Στο «κυνήγι» για τις προσφορές σούπερ μάρκετ προχωρούν οι καταναλωτές το τελευταίο διάστημα καθώς και σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (privatelabel) ως αντίδοτο στις ανατιμήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που είδε το φως της δημοσιότητας το ποσοστό των καταναλωτών που επιλέγει να ψωνίζει συστηματικά ή τακτικά, μη επώνυμα προϊόντα, ξεπερνά το 90%.

Γράφει η Ειρήνη Θεοφανίδου

Πιο αναλυτικά, συγκρίνοντας αντίστοιχες έρευνες της εταιρίας Focus Bari καταγράφεται ότι η αγορά των private labels έχει εξελιχθεί «γεωμετρικά» μέσα στην τελευταία 20ετία, με τους μισούς Έλληνες καταναλωτές να αγοράζουν τέτοια προϊόντα το 2000 και το ποσοστό να «εκτινάσσεται» στο 77% το 2010 φθάνοντας σήμερα στο 94%.

Αυτό που επίσης παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση στην έρευνα είναι η ποικιλία των διαφορετικών ειδών που σήμερα οι καταναλωτές δηλώνουν ότι αγοράζουν συστηματικά σε private label, με τα χαρτικά να προηγούνται, να ακολουθούν τα απορρυπαντικά/καθαριστικά, καθώς και περίπου 40 άλλα είδη.

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως πέρυσι αλλά και εφέτος αρκετά μεγάλη αναλογία καταναλωτών αποδίδει value for money στα private labels, αν και η πλειοψηφία εξακολουθεί να προτιμά τα επώνυμα όταν τα βρει σε προσφορές σούπερ μάρκετ ή και τιμές που πλησιάζουν εκείνες των private labels.

Μικρές οι αυξήσεις στα ράφια

 Όπως λέει σε πρόσφατη ανακοίνωσή του το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) συγκριτικά με τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα εμφανίζει την 8η μικρότερη αύξηση των τιμών τροφίμων. Συγκεκριμένα, ο δείκτης τιμών καταναλωτή για τα τρόφιμα τον Ιούλιο 2021 ήταν αυξημένος κατά 0,4% σε σχέση με τον Ιούλιο 2020 και κατά 1,73% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2020.

Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ (13% και 24%) στα τρόφιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (6η θέση με τον υψηλότερο ΦΠΑ) ενώ περί τις 12 ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιούν χαμηλό ΦΠΑ (κάτω του 7%) για προστασία των τιμών σε βασικά τρόφιμα.

Όπως λέει το ΙΕΛΚΑ, οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.

Μέχρι στιγμής, πάντως, αναφέρει το Ινστιτούτο, σημαντικό μέρος των αυξήσεων έχει απορροφηθεί από τους ενδιάμεσους κόμβους της αλυσίδας παραγωγής και διάθεσης, παραγωγούς, μεταποιητές, προμηθευτές και το λιανεμπόριο στην Ελλάδα, αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο για το μέλλον, εφόσον οι αυξητικές τάσεις συνεχιστούν. Σημαντικό εμπόδιο στη διαχείριση των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα, καταλήγει, αποτελούν οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ.

Προσφορές σούπερ μάρκετ – «Έξυπνες» και online αγορές

 Η πλειοψηφία των καταναλωτών χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό το διαδίκτυο και τα προσωποποιημένα μηνύματα για να κάνει αγορές. Όπως δείχνει έρευνα της εταιρίας Qivos, προσφορές και μηνύματα που υποστηρίζουν την ανάγκη των καταναλωτών για έξυπνες αγορές και παράλληλα αυξάνουν την καταναλωτική τους δύναμη, λειτουργούν αντισταθμιστικά στις όποιες ανατιμήσεις.

Παράλληλα, η εξοικείωση των καταναλωτών (ακόμη και μεγαλύτερων ηλικιακά ομάδων) με το Διαδίκτυο τους κάνει να αναζητούν παρόμοιες διευκολύνσεις και εκτός Διαδικτύου, καθώς επιστρέφουν στα φυσικά καταστήματα. Έτσι, είναι δεκτικοί ως προς την αξιοποίηση των δεδομένων της καταναλωτικής τους συμπεριφοράς, πολύ περισσότερο όταν το αντίκρισμα είναι προσφορές αγορών που τους αφορούν άμεσα.

Το κατάλληλο μήνυμα, την κατάλληλη στιγμή, μέσα από το σωστό κανάλι επικοινωνίας αναδεικνύεται σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, αναφέρει η εταιρία.

Με βάση τα παραπάνω, όπως ανακοινώθηκε, η Qivos –μέσω της πλατφόρμας Qivos Cloud– προσφέρει έναν έξυπνο μηχανισμό διαχείρισης προσφορών και κουπονιών, ο οποίος επιτρέπει στη σύγχρονη επιχείρηση να μεγιστοποιήσει το αποτέλεσμα των προωθητικών της ενεργειών.

«Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη αναφορά. Ζούμε μια νέα κανονικότητα. Στις μέρες μας, οι εξατομικευμένες προσφορές και εκπτώσεις, οι αποκλειστικές εμπειρίες και το στοχευμένο περιεχόμενο αποτελούν βασικούς παράγοντες επιτυχίας, στη διαμόρφωση μίας σχέσης εμπιστοσύνης με τον πελάτη.

Η διατήρηση αυτής της σχέσης απαιτεί αφοσίωση και από τις δύο πλευρές, η οποία ξεκινά και ενισχύεται όταν ο πελάτης αισθανθεί ότι τον εκτιμούν κα τον φροντίζουν. Σήμερα, οι περισσότεροι καταναλωτές αναμένουν ότι η εμπειρία αγορών θα είναι εξατομικευμένη, χάρη στη χρήση ψηφιακών δεδομένων.

Επιπλέον, σε έναν κόσμο χωρίς third-party cookies, μια στρατηγική βασισμένη σε first-party data κάνει τη διαφορά. Η βελτίωση της εμπειρίας πελάτη, σε όλα τα κανάλια πώλησης, ψηφιακά και αναλογικά, είναι ο πυρήνας της πρότασής μας», σημειώνει ο επικεφαλής της εταιρίας Βαγγέλης Καραλής.