Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ και η περσόνα του Νουρέγιεφ έχουν απασχολήσει τα έντυπα όλου του κόσμου, όπως και οι καταπληκτικές επιδόσεις του στον χορό και το αξεπέραστο στυλ του.

Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατό του και ο οίκος Ντιόρ τον τιμά με μια κομψή και πολυτελή κολεξιόν ανδρικών ρούχων για τη συλλογή Φθινόπωρο/Χειμώνας 2024. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της σειράς, Kιμ Τζόουνς, έδειξε αληθινό θάρρος επιλέγοντας να φέρει τον απόλυτο σταρ του χορού και του μπαλέτου στο επίκεντρο.

Σε ένα τεράστιο υπόστεγο ειδικά φτιαγμένο για την επίδειξη στον χώρο του συγκροτήματος École Militaire, στη σκιά του Πύργου του Άιφελ, με τον χώρο να μοιάζει με θεατρική σκηνή και τον θόλο να αναπαριστά τον έναστρο ουρανό, οι καλεσμένοι απόλαυσαν ένα αρκούντως δραματικό soundtrack, την «αναθεωρημένη» εκδοχή του συνθέτη Μαξ Ρίχτερ στο μπαλέτο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ρώσου συνθέτη Σεργκέι Προκόφιεφ, προσαρμοσμένο κατάλληλα στον παραμυθένιο κόσμο της αρμονικής κίνησης των βημάτων του χορού.

Ο οίκος Ντιόρ εμπνέεται από τον Νουρέγιεφ

Αφορμή για την κολεξιόν του Τζόουνς έδωσε η σχέση του Κριστιάν Ντιόρ και της Μάργκο Φοντέιν, θρυλικής μπαλαρίνας και παρτενέρ του Νουρέγιεφ στη σκηνή, η οποία ανακάλυψε τον οίκο σε ένα ταξίδι στο Παρίσι το 1948. Βέβαια, πηγή έμπνευσης για την ανδρική σειρά είναι ο Νουρέγιεφ.

Υπάρχει και μια άλλη σύνδεση του Τζόουνς με τον Νουρέγιεφ, αφού ο θείος του, Κόλιν Τζόουνς, υπήρξε χορευτής στο Βασιλικό Μπαλέτο και έπειτα φωτορεπόρτερ. Μάλιστα τράβηξε μια σειρά φωτογραφιών από την καθημερινότητα του Νουρέγιεφ για το περιοδικό «Time Life», απαθανατίζοντας τον Ρώσο χορευτή και χορογράφο να χαλαρώνει στα αγγλικά πάρκα και στις παμπ. Το φωτογραφικό άλμπουμ που προέκυψε ήταν το δώρο των καλεσμένων της επίδειξης.

Από τότε που αυτομόλησε στη Δύση, ο Νουρέγιεφ έγινε fashion icon – ο Τζόουνς δεν είναι ο πρώτος που του αφιέρωσε κολεξιόν. Είχε προηγηθεί πριν από δέκα χρόνια η ερωτικά φορτισμένη συλλογή του Τζον Γκαλιάνο, αλλά αυτά συνέβησαν λίγο πριν καταρρεύσει η καριέρα του, οπότε ξεχάστηκε και η συλλογή του, που παρεμπιπτόντως ήταν και η τελευταία του.

Ο Τζόουνς προσεγγίζει πιο ήπια τον Νουρέγιεφ, παρουσιάζοντας μια συλλογή με πανέμορφα παλτά και πανωφόρια κεντημένα με κρυστάλλους σε σχήμα χιονονιφάδας, φαρδιά παντελόνια σαν σαλβάρια, ασημένια κεντήματα, τουρμπάνια και μεγάλους σκούφους που θυμίζουν το χαλαρό αξεσουάρ του Νουρέγιεφ, σήμα κατατεθέν της γκαρνταρόμπας του.

Έτσι, είδαμε τα μεγάλα σορτς που αγαπούσε να φορά στην εξοχή κάτω από ιριδίζοντα αδιάβροχα, εξαιρετικά λεπτά μάλλινα κοστούμια με το μοναδικό τους κουμπί κρυμμένο, μεταξωτές παντόφλες χορού matelassé και διάφανα, μεταλλικά διχτυωτά μπλουζάκια φορεμένα με κομψά παντελόνια. Επίσης, τα μοντέλα φορούσαν από ένα μαργαριταρένιο σκουλαρίκι.

Πριν από λίγα χρόνια μια έκθεση με κοστούμια του Νουρέγιεφ φανέρωνε πόσο σχολαστικός ήταν με τα ρούχα, που ήταν εκλεκτά και χειροποίητα – όχι μόνο τα ρούχα της καθημερινής του ζωής αλλά και τα κοστούμια των ρόλων του.

Ο Νουρέγιεφ ήταν γνωστός για τη στενή συνεργασία του με τους σχεδιαστές των κοστουμιών του και για το ότι απαιτούσε από αυτούς όσα και από τους χορογράφους του – από τους οποίους ζητούσε να προσαρμόζουν τα σόλο στα δεδομένα του. Τα ρούχα του είχαν αυτά που βρίσκουμε και σε πολλά ρούχα της κολεξιόν του Τζόουνς, κρυστάλλους ραμμένους στο χέρι σε τούλι, πλεκτά τελειώματα, τονισμένη μέση και υπερβολικούς ώμους. Η συλλογή που προέκυψε και παρουσιάζεται στην πασαρέλα του Ντιόρ κατέγραψε ό,τι ήταν αξιομνημόνευτο στην αισθητική του Νουρέγιεφ: μια αγάπη για τη ραπτική στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’60, μια αδυναμία στο ασιατικό σικ.

Ο Νουρέγιεφ πρέσβευε ένα ανδρόγυνο στυλ σε μια εποχή που οι Ρώσοι χορευτές ήταν χαρακτηριστικά «δυνατοί, συμπαγείς, ογκώδεις τύποι», σύμφωνα με μια κριτική που δημοσίευσε το «New Yorker» με αφορμή μια βιογραφία του το 2007. Είχε σεξαπίλ και απαράμιλλη χάρη, αγαπούσε να βλέπει το είδωλό του στον καθρέφτη όμορφα ντυμένο, να ακτινοβολεί ερωτισμό. Μια φορά έφυγε από πρόβα επειδή νόμιζε ότι το κοστούμι έκανε τα πόδια του να φαίνονται κοντά.

Λάτρευε τα θεατρικά κοστούμια του που τα αντιμετώπιζε ως είδος υψηλής ραπτικής. Όταν είδε για πρώτη φορά κοστούμια μπαλέτου, παιδί στη Σοβιετική Ένωση, τα χάιδευε για ώρες, τα αγκάλιαζε και τα μύριζε, όπως έλεγε αργότερα. Λάτρευε τα κιμονό, γι’ αυτό ένα ασημένιο που παρουσιάζεται στην κολεξιόν βασίστηκε σε ρούχο του που υπάρχει σε ιδιωτική συλλογή vintage υφασμάτων και χρειάστηκε τρεις μήνες και δέκα τεχνίτες για να φτιαχτεί.

Διαβάστε ακόμη: