Μια ανάσα από το επίπεδο στο οποίο διαμορφωνόταν στις 23 Ιουλίου του 2016, την ημέρα του δημοψηφίσματος για το Brexit, επανήλθε η βρετανική λίρα χάρη στα υψηλά επιτόκια δανεισμού, την πολιτική σταθερότητα και την εισροή ενδιαφερόμενων επενδυτών.
Τον Σεπτέμβριο η βρετανική λίρα κατέγραψε κέρδη τουλάχιστον 1% έναντι ενός μεγάλου «καλαθιού» νομισμάτων, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Αγγλίας. Τον τελευταίο χρόνο έχει ανέβει περίπου 4,7%, κερδίζοντας 4,7% και 4,1% έναντι του αμερικανικού δολαρίου και του ευρώ αντίστοιχα. Έτσι, η βρετανική λίρα έχει την καλύτερη επίδοση ανάμεσα στα νομίσματα που εκδίδει η ομάδα της G10, των δέκα μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο.
Πρόκειται για εντυπωσιακή ανάκαμψη ενός νομίσματος, το οποίο επί χρόνια απέφευγαν οι επενδυτές λόγω των μεγάλων διακυμάνσεων, ενώ προηγουμένως θεωρείτο κορυφαίο και ασφαλές αποθεματικό.
Τώρα φαίνεται να επανέρχεται στο αρχικό καθεστώς, καθώς τα επιτόκια δανεισμού στη Βρετανία είναι υψηλά και αναμένεται να μειωθούν με πολύ βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με άλλες κεντρικές τράπεζες στη Δύση. Επίσης, η Τράπεζα της Αγγλίας δείχνει διάθεση να διατηρήσει «σφιχτή» νομισματική πολιτική το επόμενο διάστημα, καθώς οι αρμόδιοι αξιωματούχοι δεν φαίνεται να είναι σίγουροι πως οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν κατασταλεί πλήρως.
Σε βάθος χρόνου βέβαια, η Τράπεζα της Αγγλίας θα αλλάξει πορεία, αλλά στο μεταξύ η λίρα θα συνεχίσει να ευνοείται.
Επανήλθε η πολιτική σταθερότητα
Επίσης, μετά τη σαρωτική ανάδειξη του Keir Starmer ως πρωθυπουργού τον Ιούλιο, επικράτησε ένα κλίμα σταθερότητας στην πολιτική σκηνή της χώρας. Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ το δολάριο παραμένει ακριβό σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια και επηρεάζεται από την αβεβαιότητα ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου, ενώ το ευρώ επιβαρύνεται από τις οικονομικές δυσκολίες της Γερμανίας.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, παρότι η νέα βρετανική κυβέρνηση φέρει ήδη στο ιστορικό της κάποια πολιτικά σκάνδαλα και φαίνεται να αμφιβάλλει σε ό,τι αφορά τον τρόπο υλοποίησης των οικονομικών της δεσμεύσεων, το ήπιο προφίλ που διατηρεί είναι αρκετό για να προσελκύσει ξανά διεθνές κεφάλαιο.
Τέλος, ένας από τους σημαντικούς λόγους επαναφοράς των ξένων ενδιαφερομένων είναι οι φθηνές κεφαλαιοποιήσεις. Ο κλάδος των συγχωνεύσεων και εξαγορών έχει εκτοξευθεί φέτος, με το 73% του όγκου των συμφωνιών να προέρχεται από το εξωτερικό σχεδόν αντίστοιχο με το επίπεδο-ρεκόρ του 2021. Εξάλλου, οι κεφαλαιοποιήσεις στα χρηματιστήρια είναι πολύ χαμηλότερες από τις αμερικανικές εταιρείες σε όλους τους τομείς πλην των εταιρικών ακινήτων.