Σύμφωνα με τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2022, Ιούλιος 2022), το δεύτερο εξάμηνο του 2021, η ρευστότητα μειώθηκε για το 48,8% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, έμεινε αμετάβλητη για το 28,9% και αυξήθηκε για το 22,1%.

Το πρώτο εξάμηνο του 2022, η ρευστότητα των ΜμΕ υποχώρησε καθώς το 52,7% δήλωσε ότι είχε μείωση, ενώ το 24,8% δήλωσε πως δεν μεταβλήθηκε και το 22% ότι αυξήθηκε. Η επιδείνωση της ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεις, τουλάχιστον μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2022, αποδίδεται στις έντονες πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας.

Και τούτο επειδή ο καλπάζων πληθωρισμός είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης σε αγαθά και υπηρεσίες. Το 37,5% των ΜμΕ κατέγραψε μείωση της ζήτησης το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ενώ το ποσοστό αυτά ανέβηκε σημαντικά στο 44,8% το πρώτο εξάμηνο του 2022. Επιπλέον, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και το ιδιαίτερα αυξημένο κόστος λειτουργίας, ενώ παράλληλα κατέβαλαν προσπάθεια να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους ώστε να διατηρήσουν την πελατεία τους.

Το πρόβλημα ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτυπώνεται από την αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με μηδενικά ή αρκετά χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα που καταγράφουν οι ΜμΕ. Η κατάσταση φαίνεται να έχει επιδεινωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας καθώς οι επιχειρήσεις οι οποίες τον Ιούλιο του 2022 δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα αντιστοιχούσαν στο 27,8% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Σωρευτικά οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν καθόλου ρευστά διαθέσιμα ή αυτά επαρκούσαν το περισσότερο για ένα μήνα ανήλθαν τον Ιούλιο του 2022 στο 52%. Από τα προαναφερόμενα στοιχεία φαίνεται ότι η ρευστότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων βρισκόταν τον Ιούλιο του 2022 στο χειρότερο επίπεδο από την έναρξη της πανδημίας.

Από τα επιμέρους στοιχεία, τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρότερες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, τα ταμειακά διαθέσιμα ήταν μηδενικά ή επαρκούσαν το ανώτερο για έναν μήνα για το 62,8% των επιχειρήσεων με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000€ και για το 66,9% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό.

Για τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις, μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα δήλωσε το 35,9% και το 37,4% αντίστοιχα. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις εστίασης, φαίνεται ότι συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς 43,8% των εν λόγω επιχειρήσεων δεν είχε καθόλου ταμειακά διαθέσιμα τον Ιούλιο του 2022. Συνολικά, περισσότερες από 6 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης (64,4%) είτε δεν είχαν ταμειακά διαθέσιμα είτε τα διαθέσιμα επαρκούσαν το περισσότερο για έναν μήνα.

Λιανεμπόριο: Μειώθηκε η ρευστότητα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Οι επενδύσεις

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2022) το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 33% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έκανε κάποιου είδους επένδυση.Το 21,8% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές επενδύσεις (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές), το 15,6% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 7,9% των επιχειρήσεων σε κτηριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 6,1% επένδυσε σε κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού (π.χ. συστήματα πιστοποίησης οργάνωσης και λειτουργίας).

Παρά το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2021 η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας. Το ύψος της επένδυσης για το 55,5% των επιχειρήσεων ήταν έως 5.000€. Για το 10% ήταν από 5.001€ –10.000€, για το 10,7% από 10.001€ – 20.000€, για το 8,8% από 20.001€ – 50.000€, για το 6,1% από 50.001€ – 100.000€ και για το 5% πάνω από 100.000€. Άλλωστε αποδεικνύεται από της πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων που έγιναν πως η συντριπτική πλειονότητα των επενδύσεων χρηματοδοτήθηκε με ιδία κεφάλαια (86,4%), έναντι μόλις του 6% που χρηματοδοτήθηκε μέσω ΕΣΠΑ και του 3,8% που χρηματοδοτήθηκε με τραπεζικό δανεισμό.

Αντίστοιχα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 (Ιούλιος 2022), σχεδόν 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (29,8%) πραγματοποίησαν κάποιας μορφής επένδυση. Το 17,9% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 13,7% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 8,1% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 5,6% για κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού. Αντίστοιχα, στην έρευνα για το πρώτο εξάμηνο του 2022, παρά τα υψηλά ποσοστά των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έκαναν επενδύσεις, οι επενδύσεις ήταν μικρής κλίμακας. Για 1 στις 2 επιχειρήσεις (51%) που πραγματοποίησε επενδύσεις, το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 €. Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για επενδύσεις παραμένει και σε αυτή την έρευνα έντονο, καθώς 8 στις 10 επιχειρήσεις (81,3%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις τις χρηματοδότησαν με ιδίους πόρους. Το 9,6% τις χρηματοδότησε μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης και μόλις το 3,8% μέσω τραπεζικού δανεισμού.

Το γεγονός ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων χρηματοδοτεί τις επενδύσεις με ιδία κεφάλαια, αφενός επηρεάζει το ύψος, τη συχνότητα αλλά και τον αριθμό των επενδύσεων. Παράλληλα διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυξημένης ευαλωτότητας απέναντι σε αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι μια πιθανή έλλειψη ρευστότητας (π.χ. λόγω πανδημίας ή ενεργειακής κρίσης) επιδρά άμεσα στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να σχεδιάσουν και να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις.

Επιπλέον, για το μεγαλύτερο μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων οι επενδύσεις που έγιναν τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 ήταν κυρίως επενδύσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο πραγματικής αύξησης της παραγωγικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Ειδικότερα δε, αν λάβουμε υπόψη ότι οι περισσότερες επενδύσεις αφορούν σε τεχνολογικό και ψηφιακό εξοπλισμό, τεκμαίρεται ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων προχωρά σε απολύτως απαραίτητες, χαμηλού κόστους, επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακά συστήματα προκειμένου να μπορέσει να ακολουθήσει τον επιταχυνόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό ο οποίος συντελείται μετά την πανδημία.

Τέλος, από τα επιμέρους στοιχεία των ερευνών το σημαντικότερο εύρημα είναι ότι υπάρχει μία σαφής αναλογικά αυξητική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες δήλωσαν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και του μεγέθους τους με όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών. Με άλλα λόγια όσο μεγαλώνει το μέγεθος της επιχείρησης είτε με βάση τον κύκλο εργασιών είτε με βάση τον αριθμό εργαζομένων τόσο αυξάνεται και το ποσοστό των επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούν επενδύσεις.

Διαβάστε ακόμη: