Καθαρό μήνυμα ότι ο πήχης για τις επιδόσεις της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές τίθεται ψηλά στέλνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα στελέχη του, ζητώντας συντεταγμένη πορεία και δυναμική παρουσία, κυβέρνησης και κόμματος, προς τις κάλπες της 9ης Ιουνίου.
Το σχέδιο Μητσοτάκη για τις 100 μέρες που απομένουν μέχρι τις ευρωεκλογές αποτυπώνεται στη φράση που αξιοποίησε ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη κομματική εκδήλωση της Πειραιώς: «Η μεγάλη μας παράταξη δεν νοείται να πάει σε εθνική κάλπη χαλαρά». Στόχος του Μεγάρου Μαξίμου είναι το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και μέσω αυτού η επιβεβαίωση της κυριαρχίας της ΝΔ στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, ένα χρόνο μετά από τις προγραμματικές δηλώσεις για τις στρατηγικές προτεραιότητες της δεύτερης θητείας Μητσοτάκη. Οι δεσμεύσεις για πρωτοβουλίες μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα άρχισαν να υλοποιούνται αμέσως μετά το καλοκαίρι, ενώ το Μέγαρο Μαξίμου έδειχνε αποφασισμένο να βρει άμεσες λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες και σχετίζονται με την ακρίβεια και τις επιπτώσεις από την κλιματική και στεγαστική κρίση.
Η αύξηση του εισοδήματος των πολιτών παραμένει βασική προτεραιότητα, όπως και το σύνολο των στοχευμένων ή των μόνιμων παρεμβάσεων που προωθεί η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της εισαγόμενης ακρίβειας και τη διαρκή στήριξη της ελληνικής κοινωνίας. Κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι είναι οι πολίτες που αναγνωρίζουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης, καθώς σε όλες τις δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δίνουν «ψήφο εμπιστοσύνης», επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα πεδία, όπου τα αρμόδια υπουργεία οφείλουν να αυξήσουν ρυθμούς και αποδοτικότητα. «Εμείς δε λέμε ότι λύσαμε όλα τα προβλήματα, εμείς δε λέμε ότι εξαφανίσαμε την ακρίβεια, εμείς δεν είμαστε μαθητευόμενοι μάγοι που πατάμε ένα κουμπί και εξαφανίζουμε την ακρίβεια, ή τα προβλήματα στην υγεία, τα προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών. Εμείς με την εμπιστοσύνη που μας δίνουν οι πολίτες προσπαθούμε, η κάθε επόμενη μέρα να είναι καλύτερη από την προηγούμενη και κάθε πρόβλημα το οποίο προκύπτει να το αντιμετωπίζουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν είναι αυτά εικονική πραγματικότητα» δηλώνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης απαντώντας έτσι και στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης.
Μετά τη ψήφιση του νόμου για την ισότητα στο γάμο, το Μέγαρο Μαξίμου θεωρεί εμβληματική τη μεταρρύθμιση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που θα γίνει νόμος του κράτους στις αρχές του Μαρτίου- στα μέσα αυτής της εβδομάδας κατατίθεται στην αρμόδια Επιτροπή της βουλής και στη συνέχεια μπαίνει στην Ολομέλεια, όπου αναμένεται μάχη από την κυβερνητική πτέρυγα για την υπερψήφιση του σχεδίου Πιερρακάκη και από βουλευτές της αντιπολίτευσης. Το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έσπευσε να δηλώσει ότι το ΠΑΣΟΚ σκοπεύει να καταψηφίσει το νόμο Πιερρακάκη δείχνει -σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη- ότι ο αρχηγός της Χαριλάου Τρικούπη επέλεξε αντί να εκφράσει τον προοδευτικό χώρο και να μιλήσει με όρους 2024 και όρους παρόντος και μέλλοντος, να επιστρέψει στο παρελθόν και να μιλήσει ως γραμματέας φοιτητικής παράταξης της δεκαετίας του ΄80. «Ο κ. Ανδρουλάκης επικαλείται ως αιτιάσεις καταψήφισης ζητήματα, που το νομοσχέδιο έχει ήδη προβλέψει και έχει ήδη λύσει- και αυτό σημαίνει ότι απλά βρίσκει προφάσεις», υπογραμμίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναμένοντας πάντως τις τοποθετήσεις βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, όπως της Νάντιας Γιαννακοπούλου η οποία τονίζει την πρόθεσή της να υπερψηφίσει το νόμο Πιερρακάκη.
«Γαλάζια» στελέχη βάζουν στο στόχαστρο πλέον το Νίκο Ανδρουλάκη τον οποίο χαρακτηρίζουν «στα λόγια προοδευτικό και στην πράξη εκπρόσωπο του πιο γνήσιου αναχρονισμού». Ειδικά για την ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων και στη χώρα μας, ισχυρίζονται ότι παρατηρείται αναμφίβολα υπαναχώρηση, από όσα είχε αρχικά δηλώσει ο κ. Ανδρουλάκης. Η εξήγηση που δίνουν είναι ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να ανεβάσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ «βουλιάζει» στα εσωτερικά του ζητήματα και επιχειρεί ανεπιτυχώς να βρει το βηματισμό του μετά την εκκωφαντική εκλογική ήττα τον περασμένο Μάϊο και Ιούνιο.
Οι καλά γνωρίζοντες επισημαίνουν ότι η κυβερνητική παράταξη παρακολουθεί με ενδιαφέρον όλα όσα εκτυλίσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ– στελέχη της δηλώνουν άλλωστε ότι «είναι λυπηρό για τον τόπο το ότι δεν μπορεί να έχει μια αξιόπιστη αντιπολίτευση». Η ανοιχτή αντιπαράθεση του πρώην αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα με τον Στέφανο Κασσελάκη, λίγο πριν το άνοιγμα του Συνεδρίου, δεν εξέπληξε πάντως την κυβερνητική παράταξη- «ο καθένας, όπως έστρωσε θα κοιμηθεί», σχολίασε χαρακτηριστικά ο Παύλος Μαρινάκης την επομένη της ανοιχτής ρήξης Τσίπρα-Κασσελάκη. Τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ θα βαθύνει κι ότι ανεξαρτήτως των εσωκομματικών εξελίξεων η Κουμουνδούρου δεν αποκλείεται να απολέσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ακόμη και πολύ πριν από τη μάχη των ευρωεκλογών.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην αποκλίνει από τους στόχους της θέτοντας συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την υλοποίηση των δεσμεύσεών της. Επέλεξε – και όχι τυχαία- να επιταχύνει ρυθμούς για την προώθηση μεταρρυθμίσεων από την αρχή της δεύτερης θητείας. Και επιλέγει – σύμφωνα με την οδηγία του Κυριάκου Μητσοτάκη- να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση ακούγοντας και αναλύοντας προσεκτικά, κάθε φορά, τα μηνύματα των πολιτών. Θωρείται δε, θέμα χρόνου, η έναρξη περιοδειών του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη ανά την Ελλάδα, εν’ όψει των ευρωεκλογών. «Θα μιλήσουμε για την Ευρώπη στην Ελλάδα, αλλά κυρίως για την Ελλάδα στην Ευρώπη. Η εικόνα της πατρίδας μας στην Ευρώπη έχει αλλάξει άρδην», διαμηνύει ο κ. Μητσοτάκης οποίος επιχειρεί να συγκροτήσει ένα ισχυρό ευρωψηφοδέλτιο, με τη συμμετοχή προσώπων που διαθέτουν πολιτική επάρκεια, επιστημονική κατάρτιση και απήχηση σε ευρύτερα κοινά και δη στο χώρο του Κέντρου. Το επιτελείο του δίνει έμφαση και στην ανάδειξη υποψηφίων που έχουν τη δυνατότητα προσέλκυσης του πιο συντηρητικού κοινού της κεντροδεξιάς παράταξης. Αυτό σημαίνει ότι ανάμεσα στους 42 υποψηφίους της Νέας Δημοκρατίας, θα υπάρχουν πρόσωπα που μπορούν να ευαισθητοποιούν πολίτες με συντηρητικά ανακλαστικά, αλλά και ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα συνεχίσει να προωθεί πολιτικές που τονώνουν το αίσθημα ασφάλειας στην κοινωνία. Προς αυτήν την κατεύθυνση πιστεύουν για παράδειγμα ότι θα λειτουργήσουν και οι αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, που προβλέπουν για μια σειρά αδικημάτων (συνήθως ατιμώρητων) αυστηρότερες ποινές.