Την αποθέωση για ακόμα μια φορά γνώρισε ο Σταύρος Ξαρχάκος το βράδυ της Παρασκευής στο Ηρώδειο παρουσιάζοντας το «Ρεμπέτικο», το εμβληματικό έργο του που παραμένει αναλλοίωτο μετά από 41 χρόνια.

Στις πρώτες σειρές του Ηρωδείου ήταν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου – που πρόσφατα απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής στον Σταύρο Ξαρχάκο -, ο μουσικοσυνθέτης Διονύσης Σαββόπουλος με τη σύζυγό του Άσπα, η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου και χιλιάδες ακόμη.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος με τη «ρεμπέτικη κομπανία» του (20 μουσικούς, τραγουδιστές και ψάλτες) μετέφερε τη συγκίνηση, τον διονυσιασμό, το φως, αλλά και τα γοητευτικά σκοτάδια των ορχηστρικών και των τραγουδιών του εμβληματικού αυτού έργου που πέρυσι έκλεισε σαράντα χρόνια.

Δείτε φωτογραφίες

Η ιστορία:

Ήταν το 1983 όταν o Κώστας Φέρρης σκηνοθέτησε και παρουσίασε, σε σενάριο του ίδιου και της Σωτηρίας Λεονάρδου, την ταινία «Ρεμπέτικο», μια ταινία ορόσημο, η οποία με αφορμή την πορεία μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου (υπονοείται η Μαρίκα Νίνου), κατέγραψε την Ελλάδα του μεσοπολέμου, τα ρεμπέτικα, τη ζωή των καλλιτεχνών, τη ζωή στα προσφυγικά.

Για τις ανάγκες της ταινίας ο Σταύρος Ξαρχάκος δημιούργησε νέα τραγούδια φτιαγμένα με παλιά συνταγή που έδιναν την αίσθηση ότι πρόκειται για παλιά ρεμπέτικα.

Ο δίσκος “Ρεμπέτικο” από τότε γνώρισε πολλές επανακυκλοφορίες και τεράστια αποδοχή, πούλησε περισσότερα από 250.000 αντίτυπα και έδωσε νέα ώθηση στο ρεμπέτικο.

Τα τραγούδια «Καίγομαι», «Μάνα Μου Ελλάς», «Το Δίχτυ», «Το Πρακτορείο», «Στου Θώμα», «Στης Πίκρας Τα Ξερόνησα», «Μπουρνοβολιά», «Στην Αμφιάλη», γνώρισαν ευρύτατη αποδοχή, κηρύχτηκαν διαχρονικά και έγραψαν τη δική τους αυτόνομη ιστορία. Από τότε μέχρι σήμερα άλλωστε τα έχουμε ακούσει σε άπειρες διασκευές και εκδοχές, από καλλιτέχνες όλων των ειδών, Έλληνες και όχι μόνο.

Όπως γράφει και ο Γιώργος Νοταράς στο βιβλίο του «Το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων 30 χρόνων»: «Το ταλέντο του Ξαρχάκου πέτυχε κάτι μοναδικό: να γεννήσει ρεμπέτικα, με βάση όλα τα κλισέ και όλους τους δρόμους του είδους. Πήρε στα χέρια του τους ειδικούς κώδικες και τα κλειδιά και τα χρησιμοποίησε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσήλωση και αυστηρότητα. Η ποίηση του Γκάτσου έπαιξε καταλυτικό ρόλο.

Διαβάστε ακόμη: