5 Ιουνίου του 1960 και ένας άγνωστος δράστης, επιτέθηκε σε τέσσερις έφηβους που κατασκήνωναν στην όχθη της φημισμένης λίμνης Μπόντομ (Bodom) στην Φινλανδία. Τρεις πέθαναν, ένα επέζησε και ο δράστης αυτών των βάναυσων δολοφονιών δεν πιάστηκε ποτέ. Μέχρι σήμερα, οι ανεξιχνίαστοι φόνοι της Λίμνης Μπόντομ παραμένουν ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της Φινλανδίας.

Δύο ζευγάρια που αποτελούνταν από τέσσερις έφηβους (φωτό), έστησαν την σκηνή τους στην όχθη της λίμνης Μπόντομ νωρίς το απόγευμα της 5ης Ιουνίου 1960. Το ένα ζευγάρι το αποτελούσαν ο Seppo Boisman και η Tuulikki Mäki, και το άλλο ο Νιλς Γκούσταφσον (Nils Gustafsson) και η Irmeli Björklund. Και τα δύο αγόρια ήταν 18 ετών, ενώ και τα δύο κορίτσια ήταν 15.

Στις 10:30 μ.μ. και τα δύο ζευγάρια έπεσαν για ύπνο. Το τι συνέβη από εκείνη την στιγμή μέχρι το επόμενο πρωί, εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο, αλλά περίπου στις 11:00 το πρωί στις 6 Ιουνίου, ένας άντρας που κολυμπούσε στη λίμνη Μπόντομ έκανε μια τρομακτική ανακάλυψη. Έπεσε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με τέσσερα πτώματα.

Κάποιος είχε επιτεθεί στους έφηβους μέσω του υφάσματος της σκηνής τους, αφήνοντας τρεις νεκρούς και έναν σχεδόν αναίσθητο. Όλοι είχαν πολλά τραύματα από μαχαιριές, συμπεριλαμβανομένου του ζωντανού ακόμα Νιλς Γκούσταφσον, ο οποίος βρέθηκε ξαπλωμένος στην κορυφή της σκηνής μαζί με τη φίλη του Björklund. Η Mäki και ο Boisman κοίτονταν νεκροί στο εσωτερικό της. Η σκηνή φαινόταν σκισμένη και πολλά αντικείμενα που ανήκαν στην παρέα, ιδίως ρούχα και χρήματα, έμοιαζαν να έχουν κλαπεί.

Η αστυνομία ανακάλυψε ότι η επίθεση κατά της παρέας των εφήβων συνέβη κάπου μεταξύ 4:00 π.μ. και 6:00 π.μ., πιθανότατα με ένα μαχαίρι και ένα αμβλύ αντικείμενο. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν τι είδους όπλου τραυμάτισε θανάσιμα τα τρία θύματα. Στην πραγματικότητα, η αστυνομία δεν βρήκε ποτέ το όπλο της δολοφονίας.

Μερικά ρούχα που ανήκαν στην παρέα βρέθηκαν λερωμένα με αίμα περίπου 500 μέτρα μακριά από τον τόπο της δολοφονίας, και το ποιο περίεργο ήταν ότι ο δολοφόνος είχε κλέψει τα κλειδιά της μοτοσικλέτας του Boisman, αλλά όχι το ίδιο το όχημα.

Η αστυνομία ζήτησε από τον στρατό να βοηθήσει στην έρευνα της περιοχής για τα κλαπέντα αντικείμενα, αν και πολύ λίγα πράγματα ανακαλύφθηκαν. Οι αρχές ήταν επίσης απρόσεκτες όσον αφορά τη μεταχείριση του τόπου της δολοφονίας, επιτρέποντας κατά λάθος να ποδοπατηθεί από τον Τύπο και περίεργους πολίτες. Πιστεύεται ότι αυτό μπορεί να έχει αλλοιώσει ορισμένα από τα στοιχεία.

Η νεκροψία της Irmeli Björklund διαπίστωσε ότι αυτή είχε δεχθεί τις περισσότερες μαχαιριές. Συγκριτικά, τα άλλα θύματα είχαν σκοτωθεί με σημαντικά λιγότερη βαρβαρότητα.

Η αστυνομία αναγνώρισε πολλούς υπόπτους ως πιθανώς υπεύθυνους για τις δολοφονίες της λίμνης Μπόντομ, συμπεριλαμβανομένου του επιζώντος θύματος, Νιλς Γκούσταφσον (φωτό).

