Το δεκαήμερο των εορτών πέρασε, το 2024 είναι εδώ και πλέον όλα τίθενται επί νέας βάσεως, σε διεθνή, ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία, στις διεθνείς σχέσεις και τα δύο ισχυρά οικονομο-πολιτικά μπλοκ, που προς το παρόν αντιμάχονται, φανερά ή κρυφά, αν και υποτίθεται ότι ομνύουν στη συνεργασία.

Ο λόγος για το μπλοκ ΗΠΑ-Ε.Ε.-Αγγλίας-Καναδά-Αυστραλίας από τη μία πλευρά και για το νέο και ισχυρό μπλοκ που δημιουργείται και έχει επικεφαλής τις χώρες των BRICS, με επικεφαλής Κίνα-Ρωσία-Ινδία-Βραζιλία-Ν. Αφρική και από κοντά Σ. Αραβία, Τουρκία, ακόμα και το Ιράν.

Πλέον, βιώνουμε το τέλος της παγκοσμιοποίησης, κάτι που πιστοποιήθηκε πανηγυρικά και τη χρονιά που μας πέρασε.

Κυρίαρχο ρόλο σήμερα διαδραματίζουν οι διμερείς σχέσεις, το διμερές εμπόριο, που βασίζεται όμως στην οικονομική ισχύ και όχι σε ισότιμες σχέσεις.

Το δολάριο μπορεί να παραμένει ακόμα ως το κυρίαρχο νόμισμα (αντιπροσωπεύει περίπου το 90% του συνολικού εμπορίου νομισμάτων και σχεδόν το 100% του εμπορίου πετρελαίου), αλλά η απειλή πλέον είναι άμεση.

Εκατοντάδες συναλλαγές πλέον γίνονται μεταξύ χωρών με τα δικά τους νομίσματα, ενώ η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα,που ιδρύθηκε από τις χώρες BRICS, έχει πλέον πρόεδρο ένα ηχηρό όνομα, την Ντίλμα Ρούσεφ, πρώην πρόεδρο της Βραζιλίας και οργανώνεται.

Η ανησυχία της άβουλης, ως προς τον επηρεασμό των διεθνών εξελίξεων, Ευρώπης, μετουσιώθηκε στο αίτημα του Γάλλου προέδρου Μακρόν προς τη G7, να παρακολουθήσει ως παρατηρητής την επόμενη σύνοδο των χωρών BRICS, προκειμένου να αποκτήσει μια εκ του σύνεγγυς άποψη για τις άμεσες και κυρίως τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις τους.

Ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα, καθώς και οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Κίνας και της Ρωσίας, έχουν ενεργοποιήσει ανακλαστικά σε πολλές χώρες, που δεν θέλουν πλέον την αμερικανική επικυριαρχία, γιατί λειτουργεί εν πολλοίς κατά της ανάπτυξής τους. Οι χώρες BRICS έχουν αρκετούς λόγους που θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο νόμισμα.

Οι πρόσφατες παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις και η επιθετική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ οδήγησαν τις χώρες BRICS να διερευνήσουν αυτή τη δυνατότητα. Θέλουν να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν την παγκόσμια εξάρτηση από το δολάριο ΗΠΑ και το ευρώ.

Τις εξελίξεις αυτές εισπράττουν βεβαίως και οι ηγεσίες των χωρών της Ε.Ε. και για αυτό ανησυχούν.

Εάν οι χώρες BRICS δημιουργήσουν ένα νέο αποθεματικό νόμισμα, αυτό πιθανότατα θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο δολάριο των ΗΠΑ, οδηγώντας ενδεχομένως σε πτώση της ζήτησης του. Με τη σειρά του, αυτό θα είχε συνέπειες για την οικονομία των ΗΠΑ και την ευρωπαϊκή οικονομία.

Οι τελευταίες μάλιστα πληροφορίες που ήρθαν από τη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, κάνουν λόγο για επίσπευση των εξελίξεων, ενώ πολλές χώρες ζήτησαν να ενταχθούν στην ομπρέλα των BRICS, αλλά και να αποτελέσουν μέλη της νέας τράπεζας.

Σκεφτείτε τώρα, μία Ε.Ε. που ουσιαστικά βρίσκεται ήδη σε μία από τις μεσαίες αλλά επιταχυνόμενες κλίμακες της ύφεσης και αδυνατεί να παράξει αυτοδύναμη πολιτική και οικονομική ισχύ, μετά το στραπάτσο που υπέστη, ακολουθώντας τυφλά τις ΗΠΑ στον καταστροφικό πόλεμο της Ουκρανίας, σε τι θέση θα βρεθεί σύντομα, αν δεν έχει ήδη βρεθεί.

Το φθηνό φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Ρωσία τελείωσε, τώρα το παίρνει μέσω τρίτων, αλλά φυσικ΄λα πολύ ακριβότερο από ότι προ του πολέμου και της διάρρηξης της σχέσης με τη Ρωσία. Επιχειρήσεις έκλεισαν, άλλες δεινοπαθούν, άλλες φεύγουν για άλλες χώρες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Volkswagen, που απέλυσε χιλιάδες εργαζόμενους και στήνει εργοστάσιο στην Τουρκία, ενώ κορυφαίοι ευρωπαίοι επιχειρηματίες (μεταξύ αυτών και ο δικός μας Ευάγγελος Μυτιληναίος) κατηγορούν ευθέως την ευρωπαϊκή ηγεσία για ανικανότητα και έλλειψη ουσιαστικού οικονομικού σχεδιασμού.

Έρχονται θεαματικές αλλαγές διεθνώς, συμβαίνουν ήδη, αλλά η Ε.Ε. κοιμάται και αδυνατεί να αναδειχθεί σε δύναμη επιρροής και διαμόρφωσης του νέου τοπίου, ακολουθώντας μία παθητική, αν όχι ηττοπαθή στάση έναντι των άλλων μεγάλων δυνάμεων.

Και σε αυτό το κάδρο των εξελίξεων, φυσικά περιλαμβάνεται και η χώρα μας, που θα πρέπει άμεσα να επαναφέρει την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της, βλέποντας πλέον ότι το διμερές και όχι το πολυμερές εμπόριο κυριαρχεί.

Διαβάστε ακόμη: