Την εκτίμηση ότι οι συνθήκες είναι ώριμες, ώστε να σχεδιαστούν τα ενεργειακά πρότζεκτ της επόμενης δεκαετίας, διατύπωσε ο καθηγητής Γιάννης Μανιάτης, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (2013-2015), μιλώντας στο 1st East Macedonia & Thrace Forum, το οποίο διοργανώνεται από το Ολυμπία Φόρουμ, σε συνεργασία με τον Δήμο Αλεξανδρούπολης, το Energizing Greece και την Hellas Journal.
Στο ερώτημα δε, ποια λάθη έκανε κατά τη γνώμη του η ΕΕ στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης, την οποία επέτεινε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο κ.Μανιάτης τόνισε: «Η πράσινη μετάβαση είναι απαραίτητη, προκειμένου να προλάβουμε την κλιματική καταστροφή. Ωστόσο, η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να είναι από μόνη της στρατηγική, αλλά μόνο ένας από τρεις αναγκαίους πυλώνες: οι άλλοι δύο είναι η ενεργειακή φτώχεια (γιατί αν δεν μπορεί να αγοράσει κάποιος την ενέργεια, όλη αυτή η διαδικασία δεν έχει νόημα) και η επάρκεια. Τα δύο τελευταία τα ξέχασε η ΕΕ» σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι το δίλημμα που τίθεται, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) ή αέριο συνιστά λανθασμένη στρατηγική. «Είναι και ΑΠΕ και αέριο, γιατί τα επόμενα 30 χρόνια θα χρειαστούμε το αέριο ως μεταβατικό καύσιμο» είπε. Αναφέρθηκε, τέλος, στις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την πράσινη μετάβαση, όπως το κοβάλτιο, το νικέλιο και οι σπάνιες γαίες, υπενθυμίζοντας ότι η Κίνα ελέγχει το 45% της παγκόσμιας αγοράς, οι ΗΠΑ ακολουθούν στη δεύτερη θέση με χαμηλό μερίδιο και η Ευρώπη είναι ουσιαστικά απούσα. «Χρειάζεται να μάθουμε από τα λάθη μας» τόνισε, μιλώντας στην ενότητα με τίτλο «Νew Energy Corridors: Consequences of Russia’s aggression against Ukraine for Eastern Macedonia & Thrace».
Η αυξανόμενη ανάγκη για LNG και η εξέλιξη το 2024-2025
«Στα επόμενα λίγα χρόνια η ευρωπαϊκή αγορά αερίου θα διαμορφωθεί από την αυξανόμενη ανάγκη για Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG)» είπε ο Διευθυντής Δραστηριοτήτων Στρατηγικής και Ανάπτυξης της ΔΕΠΑ Εμπορίας ΑΕ, Γεώργιος Πολυχρονίου και πρόσθεσε ότι η ενισχυμένη ζήτηση και από την Κίνα αναμένεται να οδηγήσει σε πιο έντονο ανταγωνισμό. Ωστόσο, περισσότερο LNG εκτιμάται ότι θα «μπει» στην παγκόσμια αγορά το 2024-2025, περιορίζοντας την πιθανότητα για πολύ υψηλές τιμές.
Τόνισε ότι παρά τις εντονότατες ανησυχίες που είχαν εκφραστεί, για το πώς θα διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης σε όρους τόσο προμηθειών, όσο και τιμών, μετά την απόφαση της Ρωσίας να χρησιμοποιήσει την ενέργεια σαν όπλο, «δώδεκα μήνες μετά μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι χειρότεροι φόβοι δεν επαληθεύτηκαν και ότι η κατάσταση ελέγχθηκε με μέτρα στρατηγικής».
Ο κ.Πολυχρονίου επισήμανε ακόμα ότι σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα τρία εμβληματικά ενεργειακά πρότζεκτ και η ΔΕΠΑ συμμετέχει στις εταιρείες και των τριών: στην ICBG, στο FSRU και στη νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής στην Αλεξανδρούπολη. Πρόσθεσε δε ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ρόλο της εταιρείας ως υποστηρίκτριας της ελληνικής κοινωνίας κατά το διάστημα της ενεργειακής κρίσης.
