Αν υπάρχει ένας άνθρωπος στη Wall Street που ξέρει τα ομόλογα καλύτερα από τον καθένα, αυτός είναι ο Bill Gross. Δεν είναι τυχαίο που τον αποκαλούν “βασιλιά των ομολόγων” οι γκουρού της αγοράς.
Κι όταν ο άνθρωπος αυτός αποκαλεί σκουπίδια -κυριολεκτικά σκουπίδια, όχι απλώς junk (η κατώτατη κατηγορία ομολόγων υπό της επενδυτικής βαθμίδας, όπως π.χ. τα ελληνικά)- τότε αυτό κάτι σημαίνει…
Σε μια περίεργη ανάλυση που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπό του, ο “Bond King” Bill Gross, ιδρυτής της Pimco, του μεγαλύτερου fund ομολόγων στον κόσμο, είπε ότι οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις του Δημοσίου είναι τόσο χαμηλές που τα κεφάλαια που τα αγοράζουν ανήκουν στον «επενδυτικό σκουπιδοτενεκέ».
Οι αποδόσεις των 10ετών είναι πιθανό να ανέβουν στο 2% τους επόμενους 12 μήνες, από περίπου 1,3% που έχει σήμερα, προκαλώντας απώλεια περίπου 3% στους επενδυτές, έγραψε. “Οι μετοχές θα μπορούσαν επίσης να εμπίπτουν στην κατηγορία των «σκουπιδιών», εάν η αύξηση των κερδών δεν ξεπεράσει τις υψηλές προσδοκίες.
Τα μετρητά ήταν σκουπίδια για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά τώρα υπάρχουν νέοι υποψήφιοι”, δήλωσε ο Gross, ο οποίος ίδρυσε την Pacific Investment Management τη δεκαετία του 1970 και αποσύρθηκε το 2019. Εάν η αύξηση των κερδών των εισηγμένων δεν είναι διψήφια, τότε και οι μετοχές θα μπορούσαν να βρίσκονται επίσης στο απορριμματοφόρο», ανέφερε ο Gross.
Η δυσπιστία στα ομόλογα
Ο Gross ήταν δύσπιστος απέναντι στα ομόλογα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Τον Μάρτιο, είπε στο Bloomberg TV ότι άρχισε να στοιχηματίζει έναντι των αμερικανικών ομολόγων περίπου στο 1,25%.
Στην ανάλυσή του, ο Gross ανέφερε ότι η δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης συσσωρεύεται έναντι των αμερικανικών ομολόγων, λέγοντας ότι οι αποδόσεις στα τρέχοντα επίπεδα δεν έχουν “πουθενά να πάνε παρά μόνο χαμηλότερα”.
Η Federal Reserve, η οποία έχει απορροφήσει περίπου το 60% των καθαρών εκδόσεων του Δημοσίου μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, μπορεί σύντομα να αρχίσει να μειώνει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων σε μια εποχή που η ζήτηση από ξένες κεντρικές τράπεζες και επενδυτές έχει ήδη μειωθεί, έγραψε.
Εν τω μεταξύ, τα δημοσιονομικά ελλείμματα τουλάχιστον 1,5 τρισ. δολαρίων στο μέλλον υποδηλώνουν ότι η προσφορά του Δημοσίου θα παραμείνει υψηλή.
“Πόσο πρόθυμες, λοιπόν, θα είναι οι ιδιωτικές αγορές να απορροφήσουν αυτό το μελλοντικό 60% στα μέσα του 2022 και μετά;” έγραψε ο Gross.
«Ίσως αν ο πληθωρισμός επανέλθει στον στόχο του 2%+ μέχρι τότε, μπορεί να αποφευχθεί ένα “ξέσπασμα”, αλλά πόσα ακόμη προγράμματα δημοσιονομικών δαπανών μπορούμε να αντέξουμε χωρίς να τα πληρώσουμε με υψηλότερα επιτόκια;», κατέληξε.