Η διαμόρφωση προσδοκιών ότι οι πληθωριστικές πιέσεις και η γεωπολιτική ένταση θα διαρκέσουν περισσότερο από όσο αρχικά αναμενόταν, δημιουργεί σοβαρούς κλυδωνισμούς στην οικονομία και νέες προκλήσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΙΟΒΕ, η νομισματική πολιτική αναδιπλώνεται προς μια λιγότερο επεκτατική στάση, το κόστος του χρήματος ανακάμπτει έπειτα από μια μακρά περίοδο άφθονης ρευστότητας, ενώ η υγειονομική κρίση έχει υποχωρήσει σημαντικά, χωρίς να αποκλείονται ωστόσο εστίες υποτροπής. Μετά την πρώτη άνοδο επιτοκίων από την ΕΚΤ έπειτα από 11 έτη, κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο, οι αγορές προσδοκούν πλέον μια ταχύτερη και περισσότερο εμπροσθοβαρή άνοδο των επιτοκίων μεσοπρόθεσμα, με επόμενη άνοδο, πιθανά κατά 50 μ.β., να αναμένεται ήδη τον Σεπτέμβριο του 2022.
Το σταδιακά βελτιούμενο κατά το 2021 επενδυτικό κλίμα προς τις εγχώριες τράπεζες διαταράχθηκε κατόπιν της έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία. Έπειτα από μια περίοδο υψηλής μεταβλητότητας, σε συνέχεια δύο διαδοχικών εξωτερικών διαταραχών (υγειονομική-πόλεμος), ο τραπεζικός δείκτης στο τέλος Ιουνίου διαπραγματεύεται περίπου 40% χαμηλότερα σε σύγκριση με τις αρχές του 2020 και 30% χαμηλότερα σε σχέση με τα μέσα Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Οι κίνδυνοι και η αβεβαιότητα για την πραγματική οικονομία επηρεάζουν και τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, μεταξύ άλλων σε επίπεδο ποιότητας ενεργητικού και προοπτικών κερδοφορίας.
Μεταξύ των προκλήσεων από το παρελθόν, συγκαταλέγονται το υψηλό ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), το οποίο έχει μειωθεί σημαντικά, το υψηλό μερίδιο αναβαλλόμενης φορολογίας στα ίδια κεφάλαια, και η αδύναμη κερδοφορία. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, πέρα από την πρώτη αύξηση επιτοκίων, η ΕΚΤ ολοκλήρωσε τις καθαρές νέες αγορές στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων PEPP τον Μάρτιο του 2022 (θα συνεχίσει τις επανεπενδύσεις των σχετικών ομολόγων που λήγουν), καθώς και τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο των υπόλοιπων προγραμμάτων αγορών τίτλων APP τον Ιούνιο του 2022.
Για την περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία είχε χορηγηθεί κατ’ εξαίρεση επιλεξιμότητα στο πρόγραμμα PEPP, η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι υπάρχει περιθώριο να συνεχιστούν οι καθαρές νέες αγορές, προκειμένου να συνεχιστεί η ομαλή μετάβαση νομισματικής πολιτικής σε όλα τα κράτη μέλη. Μεταξύ των θετικών τάσεων στα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών, συνεχίζεται η μείωση των ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών, οι ιδιωτικές καταθέσεις κινούνται ανοδικά, καθώς επίσης και η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις.
Η έγκαιρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί ευκαιρίες για μεσοπρόθεσμη τόνωση των πιστώσεων προς παραγωγικές επενδύσεις. Οι τράπεζες καλούνται να έχουν συγχρηματοδοτικό ρόλο-κλειδί στο δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους €12,7 δισεκ. για την Ελλάδα έως το 2026, ενώ η εκταμίευση της πρώτης δόσης του Ταμείου, συνολικού ύψους €3,6 δισεκ. έλαβε χώρα στις αρχές Απριλίου, εκ των οποίων €1,84 δισεκ. αφορούν στο δανειακό σκέλος.
Μεταξύ των αρνητικών τάσεων, η αβεβαιότητα λόγω πολέμου επιδεινώνει το ευρύτερο επενδυτικό κλίμα, ενώ καταγράφηκε σημαντική άνοδος στο κόστος νέου δανεισμού τόσο του ελληνικού δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ξεπέρασαν τον Μάιο κατά μέσο όρο το 3,5% στην περίπτωση του 10-ετούς τίτλου, που αποτελεί υψηλό τριετίας.
Αντίστοιχα, διευρύνθηκε και η απόκλιση από την απόδοση των αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων, ξεπερνώντας στην περίπτωση του 10-ετούς, τις 259 μονάδες βάσης. Η πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά συνεχίστηκε αμείωτη. Σε εθνικό επίπεδο, λήγουν σταδιακά τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα για την υποστήριξη των δανειοληπτών, τα μορατόρια πληρωμών, καθώς και τα προγράμματα μερικής καταβολής δόσεων και ταμειακών διευκολύνσεων των δανειοληπτών, εκ μέρους των τραπεζών.
Οι προοπτικές για τα «κόκκινα» δάνεια
Μεσοπρόθεσμα, η δυναμική μείωσης των ΜΕΔ αναμένεται να συνεχιστεί οδηγούμενη από περαιτέρω τιτλοποιήσεις χαρτοφυλακίων οι οποίες μεταφέρουν τα «κόκκινα» δάνεια εκτός των ισολογισμών των τραπεζών. Βραχυπρόθεσμα, η μείωση των ΜΕΔ είναι πιθανό να αντισταθμίζεται μερικώς από διαταραχές, εξαιτίας των επιπτώσεων της νέας ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού που πλήττει τόσο νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις, ειδικά στους κλάδους έντασης ενέργειας.
Οι διαταραχές ενδέχεται να συνδέονται επίσης με τις επιπτώσεις της παρατεταμένης υγειονομικής κρίσης που έπληξε κυρίως επιχειρήσεις σε κλάδους υπηρεσιών, αλλά και με τη σταδιακή παύση των προσωρινών μέτρων ενίσχυσης των δανειοληπτών (Γέφυρα Ι, ΙΙ καθώς και λήξη στα μορατόρια πληρωμών), όπως επίσης με την αύξηση των επιτοκίων προσεχώς στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, λόγω των επερχόμενων αυξήσεων στα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Ως προς τις νέες πιστώσεις, αναμένεται να συνεχιστεί η πιστωτική συρρίκνωση στα νοικοκυριά, ενώ οι εισροές από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (€12,7 δισεκ. σε δάνεια την περίοδο 2021- 2026) και η σχετική μόχλευση ιδιωτικών επενδύσεων εκτιμάται πως θα ενισχύσουν σημαντικά την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις. Η εκταμίευση της πρώτης δόσης των €3,6 δισεκ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (εκ των οποίων €1,84 δισεκ. για το δανειακό σκέλος) έγινε τον Απρίλιο, με βάση την πρόοδο που είχε καταγραφεί σε σχέση με τους στόχους μεταρρυθμίσεων του εγχώριου Σχεδίου Ανάκαμψης στο τρίτο τρίμηνο του 2021.
Σε σχέση με το δανειακό σκέλος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αυτό αρχικά περιλάμβανε στο σχεδιασμό του τουλάχιστον 30% τραπεζική χρηματοδότηση, τουλάχιστον 20% ίδια κεφάλαια και έως 50% κεφάλαια του Ταμείου. Με στόχο να καταστεί η χρηματοδότηση των επιλέξιμων επενδυτικών σχεδίων περισσότερο ευέλικτη, το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να αφαιρεθεί η προϋπόθεση της ελάχιστης τραπεζικής συγχρηματοδότησης.