Τα FSRU προχωρούν αλλά πρέπει να βιαστούμε
Στα ναυπηγεία Keppel στη Σιγκαπούρη βρίσκεται πλέον, για τη μετατροπή του, το πρώτο FSRU της Αλεξανδρούπολης (Πλωτή Μονάδα Αποθήκευσης και Αεριοποίησης Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου), το οποίο αναμένεται να αφιχθεί στο Θρακικό Πέλαγος στις 25 Νοεμβρίου, ενώ ξεκίνησαν ήδη και οι εργασίες για τον αγωγό στα ανατολικά της πόλης, όπως γνωστοποίησε ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Gastrade AE του Ομίλου Κοπελούζου Κωστής Σιφναίος. Πρόσθεσε ότι και το δεύτερο FSRU βρίσκεται ήδη υπό ανάπτυξη, αφού έχει λάβει τη σχετική αδειοδότηση (από τη ΡΑΕ) και οι περιβαλλοντικοί όροι υποβλήθηκαν.
«Τα terminals της Αλεξανδρούπολης έχουν πολύ σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν. Θα δείξουν πώς η ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αλληλεγγύης και συνεργασίας» τόνισε, υπενθυμίζοντας ότι με το πρώτο FSRU -και με συνδετικό κρίκο τη Βουλγαρία- θα μπορούν να τροφοδοτηθούν μεταξύ άλλων η Σερβία και η Ρουμανία, ενώ με το δεύτερο FSRU ανοίγει και ο δρόμος προς τη Μολδαβία και την Ουκρανία. «Για την ευρύτερη περιοχή, η Αλεξανδρούπολη δεν είναι πλέον απλά ένα ενεργειακό hub αλλά και κέντρο ασφάλεια και σταθερότητας» είπε. Προειδοποίησε ωστόσο ότι όλα χρειάζεται να κινηθούν γρήγορα, επισημαίνοντας ότι το τρίτο τουρκικό FSRU έχει ήδη αφιχθεί στη γειτονική χώρα και θα ξεκινήσει να λειτουργεί μέσα τους επόμενους λίγους μήνες.
Στα δύο μνημόνια αλληλοκατανόησης (MοU), που υπεγράφησαν μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, σε μια περίοδο που η γειτονική χώρα επιζητά εναγωνίως την απεξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, αναφέρθηκε ο πρέσβης της Βουλγαρίας στην Ελλάδα, Βαλεντίν Ποριάζοφ. Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτήρισε ως πολύ σημαντικό πρότζεκτ τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, αντικείμενο του πρώτου μνημονίου, εκφράζοντας την ευχή να συσταθεί γρήγορα μια κοινή εταιρεία και να αρχίσει η υλοποίηση του έργου. O κ.Ποριάζοφ τόνισε ακόμα ότι όταν την περασμένη άνοιξη η Gazprom έκλεισε τις στρόφιγγες του αερίου στη Βουλγαρία, η οποία ήταν εξαρτημένη από αυτό σε ποσοστό άνω του 90%, ήταν η Ελλάδα που προσέτρεξε και την τροφοδότησε με ενέργεια. «Σήμερα η Ελλάδα και η Βουλγαρία έχουν τις καλύτερες σχέσεις στην ιστορία τους κι αυτό συμβαίνει εν μέρει και λόγω των όσων έχουν συμβεί στην Ουκρανία» σημείωσε.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια η Ρωσία έκανε την ενέργεια το βασικό της όπλο και παρότι επί σειρά ετών η Ουκρανία προειδοποιούσε τους εταίρους της ότι χρειάζεται να υπάρξει απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, δεν εισακούστηκε και δεν ελήφθησαν εγκαίρως μέτρα, όπως επισήμανε ο πρέσβης της χώρας στην Ελλάδα, Σεργκέι Σουτένκο. Πρόσθεσε ότι στην επόμενη μέρα μετά τον πόλεμο, στη φάση του μεγάλου πρότζεκτ της αποκατάστασης και ανοικοδόμησης της χώρας, η Αλεξανδρούπολη μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο (και ως λιμάνι-διαμετακομιστικό κέντρο), καθώς «θα χρειαστούν καθαρά και αποτελεσματικά logistics» (για τη μεταφορά δομικών υλικών).
Χωρίς ρωσικό αέριο κατόρθωσε να περάσει τον χειμώνα η Μολδαβία, καθώς όταν η Gazprom προσπάθησε να ασκήσει πιέσεις, βρήκε τον τρόπο να εισάγει ενέργεια από αλλού, περιορίζοντας ταυτόχρονα κατά 30% την κατανάλωση αερίου σε μόλις έναν χρόνο, σημείωσε ο πρέσβης της χώρας στην Ελλάδα, Αντρέι Ποπόφ, ο οποίος ευχαρίστησε την Ελλάδα για τον τρόπο με τον οποίο συνεισφέρει στην ενεργειακή ανθεκτικότητα της ευρύτερης περιοχής.