Ήταν Απρίλιος του 2010, με την Ελλάδα να βρίσκεται ήδη στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου, ως η πρώτη χώρα που όδευε σε ένα πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Τότε ήταν που η αξιολόγηση της Moody’s ήταν στο Α3, δηλαδή στην μεσαία, αν και η ίδια την ονομάζει upper, δηλαδή ανώτερη, δέσμη των αξιολογήσεων. Μόλις δύο μήνες μετά, τον Ιούνιο του 2010, έδειξε τη σύσταση «σκουπίδια», με αξιολόγηση Ba1, παραδεχόμενη επί της ουσίας ένα λάθος που προφανώς τη στιγματίζει και σήμερα.

Από την άλλη, ο οίκος Fitch, είχε δώσει την αξιολόγηση junk από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, αλλά είχε προϊδεάσει τους «πελάτες» της και τις αγορές ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. Είχε αρχίσει τις υποβαθμίσεις από το 2008 μάλιστα, με ξεκάθαρο negative outlook, σε αντίθεση με την Moody’s, η οποία αμφιταλαντευόταν μέχρι και τον Ιούνιο του 2010 με σταθερές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η «πικρή» ιστορία

Η ιστορία των αποτυχημένων αξιολογήσεων βέβαια δεν έχει μόνο «γαλανόλευκα» χρώματα, με τους οίκους να βρίσκονται κατά καιρούς στο στόχαστρο των αγορών για τις συστάσεις τους. Παροιμιώδης άλλωστε ήταν η αποτυχία τους πριν το ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ το 2008-2009, όταν και σύστηναν τα σχήματα των subprimes δανείων, λίγο πριν αυτά καταρρεύσουν, προκαλώντας σεισμικές δονήσεις σε όλο τον κόσμο.

Οι νέοι, τότε, περίπλοκοι τίτλοι «δομημένης χρηματοδότησης» που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου δεν θα μπορούσαν να πουληθούν χωρίς αξιολογήσεις, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς χρεογράφων — θεσμικοί και συνταξιοδοτικά ταμεία — περιοριζόταν από τα καταστατικά τους να κατέχουν μόνο τους ασφαλέστερους τίτλους — δηλαδή τους τίτλους που οι οίκοι αξιολόγησης έδιναν το «triple-A».

Οι οίκοι δεν δυσκολεύτηκαν λοιπόν να δώσουν τις υψηλότερες αξιολογήσεις για περισσότερα από 3 τρισ. δολάρια στεγαστικών δανείων, αμφίβολης ποιότητας πίστωσης και με πολλά κενά. Η κατάρρευση ήρθε όμως και μέχρι το 2010 υποβαθμίστηκαν σε «σκουπίδια». Οι ζημίες ξεπέρασαν 500 δισ., “εξαφανίζοντας” τρεις μεγάλες επενδυτικες τράπεζες. Τις Bear Stearns, Lehman Brothers και Merrill Lynch και την αμερικανική κυβέρνηση να υποχρεώνεται να ρίξει στις αγορές 700 δισ. δολάρια για να σταματήσει την κατάρρευση.

Στο στόχαστρο των αγορών οι οίκοι

Μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον κρίσης, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής και τέθηκαν υπό έλεγχο επειδή έδωσαν αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας, «ασφαλείς για τοποθετήσεις».

Η ζήτηση για εκείνους τους τίτλους άλλωστε είχε γιγαντωθεί από το ενδιαφέρον της μεγάλης παγκόσμιας “δεξαμενής” επενδύσεων σταθερού εισοδήματος και τα χαμηλά επιτόκια από ανταγωνιστικούς τίτλους σταθερού εισοδήματος, που κατέστησαν δυνατή την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ για μεγάλο μέρος εκείνης της περιόδου. Εκείνες οι υψηλές αξιολογήσεις ενθάρρυναν τη ροή παγκόσμιων επενδυτικών κεφαλαίων σε αυτούς τους τίτλους που χρηματοδοτούσαν επί της ουσίας τη φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ.

Στο σήμερα… και την Ελλάδα

Η ιστορία «κυνηγά» ακόμη τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι έχουν προσπαθήσει με κάθε μέσο να υπερασπιστούν τη φήμη και την αξιοπιστία τους. Και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, δεδομένης της παρελθούσας εμπειρίας, ειδικά για τη Moody’s. Άλλωστε και το διεθνές περιβάλλον παραμένει δύσκολο, με τις μνήμες για το πόσο επηρεάζεται η ελληνική οικονομία από αυτό, να είναι ακόμη νωπές.

Και αυτό δεν μένει εκτός «ραντάρ» της Moody’s, η οποία όχι απλώς δεν έδωσε -από την πλευρά της- την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αλλά ούτε καν αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε, για τον οίκο, η ανάπτυξη δεν αποτελεί ένα απλό αριθμητικό στοιχείο. Χαμηλότερος ρυθμός, σημαίνει ενδεχομένως και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, μεγαλύτερη δυσκολία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και ακόμη ένα εμπόδιο προς τον στόχο του να κλείσει το περιβόητο επενδυτικό κενό.

Η Moody’s είχε και άλλους λόγους για τη μη αναβάθμιση της Ελλάδας, όπως το ότι παραμένει υψηλός ο λόγος χρέους ως προς το ΑΕΠ. Παράλληλα, διαπίστωσε ότι παραμένει μεγάλο το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς καθώς σημαντικοί κλάδοι της οικονομίας είναι ναυτιλία και τουρισμός. Επίσης, ζητά να υπάρξει συνέχιση μεταρρυθμίσεων ειδικά στο δικαστικό σύστημα, αλλά και ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ισχύος.

Διαβάστε ακόμη: