Στο μυθιστόρημα «Ο Ανήφορος», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα», περιγράφονται τα ζοφερά χρόνια του πολέμου, τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και την Ελλάδα, όπου ο Νίκος Καζαντζάκης παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα για να γράψει και να συγκεντρωθεί.

Πρόκειται για το ανέκδοτο –μέχρι σήμερα– μυθιστόρημα του κορυφαίου Έλληνα συγγραφέα που κυκλοφόρησε συμβολικά την 26η Οκτωβρίου, ημερομηνία θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη.

Το χειρόγραφο από το μυθιστόρημα φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά).

Στον «Ανήφορο», είναι διακριτές οι εσωτερικές σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο που «βασανίζουν» τον συγγραφέα, καθώς ο Καζαντζάκης αναρωτιέται διαρκώς, όπως και στα υπόλοιπα βιβλία, για τον σκοπό και τη δύναμη του ανθρώπου, για το νόημα της ζωής και της ύπαρξης.

Η υπόθεση θέλει τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Κοσμά, να κινείται μεταξύ θεωρίας και πράξης, Ελλάδας και Αγγλίας, σε μία προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του, συνομιλώντας με το φάντασμα του νεκρού πατέρα του και καταγράφοντας φαντασιακές εικόνες που τού «γεννά» το μεταπολεμικό σκηνικό, τόσο στην πατρίδα του, όσο και την Αγγλία.

«Ο Ανήφορος», Νίκος Καζαντζάκης

Λίγα λόγια για το βιβλίο

«Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή, να γίνουμε ελεύτεροι». Η δράση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο σε Κρήτη και Αγγλία.

Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλά την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος και την ερώτηση για την αξία της ζωής.

Έχουν περάσει μόλις μερικές ημέρες από τον θάνατο του πατέρα του και η Κρήτη μετρά τις πληγές της, αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου. Ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να στοχασθεί, δεν έχει σωθεί, που κινδυνεύει, και ο Κοσμάς μεταβαίνει στη μεταπολεμική Αγγλία για να τον σώσει.

Το προσωπικό κόστος της επιλογής του, είναι τεράστιο. Όμως, αυτό είναι το χρέος, αυτός είναι ο ανήφορος που όλοι πρέπει να διαβούμε.

«Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω». Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.

Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί από πάνω της, μα δε θά ’ταν η δική του· θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους, μα δε θά ’ταν η δική του νιότη. «Αγαπημένο Κάστρο», μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, «γεράσαμε».

«Βίος και Πολιτεία» στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού με τον Γιάννη Στάνκογλου στον ρόλο του «Ζορμπά»

Διαβάστε ακόμη: