Οι μεγάλοι οίκοι που απευθύνονται στην ελίτ επεκτείνονται με ταχείς ρυθμούς στα αναπτυσσόμενα κράτη. Ωστόσο, οι πληροφορίες για το θέμα αυτό είναι αποσπασματικές, παρά το γεγονός ότι αυστηροποιούνται οι νόμοι για τη διαφάνεια.
Πλαισιωμένα από την επιβλητική πέτρινη αψίδα της Πύλης της Ινδίας, δεκάδες μοντέλα, φορώντας βαρύτιμα κοσμήματα, περπάτησαν φέτος σε μια πολύ ασυνήθιστη πασαρέλα, περνώντας από χαλιά με κατιφέδες, ενώ στην πρώτη σειρά κάθονταν οικογένειες δισεκατομμυριούχων και λαμπερούς σταρ του Μπόλιγουντ.
Η τοποθεσία της επίδειξης, σε ένα αριστοκρατικό μέρος της Βομβάης, ήταν μια τολμηρή πρόκληση για την Christian Dior, τον γαλλικό οίκο μόδας που ελέγχεται από τον Μπερνάρ Αρνό, έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Τα αποκαλυπτήρια της φθινοπωρινής σειράς γυναικείων ενδυμάτων της Dior τον Μάρτιο ήταν μια σκόπιμη ωδή σε ένα αφανές τμήμα της εφοδιαστικής αλυσίδας των μεγάλων οίκων μόδας, αλλά και στον αυξανόμενο πλούτο και την επιρροή οικονομιών πολύ πέρα από την Ευρώπη.
Λίγα πολυτελή διεθνή brands έχουν παρουσιάσει συλλογές στην Ινδία, σύμπτωμα μιας μακράς ιστορίας σχετικά με την αγορά πολυτελούς μόδας αξίας σχεδόν 200 δισ. δολαρίων που υποστηρίζει ότι η παραγωγή ενδυμάτων γίνεται στα παρισινά ατελιέ. Όμως, εν αγνοία των περισσότερων καταναλωτών, οι κορυφαίες ευρωπαϊκές ετικέτες έχουν, εδώ και χρόνια, μεταφέρει πολλές παραγγελίες σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία, το Βιετνάμ και η Κίνα.
Καθώς είναι σε εξέλιξη η Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού, αυξάνεται η πίεση στις γνωστές φίρμες, όπως η Dior, να κάνουν περισσότερα από όσα κάνουν σήμερα για να αναγνωριστούν οι εξαιρετικά εξειδικευμένοι τεχνίτες στη Βομβάη και οι προμηθευτές σε άλλα σημεία του πλανήτη: να λάβουν περισσότερη αναγνώριση δηλαδή τα «αόρατα» χέρια που δημιουργούν τις εμφανίσεις στο κόκκινο χαλί σε Κάννες και Met Gala, καθώς και τα φορέματα που φορούν διασημότητες, όπως η Μπιγιονσέ και η Λέιντι Γκάγκα. Μεταξύ αυτών που παρουσιάζουν τα κομμάτια τους στο Παρίσι κατά την Εβδομάδα Μόδας είναι διάσημες μπράντες, όπως η Hermès και η Balmain, οι οποίες ξεχωρίζουν από το πλήθος και πρωτοπορούν, αναγράφοντας «made in India» σε ορισμένα ενδύματα.
«Η υψηλή ραπτική κατασκευάζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ινδία σήμερα», δήλωσε η Ιζαμπέλ Μαράν, η Γαλλίδα σχεδιάστρια, η ομώνυμη εταιρεία της οποίας ήταν ένα από τα πρώτα ονόματα μόδας υψηλών προδιαγραφών που αναγνώρισαν την παραγωγή στην Ινδία.
Ο αυστηρότερος έλεγχος των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού και ο ακτιβισμός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδηγούν στην αλλαγή, ωθώντας τις πολυτελείς μάρκες να ακολουθήσουν τις εταιρείες γρήγορης μόδας (fast fashion companies) και να αποκαλύψουν me πιο λεπτομερή τρόπο, στοιχεία της δουλειάς τους. Τον Ιούνιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ των νέων κανόνων δέουσας επιμέλειας που θα ανοίξουν για αγωγές και νομικές κυρώσεις κατά μεγάλων εταιρειών ένδυσης, εάν δεν εντοπίσουν και δεν αντιμετωπίσουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την περιβαλλοντική υποβάθμιση στις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Η τελική διατύπωση της οδηγίας βρίσκεται τώρα υπό διαμόρφωση με τα κράτη μέλη της ΕΕ, αντικατοπτρίζοντας τις προσπάθειες στις ΗΠΑ και όχι μόνο, για τη βελτίωση της διαφάνειας του τρόπου παραγωγής των ενδυμάτων – και για το κλείσιμο των παραθύρων που χρησιμοποιούνται για τη συγκάλυψη της προέλευσης των προϊόντων από το βαμβάκι μέχρι τα διαμάντια.
Το εμπνευσμένο από την Ινδία σόου της Dior, με επικεφαλής τη σχεδιάστρια Μαρία Γκράτσια Κιούρι, αποτέλεσε ορόσημο. Για χρόνια, οι πολυτελείς οίκοι μόδας αποσιωπούσαν τους επιχειρηματικούς δεσμούς τους με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα διευθυντικά στελέχη περιφρουρούσαν την αντιληπτή αξία που εμπεριείχε η προέλευση «Made in Europe», ανησυχώντας για την εντύπωση που θα έδινε η παραγωγή φορεμάτων σε μακρινές φτωχογειτονιές, καθώς και για τον κίνδυνο οι καταναλωτές να τα μπερδέψουν με απομιμήσεις. Τώρα η Dior αλλάζει αυτό το αφήγημα ανακοινώνοντας τον προμηθευτή της στην Ινδία, εκπαιδεύοντας τεχνίτες και προσπαθώντας να αυξήσει τους μισθούς.
Ωστόσο, παρά τη… σταυροφορία της μάρκας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την επίδειξη στην Ινδία, μια χούφτα βασικά κομμάτια από τη συλλογή της Βομβάης δεν περιείχαν ετικέτες «Made in India» στο κατάστημα-ναυαρχίδα του Παρισιού μήνες μετά την αποκάλυψη του Μαρτίου, συμπεριλαμβανομένων ενδυμάτων στα οποία οι εξαγωγείς εκτιμούν ότι πάνω από το 90% της εργασίας ολοκληρώθηκε στη χώρα της Ασίας.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, για να δοθεί ένα παράδειγμα, σακάκι μέχρι το γόνατο διακοσμημένο εξ ολοκλήρου με μικροσκοπικούς καθρέφτες, το οποίο στα τέλη Ιουνίου πωλήθηκε στη λιανική προς σχεδόν 43.000 ευρώ, χρειάστηκε περισσότερες από 2.000 ώρες για να κεντηθεί στην Ινδία, σύμφωνα με πολλούς εξαγωγείς στη Βομβάη. Οι μοδίστρες υπολόγισαν ότι το κομμάτι υποβλήθηκε στη συνέχεια σε λιγότερο από 100 ώρες ραφής και οι τελικές πινελιές μπήκαν στην Ευρώπη. Και όμως, το ένδυμα φέρει την ετικέτα «Made in France», γεγονός που αντικατοπτρίζει τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζουν ως χώρα προέλευσης τον τόπο όπου έγινε η τελευταία «ουσιαστική» μετατροπή – και όχι τον τόπο όπου ολοκληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας.
«Είναι πολύ εύκολο να κατασκευάζεις τα πάντα στην Ινδία και να ράβεις τα κουμπιά στη Γαλλία και να λες ότι είναι φτιαγμένο στη Γαλλία», δήλωσε η Μαράν, μιλώντας γενικά για αυτό που πιστεύει ότι κάνουν κάποιοι high-end Ευρωπαίοι παίκτες της μόδας. «Νομίζω ότι είναι κατάπτυστο».
Εκπρόσωπος της Dior δήλωσε ότι το κέντημα που ολοκληρώθηκε στην Ινδία για τη φθινοπωρινή συλλογή ήταν ένα «δευτερεύον μέρος των εργασιών, το κυριότερο είναι η ραπτική που εκτελέστηκε στη Γαλλία ή την Ιταλία». Αν και το παλτό με καθρέφτη είναι ένα «εξαιρετικό κομμάτι» που αναδεικνύει το savoir-faire της Ινδίας, «εντούτοις, κατασκευάστηκε στη Γαλλία, γεγονός που δικαιολογεί την αποκλειστική ετικέτα ‘Made in’», δήλωσε ο εκπρόσωπος της εταιρείας σε απάντηση που έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
«Πολλές μάρκες παίζουν με τους κανόνες», δήλωσε ο Μαξιμιλιάνο Μοντέστι, ιδιοκτήτης του Les Ateliers 2M, ενός οίκου εξαγωγών στη Βομβάη, ο οποίος έχει μερικές από τις μεγαλύτερες μάρκες του κόσμου στο πελατολόγιό του. «Υπάρχει αυτο το στερεότυπο ότι δεν μπορείς να πουλήσεις ένα προϊόν πολυτελείας με την ετικέτα “Made in India”».
Αλλά το προφίλ του αγοραστή ειδών πολυτελείας διαφοροποιείται, προσθέτοντας μια νέα προωθητική δύναμη στην εξίσωση. Η LVMH Moet Hennessy Louis Vuitton SE, μία από τις πολυτιμότερες εταιρείες της Ευρώπης και ιδιοκτήτρια της Dior, είχε έσοδα 42,2 δισεκατομμυρίων ευρώ το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, χάρη κυρίως στην ανάπτυξη που σημείωσε στην Ασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, προήλθε από εκεί το 41% των πωλήσεών της, πολύ περισσότερο από άλλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, η οποία συνέβαλε με 23%.
Ο Ρασίντ Μοχάμεντ Ρασίντ, πρόεδρος του οίκου μόδας Valentino, δήλωσε ότι η υιοθέτηση μιας ετικέτας ενδυμάτων «Made in India», «βοηθά στην ενίσχυση της εθνικής υπερηφάνειας» κάτι που μπορεί τελικά να είναι επωφελές για τα εμπορικά σήματα, δεδομένου ότι η Ινδία είναι η «επόμενη αγορά για την πολυτέλεια» με πληθυσμό 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων. Πέρυσι, ο Valentino άνοιξε την πρώτη του μπουτίκ στη χώρα, και η Balenciaga πρόκειται να ακολουθήσει.
«Οι μάρκες πολυτελείας που επιμένουν να μην αναφέρουν την προέλευση στερούνται εμπιστοσύνης στο κύρος και τη δύναμή τους», δήλωσε ο Ρασίντ. «Πιστεύω ότι η μελλοντική τάση θα είναι μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά την προέλευση της παραγωγής και της κατασκευής».
“Είναι πολύ εύκολο να κατασκευάζεις τα πάντα στην Ινδία και να ράβεις τα κουμπιά στη Γαλλία και να λες ότι είναι made in France».
Η συμβολή της Ινδίας στην πολυτελή μόδα εκτείνεται σε πολυάριθμες αυτοκρατορίες ανά τους αιώνες. Οι κεντητές της χώρας, κυρίως μουσουλμάνοι άνδρες που μεταναστεύουν στη Βομβάη από αγροτικές περιοχές της χώρας, είναι γνωστοί με τη λέξη «karigar» στη διάλεκτο Ουρντού, που σημαίνει τεχνίτης. Η συγκεκριμένη τέχνη επισημοποιήθηκε υπό την κυριαρχία των Μογγόλων, η οποία διήρκεσε εκατοντάδες χρόνια από τα μέσα του 16ου αιώνα.
Η δεξιότητα αυτή εξαφανίστηκε στην Ευρώπη κι έτσι η χώρα της Νότιας Ασίας κατέκτησε την αγορά. Από τη δεκαετία του 1980, οι πολυτελείς μάρκες βασίζονται στην Ινδία για ένα μεγάλο μέρος των περίπλοκων χειροποίητων κεντημάτων τους. Οι ετήσιες εξαγωγές δεκαπλασιάστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ξεπερνώντας τα 250 εκατ. δολάρια πριν από την πανδημία, σύμφωνα με το υπουργείο Εμπορίου της Ινδίας. Ένα κυβερνητικό fund αποτίμησε την ευρύτερη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης σε περισσότερα από 150 δισ δολάρια.
