου, το 48% ήταν Διαχειριστές Περιουσιακών Στοιχείων (Asset Managers), το 31 23% Τράπεζες, το 19% ήταν Hedge funds, το 7% Ασφαλιστικά-Συνταξιοδοτικά Ταμεία και 3% Κεντρικές Τράπεζες και επίσημος τομέας. Όσον αφορά τη σύνθεση των επενδυτών που συμμετείχαν στην επανέκδοση του τριακονταετούς ομολόγου, το 44% ήταν Διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, το 34% Τράπεζες, το 12% ήταν Hedge funds, το 7% Ασφαλιστικά-Συνταξιοδοτικά Ταμεία και το 3% κεντρικές τράπεζες και επίσημος τομέας.

Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας χρέους από το ΔΝΤ

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα της να αποπληρώσει το Ταμείο τόσο στο βασικό σενάριο όσο και στα διάφορα αρνητικά σενάρια της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους. Οι συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν ευνοϊκές καθώς μετά από την αστάθεια κατά την έναρξη της πανδημίας, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ομαλοποιήθηκαν και έχουν φθάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το ταμειακό απόθεμα στην αρχή της πανδημίας, αλλά το αναπλήρωσε μέσω της πρόσβασης στις αγορές, αξιοποιώντας την αγορά ομολόγων πέντε φορές το 2020 (συνολικά 12 δις ευρώ), γεγονός που διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το ταμειακό απόθεμα (cash buffer) της κυβέρνησης (31 δις ευρώ στο τέλος του 2020).

Επιπλέον, μετά την αναβάθμιση του ελληνικού χρέους από τη Moody’s σε Ba3 τον Νοέμβριο του 2020, η S&P αύξησε επίσης την αξιολόγησή του σε BB τον Απρίλιο του 2021. Η Ελλάδα αναμένεται να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της προς το Ταμείο σύμφωνα με το βασικό σενάριο. Πρόσθετες διασφαλίσεις περιλαμβάνουν το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας (cash buffer), το οποίο θα παραμείνει επαρκές για να καλύψει τις εκκρεμείς πιστώσεις του ταμείου ακόμη και σε ένα δυσμενές σενάριο, και το τρέχον, χαμηλό κόστος κρατικού δανεισμού. Αναμένεται επίσης ότι η ΕΕ και η ΕΚΤ θα επεκτείνουν την στήριξη υπό ένα γενικευμένο δυσμενές σενάριο λόγω του COVID-19, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στην κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών και να επιτρέψει στην Ελλάδα να παραμείνει ικανή ως προς την εξυπηρέτηση του χρέους της. Σύμφωνα με το ΔΝΤ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα.

Η πανδημία αναμένεται να μειώσει μόνιμα το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ και αναδεικνύει τις προκλήσεις της διατήρησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ωστόσο ο συνολικός αντίκτυπος της στη βιωσιμότητα του χρέους μετριάζεται από τη μεγάλη μείωση των επιτοκίων. Ενώ ένας εφικτός συνδυασμός πολιτικών και επιτοκίων θα μπορούσε να επιτύχει μια βιώσιμη δυναμική του χρέους ακόμη και μακροπρόθεσμα, η αβεβαιότητα είναι πολύ μεγάλη για να καταλήξει το Ταμείο σε μια σταθερή εκτίμηση.

Η αβεβαιότητα αυτή πηγάζει από το κατά πόσον:

(α) η δυναμική των μεταρρυθμίσεων θα είναι επαρκής για να καλύψει το επενδυτικό κενό και να ξεπεραστούν τα δυσμενή δημογραφικά προβλήματα

(β) οι δημοσιονομικοί κανόνες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα ισχύσουν στο μέλλον θα είναι εφικτοί και συμβατοί με την ανάπτυξη και κυρίως,

(γ) σε ποιο βαθμό τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων θα παραμείνουν χαμηλά, καθώς το επίσημο χρέος θα αντικατασταθεί με χρηματοδότηση από την αγορά κατά τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες.

Το εξωτερικό χρέος και η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση είναι επίσης σε υψηλά επίπεδα και αναμένεται να μειωθούν μόνο σταδιακά μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποφευχθούν μακροοικονομικοί κλυδωνισμοί και αποκλίνουσες πολιτικές.