Η περιορισμένη μαρτυρία του Γκούσταφσον για την μοιραία νύχτα οφείλεται στον ισχυρισμό του ότι ήταν ο πρώτος που δέχτηκε την επίθεση. Είπε στην αστυνομία ότι αποπροσανατολίστηκε και πίστευε ότι ο δολοφόνος, όποιος κι αν ήταν, πίστευε ότι ο Γκούσταφσον ήταν νεκρός, όταν επιτέθηκε στην υπόλοιπη παρέα. Ισχυρίστηκε ότι είδε τον δολοφόνο «που φορούσε μαύρα και έντονο κόκκινο» λίγο πριν επιτεθεί στην παρέα.

Το πιο τρομακτικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν ομολογήσει ότι είναι ο δολοφόνος της λίμνης Μπόντομ. Ωστόσο, όλοι όσοι έχουν ομολογήσει έχει αποδειχθεί ότι βρίσκονταν αλλού την επίμαχη νύχτα.

Πέντι Σόινινεν

Ο πρώτος ύποπτος, ένας βίαιος εγκληματίας ονόματι Πέντι Σόινινεν (Pentti Soininen), ομολόγησε την ευθύνη για τις δολοφονίες σε έναν συγκρατούμενό του στη φυλακή, στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Ο Σόινινεν έμενε πράγματι κοντά στον τόπο της δολοφονίας. Ωστόσο, τότε ήταν δεκατεσσάρων ετών. Είναι απίθανο ένας 14χρονος να μπορεί να εξουδετερώσει τέσσερα σχεδόν συνομήλικά του άτομα, πόσο μάλλον να το κάνει χωρίς ν’ αφήσει πίσω του ίχνη.

Σε μια περίεργη κατάληξη, ο Πέντι Σόινεν αυτοκτόνησε με απαγχονισμό στις 6 Ιουνίου 1969, την ημέρα της ένατης επετείου της δολοφονίας.

Καρλ Βάλντεμαρ Γκίλστρομ

Ο Καρλ Βάλντεμαρ Γκίλστρομ (Karl Valdemar Gyllstrom) ήταν ο πιο πιθανός ύποπτος για την αστυνομία. Σύμφωνα με αναφορές, ο Γκίλστρομ ομολόγησε τους φόνους στον γείτονά του ενώ ήταν μεθυσμένος, αν και αργότερα αρνήθηκε ότι το έκανε. Ο Γκίλστρομ, ένα κακόβουλο άτομο, είχε έντονο μίσος για τα παιδιά και τους κατασκηνωτές.

Αρκετές μέρες μετά τις δολοφονίες, είδαν τον Γκίλστρομ να ρίχνει τσιμέντο σε ένα πηγάδι στην πίσω αυλή του, που κάποιοι το ερμήνευσαν ως προσπάθεια να ξεφορτωθεί τα όπλα του εγκλήματος ή αντικείμενα που ανήκαν στα θύματα. Παραδόξως, η αστυνομία δεν ερεύνησε ποτέ αυτή την αναφορά.

Η σύζυγος του Γκίλστρομ του παρείχε άλλοθι για τη νύχτα των δολοφονιών, υποστηρίζοντας ότι ο Γκίλστρομ βρισκόταν όλη τη νύχτα στο κρεβάτι. Ωστόσο, αυτή η δήλωση αργότερα ανασκευάστηκε, και υποστήριξε ότι ο σύζυγός της απείλησε να τη σκοτώσει εάν τον ενέπλεκε στις δολοφονίες.

Μερικοί ντόπιοι δήλωσαν επίσης ότι είδαν τον Γκίλστρομ να επιστρέφει στο σπίτι τις πρώτες πρωινές ώρες στις 6 Ιουνίου. Ωστόσο, λόγω της βίαιης φύσης του Γκίλστρομ, φοβόντουσαν πολύ να καλέσουν την αστυνομία. Η πιθανή συμμετοχή του Γκίλστρομ στην υπόθεση είχε την ίδια κατάληξη με του Πέντι Σόινινεν: O Γκίλστρομ αυτοκτόνησε επίσης το 1969.

Σε μια ιδιαίτερα αξέχαστη συζήτηση, ο Γκίλστρομ είπε σε έναν φίλο του, τον Börje (δεν είναι γνωστό το επώνυμο) ότι σκότωσε τους έφηβους, αλλά ο Börje δεν τον πίστεψε. Όταν ο Γκίλστρομ τον ρώτησε τι θα ‘πρεπε να κάνει αν ήταν ο υπεύθυνος για τις δολοφονίες, ο Börje του είπε: «Πρέπει να πας να πνιγείς, γιατί θα περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου στη φυλακή».

Λίγες ώρες αργότερα, ο Γκίλστρομ επέστρεψε στη λίμνη Bodom, όπου αυτοκτόνησε δια πνιγμού.

Χανς Άσμαν

Ο Χανς Άσμαν (Hans Assmann -φωτό), ένας υποτιθέμενος κατάσκοπος της KGB, κατέστη αξιοσημείωτος ύποπτος για το μακελειό στη λίμνη Μπόντομ.

Στις 6 Ιουνίου 1960, ο Άσμαν έφτασε στο Χειρουργικό Νοσοκομείο του Ελσίνκι σε εξαιρετικά παραληρηματική κατάσταση. Τα ρούχα του είχαν κόκκινες κηλίδες. Μιλούσε ασυνάρτητα και τα νύχια του είχαν μαυρίσει από το χώμα.

Κάποιες στιγμές ο Άσμαν προσποιούταν ότι ήταν αναίσθητος για να αναγκάσει τους γιατρούς να τον εξετάσουν γρηγορότερα από τους άλλους ασθενείς. Όταν αυτό δεν έπιασε, ο Άσμαν έγινε εχθρικός προς το προσωπικό και τους ασθενείς και στη συνέχεια είπε να φύγει.

Το ενδιαφέρον είναι ότι το πρωί των δολοφονιών στη λίμνη Μπόντομ, δύο παιδιά ισχυρίστηκαν ότι είδαν έναν «ξανθό άνδρα» να το σκάει από τη σκηνή του εγκλήματος τη στιγμή που συνέβησαν οι δολοφονίες.

Ο Άσμαν, αποδεικνύεται, ότι είχε μακριά ξανθά μαλλιά κατά τη διάρκεια των δολοφονιών στη λίμνη Bodom. Όταν αυτές οι πληροφορίες έγιναν γνωστές δημοσίως, ο Άσμαν φέρεται να ξύρισε εντελώς το κεφάλι του. Επιπλέον, τα ρούχα που φορούσε ο Άσμαν όταν μπήκε στο νοσοκομείο εκείνο το πρωί, ταιριάζουν με την περιγραφή των παιδιών.

Ο Άσμαν ζούσε στην περιοχή της λίμνης Μπόντομ και η συμπεριφορά του περίπου την εποχή των δολοφονιών ήταν λόγος για να θεωρείται ύποπτος. Πολλοί ντετέκτιβ πίστευαν ότι ο Άσμαν συμμετείχε κατά κάποιο τρόπο στις δολοφονίες, ακόμα κι αν δεν ήταν άμεσα υπεύθυνος.

Επιπλέον, ο Άσμαν ήταν ύποπτος για δολοφονία και στο παρελθόν. Η δεύτερη πιο γνωστή υπόθεση στην Φινλανδική ιστορία, μετά φυσικά από τις δολοφονίες στην Λίμνη Μπόντομ, είναι αυτή της Auli Kyllikki. Αφορά τη δολοφονία ενός 17χρονου κοριτσιού από την Φινλανδία το 1953, για την οποία ο Άσμαν είναι ο βασικός ύποπτος. Η αστυνομία τον συνέδεσε επίσης με τουλάχιστον άλλες τρεις ανεξιχνίαστες υποθέσεις.

Νιλς Βίλχεμ Γκούσταφσον

Χάρη στις πολλαπλές πηγές και τη βιβλιογραφία που υπαινίσσεται την ενοχή του, ο Άσμαν ήταν ο αγαπημένος ύποπτος του κοινού μέχρι το 2004, όταν οι ερευνητές αποφάσισαν να ανοίξουν ξανά τον φάκελο της υπόθεσης μετά από 44 χρόνια, επειδή η πιο προηγμένη τεχνολογία είχε αποκαλύψει νέα στοιχεία για το αίμα που βρέθηκε σε ένα ζευγάρι παπούτσια και λόγω της ξαφνικής μαρτυρίας μιας γυναίκας που ισχυρίστηκε ότι κατασκήνωνε εκεί κοντά.

Αυτή η νέα ανάλυση DNA οδήγησε στη σύλληψη ενός ύποπτου-έκπληξη: του μοναδικού επιζώντος Νιλς Βίλχεμ Γκούσταφσον. Μετά το συμβάν, ο Γκούσταφσον έζησε μια φυσιολογική ζωή για πάνω από σαράντα χρόνια. Παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά και βγήκε στην σύνταξη.

Η αστυνομία εντόπισε στα παπούτσια του Gustafsson δείγματα αίματος και από τα τρία θύματα (φωτό), όχι όμως του ιδίου. Διαπίστωσαν επίσης ότι ο δολοφόνος, όποιος κι αν ήταν, φορούσε τα παπούτσια του Γκούσταφσον είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τις δολοφονίες.

Σύμφωνα με την εισαγγελία, o Γκούσταφσον βρισκόμενος σε κατάσταση μέθης σκότωσε τη φίλη του, Maila Irmeli Björklund, σε μια έκρηξη ζήλιας. Αυτό πιστεύεται ότι εξηγεί τη σοβαρότητα των τραυμάτων της και το γεγονός ότι το πτώμα της βρέθηκε έξω από τη σκηνή. Πίστευαν ότι ο Γκούσταφσον είχε τσακωθεί με το άλλο αγόρι, γι’ αυτό και είχε τραύματα στο πρόσωπό του. Στη συνέχεια, σκότωσε τους άλλους δύο εφήβους σε μια προσπάθεια να ξεφορτωθεί τους μάρτυρες και προκάλεσε τα υπόλοιπα τραύματα στον εαυτό του.

Η νέα μάρτυρας, η οποία είχε εμφανιστεί μόλις ένα χρόνο νωρίτερα σε μια συνέντευξη για ένα ντοκιμαντέρ, ισχυρίστηκε ότι τα δύο έφηβα αγόρια μπήκαν στη σκηνή της και ότι ο Γκούσταφσον συμπεριφερόταν επιθετικά. Η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι ο Γκούσταφσον δεν είχε κανένα κίνητρο για τα εγκλήματα και ότι οι τραύματα που υπέστη ήταν αδύνατον να τα είχε προκαλέσει ο ίδιος.

Αφού αρχικά καταδικάστηκε, ο Γκούστασφσον έκτισε μόνο ένα έτος από την ποινή ισόβιας κάθειρξης που του επέβαλαν, αφού μετά την επιτυχή έφεσή του, αφέθηκε ελεύθερος. Παρά την αθώωσή του, από πολλούς εξακολουθεί να θεωρείται ένοχος. Κατά τη διάρκεια της δίκης του, όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο πώς ήξερε ότι ήταν αθώος αφού δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα, απλώς απάντησε: «Είμαι αθώος, αυτό είναι».

Τον Οκτώβριο του 2005, το δικαστήριο αθώωσε τον Γκούσταφσον από όλες τις κατηγορίες, και έτσι η ταυτότητα του πραγματικού δολοφόνου παραμένει μυστήριο.

Η περίεργη φωτογραφία

Ένα άλλο μυστηριώδες στοιχείο των δολοφονιών στη λίμνη Μπόντομ προέρχεται από μια περίεργη φωτογραφία από μία κηδεία.

Κατά την αρχική του ανάκριση, ο Νιλς Γκούσταφσον τέθηκε υπό ύπνωση και του ζητήθηκε να περιγράψει τα γεγονότα με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες. Αφού θυμήθηκε το πώς ήταν ο φερόμενος δράστης που του επιτέθηκε, υπαγόρευσε την περιγραφή σε έναν ζωγράφο που δημιούργησε ένα σκίτσο (φωτό) του δράστη.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια της κηδείας ενός εκ των θυμάτων της λίμνης Μπόντομ, κάποιος τράβηξε μια φωτογραφία (φωτό πάνω) που έδειχνε έναν άντρα που έμοιαζε πολύ με το σκίτσο. Η ταυτότητα αυτού του μυστηριώδους ανθρώπου παραμένει άγνωστη. Κάποιοι πίστευαν ότι αυτή η παράξενη φιγούρα ήταν ο Χανς Άσμαν. Αλλά άλλες πηγές δήλωσαν ότι ο Άσμαν δεν παρευρέθηκε καθόλου στην κηδεία.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που εμπλέκονται στις μυστηριώδεις δολοφονίες στη λίμνη Μπόντομ έχουν πεθάνει, παίρνοντας τα όσα λίγα γνώριζαν για το συμβάν στους τάφους τους. Ο δολοφόνος πιθανότατα δεν θα αντιμετωπίσει ποτέ τη δικαιοσύνη και το ερώτημα ποιος δολοφόνησε βάναυσα τους τρεις έφηβους πριν από εξήντα χρόνια θα παραμείνει αναπάντητο.