Η σύνδεση της Ινδίας με τις δυτικές μάρκες πολυτελείας αποσιωπήθηκε για χρόνια, εν μέρει λόγω των ελλείψεων και των κενών στο ρυθμιστικό κομμάτι το χαμηλότερο σκαλοπάτι της αλυσίδας εφοδιασμού. Όταν οι προθεσμίες είναι ασφυκτικές, οι ινδικοί εξαγωγικοί οίκοι – οι οποίοι είναι ασφαλείς, με καλά αεριζόμενες εγκαταστάσεις στη Βομβάη – αναθέτουν υπεργολαβίες, αναλαμβάνοντας παραγγελίες κεντήματος σε μικρά εργοστάσια όπου οι συνθήκες εργασίας είναι συχνά χειρότερες.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης τον Ιούνιο σε έναν υπεργολάβο, σε μια σκάλα που ήταν λερωμένη με μασημένο καπνό, δεκάδες τεχνίτες χρησιμοποιούσαν βελόνες για να κεντήσουν τσάντες σχεδιαστών που δεν είχαν ραφτεί ακόμα. Οι μηνιαίοι μισθοί κυμαίνονται γύρω στις 30.000 ρουπίες ή 360 δολάρια.
Για να γλιτώσουν το ενοίκιο, ορισμένοι τεχνίτες κοιμούνται στο εργοστάσιο, όπου εργάζονταν χωρίς κλιματισμό, καθώς η θερμοκρασία της Βομβάης έφτανε τους 45 βαθμούς Κελσίου.
«Ήμασταν σκλάβοι των Βρετανών πριν από την ανεξαρτησία και εξακολουθούμε να είμαστε σκλάβοι», δήλωσε ένας από τους karigar του εργοστασίου. «Η μόνη διαφορά είναι ότι οι ξένοι δεν μας χτυπούν πια».
Για να αποφύγουν τον έλεγχο αυτών των εργοστασίων, λίγες μάρκες πολυτελείας αποκαλύπτουν όλους τους προμηθευτές τους, σύμφωνα με τη Λιβ Σιμπλισιάνο, υπεύθυνη πολιτικής και έρευνας στο Fashion Revolution, οργάνωση που βαθμολογεί τις εταιρείες ένδυσης ως προς τη διαφάνειά τους, με έδρα το Λονδίνο. Η Gucci της Kering SA και η Fendi της LVMH είναι μεταξύ των ονομάτων πολυτελείας που σημείωσαν την υψηλότερη βαθμολογία όσον αφορά την ιχνηλασιμότητα της αλυσίδας εφοδιασμού στον δείκτη του ομίλου.
Από τη δεκαετία του 2000, ο ιταλικός οίκος μόδας Prada κατασκευάζει παπούτσια στο Βιετνάμ, σύμφωνα με υπάλληλο που ασχολείται με τις προμήθειες. Ο υπάλληλος της Prada, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί, δήλωσε ότι η μάρκα συνεργάζεται με δύο κύριους προμηθευτές στο Ανόι και στο Χάι Φονγκ.
Ενώ η Prada έχει πιστώσει το Βιετνάμ σε ορισμένα παπούτσια, η εταιρεία δεν αναφέρει καμία βιετναμέζικη εγκατάσταση στον επίσημο κατάλογο προμηθευτών της, ο οποίος αναφέρει κυρίως ιταλικά εργοστάσια και ένα «εκτεταμένο δίκτυο» εξωτερικών κατασκευαστών.
Εκπρόσωπος της Prada δήλωσε ότι ο κατάλογος προμηθευτών «δεν είναι ακόμη πολύ λεπτομερής, καθώς αποτελεί το πρώτο βήμα διαφάνειας του ομίλου σχετικά με την αλυσίδα εφοδιασμού του». Η μάρκα δεσμεύεται να την «ενημερώνει σε τακτική βάση».