Με μεγάλα όπλα τα κέρδη του 2024 αλλά και την υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα θα κυνηγήσουν τη χρονιά που μόλις ξεκίνησε το μεγάλο στόχο της επενδυτικής βαθμίδας χωρίς να παραγνωρίζουν και την ανάγκη αυξημένης εγρήγορσης σε βασικούς τομείς της δραστηριότητάς τους.

Έχοντας πλέον βγει από την κρίση πλήρως ιδιωτικοποιημένες και με ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα, οι ελληνικές τράπεζες θα επικεντρωθούν το 2025 στην πλήρη κάλυψη της απόστασης, 1,5 βαθμίδα, που χωρίζει την αξιολόγησή τους από την επενδυτική βαθμίδα.

Όπως αναφέρει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2024, η σύγκλιση προς τους δείκτες αποδόσεων των ομολόγων των ευρωπαϊκών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία, όπως άλλωστε συνέβη και με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αντανακλά την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Η ΤτΕ εκτιμά ότι η αύξηση κατά περίπου 1 βαθμίδα από το τρέχον επίπεδο αξιολόγησης θα επέφερε μόνιμη μείωση κατά περίπου 110 μονάδες βάσης στο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών.

Επισημαίνει δε ότι η αναβάθμιση των τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία θα πρέπει να στηριχθεί πρωτίστως σε περαιτέρω βελτιώσεις στα θεμελιώδη μεγέθη τους.

Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να συνεχίσουν την προσπάθεια εξυγίανσης του ενεργητικού τους και βελτίωσης των κεφαλαιακών τους δεικτών, ώστε να συγκλίνουν περαιτέρω προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εκκινώντας όμως από υψηλότερη βάση στον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών και των ομολόγων τους συνεπάγονται ελάφρυνση του κόστους έκδοσης στην πρωτογενή αγορά ομολόγων, με θετικές συνέπειες στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών.

Πάνω στο τραπέζι το… όπλο της έκτακτης φορολόγησης των τραπεζών - Γιατί έπεσε το μέτρο της φορολόγησης των κερδών στο τραπέζι – Αιφνιδιασμένοι δηλώνουν οι τραπεζίτες και μιλούν για πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας!

Τα στοιχήματα

Με την καθαρή κερδοφορία για το 2024 να προσεγγίζει τα 4,7 δισ. ευρώ και έχοντας θωρακισμένους ισολογισμούς με ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα, οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών βάζουν τα στοιχήματα του 2025.

Πρώτο στοίχημα για τη νέα χρονιά θα είναι η διατήρηση της υψηλής κερδοφορίας που θα στηριχθεί αφενός στο άνοιγμα των τραπεζών σε τομείς που θα συνεισφέρουν περισσότερο στην παραγωγή εσόδων και αφετέρου στην ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης.

Οι τραπεζίτες έχουν ήδη καταστρώσει την στρατηγική του 2025 καθώς η συνέχιση της πτωτικής τάσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ και το 2025 προφανώς θα σημάνει και την μείωση των επιτοκιακών τους εσόδων.

Ωστόσο η αύξηση των δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα αντισταθμίσει τις πιέσεις στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, συντηρώντας την υψηλή κερδοφορία των τραπεζών.

Οι τραπεζίτες προβλέπουν ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση ανά τράπεζα θα κινηθεί στα 2 δισ. ευρώ ετησίως την ερχόμενη διετία, με μοχλό τις επιχειρηματικές χορηγήσεις που συνδέονται με τα επενδυτικά έργα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Προσδοκία των τραπεζών είναι από το 2025 να γυρίσει σε θετικό πρόσημο και η πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά.

Σημειώνεται ότι για το 2024 η πιστωτική επέκταση που αναμένει η καθεμία από τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες είναι για τη Eurobank 3,5 δισ. ευρώ, για την Τράπεζα Πειραιώς 3 δισ., για την Alpha Bank 2 δισ. και για την Εθνική 1,5 δισ. ευρώ.

Την ίδια στιγμή, μεγάλη «μάχη» θα δοθεί για την αύξηση των προμηθειών και ειδικά για προμήθειες από τομείς που παρουσιάζουν ακόμη χαμηλή διείσδυση στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως το bancassurance, το wealth και το asset management.

Επόμενο στοίχημα η ενίσχυση της μερισματικής απόδοσης για τους μετόχους.

Η Τράπεζα Πειραιώς αναβάθμισε τον στόχο για διανομή μερίσματος στο 35% (από 25%) των κερδών του 2024 και στο 50% το 2025.

Η Eurobank είχε στόχο τη διανομή του 40% των κερδών του 2024 και πλέον αναβαθμίζει τον στόχο της στο 50% για μέρισμα το 2025. Μέρισμα που μπορεί να είναι υψηλότερο του 40% και μπορεί να φτάσει έως 50% το 2025, από τα κέρδη του 2024, βλέπει η Εθνική Τράπεζα.

Και η Alpha Bank κάνει πρόβλεψη για διανομή μερίσματος σε ποσοστό περίπου 35% από τα κέρδη για το 2024 και 50% το 2025.

Ψάχνουν εξαγορές στο asset management σε Ελλάδα και εξωτερικό οι ελληνικές τράπεζες - Εντονότερη δραστηριοποίηση των τραπεζών στον τομέα της διαχείρισης κεφαλαίων, καθώς είναι κομβικό για τα κέρδη του μέλλοντος!

Οι τρεις προκλήσεις

Την ίδια στιγμή η υψηλή εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τα επιτοκιακά έσοδα τις καθιστά πιο ευάλωτες στη μείωση των επιτοκίων, ενώ το χαμηλό ποσοστό των εσόδων από προμήθειες τις υποχρεώνει, μετά και τις πρόσφατες κυβερνητικές αποφάσεις, να αναζητήσουν νέες πηγές άντλησης εσόδων για να συντηρήσουν την κερδοφορία τους.

Σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority – EBA) για τις επιδόσεις των συστημικών τραπεζών το γ΄ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με τις ευρωπαϊκές,οι ελληνικές τράπεζες αντλούν το 79,5% των λειτουργικών τους εσόδων από τόκους, έναντι 60,6% που είναι ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Η υψηλή εξάρτηση από τα έσοδα τόκων καθιστά τις ελληνικές τράπεζες πιο ευάλωτες σε περιόδους μείωσης των επιτοκίων.

Το πιο ευαίσθητο σημείο των ελληνικών τραπεζών είναι τα έσοδα από προμήθειες, που αντιπροσωπεύουν το 18% των λειτουργικών τους εσόδων έναντι 28% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε., με μεγάλες ωστόσο διαφοροποιήσεις ανά χώρα.

Οι ελληνικές τράπεζες κατατάσσονται στην 7η θέση από το τέλος σε ό,τι αφορά το ποσοστό των προμηθειών τους ως προς τα λειτουργικά έσοδα, ενώ οι πρόσφατες κυβερνητικές παρεμβάσεις κυρίως στις χρεώσεις για πληρωμές και εμβάσματα αναμένεται να συμπιέσουν περαιτέρω τα έσοδα από προμήθειες, καθώς οι απώλειες έχουν εκτιμηθεί στα 130 εκατ. ευρώ ετησίως.

Στις αδυναμίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, παρά τη θεαματική βελτίωση που έχει γίνει την τελευταία 5ετία, εξακολουθεί να φιγουράρει ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος διαμορφώνεται στο 3,3% έναντι 1,9% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πάντως χάσει την πρωτιά των κόκκινων δανείων και στην κορυφή της κατάταξης είναι πλέον η Πολωνία με αντίστοιχο δείκτη 3,9%, ενώ η Κύπρος, που ήταν επίσης στην κορυφή της κατάταξης στο παρελθόν, διαθέτει πλέον αντίστοιχο δείκτη 2,2%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΒΑ το απόθεμα των κόκκινων δανείων στη χώρα μας έχει περιοριστεί στα 6,8 δισ. ευρώ και από αυτά περίπου τα μισά είναι κόκκινα δάνεια νοικοκυριών, ενώ ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών διαμορφώνεται στο 37,7% έναντι 41,6% που είναι ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Διαβάστε ακόμη