«Λενε ότι πρέπει να ξέρει κανείς πότε είναι ο κατάλληλος και σωστός χρόνος για να αποχωρήσει. Αρα τώρα είναι η ιδανική στιγμή και από πλευράς χρηματοοικονομικών δεικτών, θεμελιωδών μεγεθών, είμαστε μια από τις καλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών στην Ευρώπη. Η εταιρεία είναι τακτοποιημένη, νοικοκυρεμένη, στο peak των επιδόσεων και αποδόσεων, οπότε για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό το ότι παραδίδω την σκυτάλη, έχοντας πλέον λύσει πολλά από τα προβλήματα τα οποία όταν παρέλαβα εγώ ήταν τεράστια».
Τάδε έφη από το φόρουμ των Δελφών ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ κ. Μιχάλης Τσαμάζ, ο οποίος αποχωρεί από το τιμόνι του ομίλου τον ερχόμενο Ιούνιο: «Αντί να διαπραγματευτώ άλλη μια τριετία με τους βασικούς μετόχους διαπραγματεύτηκα να… πάρω ένα καλό πακέτο», ανέφερε χαρακτηριστικά, κλείνοντας το πολύ σημαντικό κεφάλαιο που άνοιξε το 2010, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτει– αν και ρωτήθηκε- το νέο κεφάλαιο που πρόκειται να ανοίξει για τον ίδιο: «Δεν μπορώ να πω», ήταν η καταληκτική δήλωσή του.
Στην πορεία του τα τελευταία χρόνια από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας όταν ανέλαβε στο τιμόνι του Οργανισμού ο κ. Τσαμάζ ήρθε αντιμέτωπος με πολλαπλές κρίσεις «με πολλά προβλήματα σε διάφορες δραστηριότητες της εταιρείας συν το γεγονός ότι η κρίση στην οικονομία της χώρας δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα χρηματοδότησης των δανείων του ΟΤΕ. Οπότε είχαμε έναν συνδυασμό προβλημάτων και μαζί και την οικονομική εξυγίανση του μεγαλύτερου οργανισμού τηλεπικοινωνιών». Για τον ίδιο, όπως ανέφερε η πιο δύσκολη στιγμή ήταν στην ανάληψη των καθηκόντων του, το 2010, λίγο μετά το Καστελόριζο «όταν οι χρηματοδοτήσεις από τις διεθνείς τράπεζες είχαν κλείσει, σε συνδυασμό με την κακή εμπειρία πελάτη αλλά και το γεγονός ότι μας επέβαλε η ρυθμιστική αρχή να είμαστε σχεδόν 100% πιο ακριβοί από τους ανταγωνιστές μας». Αυτοί οι παράγοντες δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα και απώλειες εσόδων, χρειάστηκε να κερδηθούν μικρότερες ή μεγαλύτερες μάχες, να βρεθούν τρόποι να μειωθούν τα κόστη λειτουργίας, να μειωθεί το μισθολογικό κόστος από το 1 δισ. ευρώ σε επίπεδα κάτω από τα 500 εκατ. ευρώ με εθελούσιες του προσωπικού, το οποίο μειώθηκε σε μια πενταετία περίπου κατά 10.000 αλλά έγινε και η πρόσληψη 3.000 νέων ανθρώπων ανανεώνοντας το δυναμικό του ομίλου.