Το 2013, ενώ η Κύπρος απέφευγε οριακά την άτακτη χρεοκοπία, έγγραφο των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών που δημοσίευε το Spiegel, αποκάλυπτε πως, από το πρόγραμμα διάσωσης της Ευρωζώνης, κύριοι ωφελούμενοι ήταν Ρώσοι ολιγάρχες, επιχειρηματίες και μαφιόζοι. 

Το νησί της Αφροδίτης πρόσφερε σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και τραπεζική εχεμύθεια ενώ ιστορικοί και θρησκευτικοί δεσμοί ευνοούσαν τη σχέση αυτή, με τις ευλογίες των αρχών. Ωστόσο, από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, η Κύπρος δέχεται πιέσεις να αναθεωρήσει την ειδική αυτή σχέση με τη Μόσχα, λόγω των εκτεταμένων κυρώσεων.

Έτσι, μετά από δεκαετίες οικονομικού «φλερτ» της Κύπρου με τους Ρώσους –τουρίστες, επενδυτές, ολιγάρχες- και με τη μέγγενη των δυτικών κυρώσεων να σφίγγει ολοένα και περισσότερο τη ρωσική οικονομία, η Κύπρος βρίσκεται μπροστά σε ένα υπαρξιακό σταυροδρόμι, κρίσιμο ακόμη και για την οικονομική ταυτότητα, αν όχι συνοχή της, ενώ οι Ρώσοι ολιγάρχες δεν αποκλείεται να αναγκαστούν να σβήσουν την Κύπρο από τον χάρτη συμφερόντων τους.

Δεσμοί δεκαετιών 

Οι στενοί οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών πιστεύεται πως χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν οι τότε «νεοφώτιστοι» μεγιστάνες αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια για τα χρήματά τους.

«Είναι ασφαλές να συμπεράνουμε πως αυτοί ήταν πλουσιότεροι Ρώσοι που πάρκαραν τα χρήματά τους εκεί, όχι με σκοπό μεγαλύτερων επιστροφών στην Κύπρο, αλλά πιθανότατα για να αποφύγουν το στενό κυβερνητικό έλεγχο» εξηγεί ο Ιβάν Τσακάροφ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Renaissance Capital.

Για τόπο με πληθυσμό 1,2 εκατ. ανθρώπων, η παρουσία Ρώσων στο νησί είναι μεγάλη και διαρκής: H ρωσική κοινότητα υπολογίζεται άνω των 40.000 ατόμων στην Κύπρο, με ρωσικές τράπεζες, μέσα ενημέρωσης, ιδιωτικά σχολεία, ακόμη και κόμμα που ίδρυσαν το 2017 ολιγάρχες εκεί. Μόνο το 2020, οι επενδύσεις των Ρώσων στην Κύπρο ξεπέρασαν τα 100 δισ. ευρώ, σχεδόν το ένα τέταρτο όλων των ξένων επενδύσεων στο νησί. Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρείται, λοιπόν, το ότι η Κύπρος αποκαλείται «Μόσχα της Μεσογείου» και η Λεμεσός -όπου και ζει η πλειονότητα- «Limassolgrad».

«Το νησί της Μεσογείου λειτουργεί εδώ και καιρό ως τραπεζικό σπίτι για τις γκρι περιουσίες Ρώσων επενδυτών, από εμπόρους όπλων έως στοιχηματικές εταιρείες και ιστοτόπους πορνό. Στις αρχές του 1990 μετά σοβιετικές προσωπικότητες όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ταξίδευαν στο νησί με βαλίτσες γεμάτες χρήμα» αναφέρει το Politico.

«Υπήρξε μια συνειδητή απόφαση 20-30 χρόνια πριν, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, να συνδεθούν Κύπρος με Ρωσία με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπαγόταν, που κάποιος εύκολα μπορεί να αναγνωρίσει απλώς διαβάζοντας ειδήσεις για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Ρωσία» σημειώνει ο Στέλιος Ορφανίδης, Κύπριος ερευνητικός δημοσιογράφος στην κοινοπραξία ερευνητικών κέντρο «Πρόγραμμα Αναφοράς Οργανωμένου Εγκλήματος και Διαφθοράς» (Organized Crime and Corruption Reporting Project).

Μία τεχνική είναι με τις «εταιρείες-κελύφη» ( shell companies) στην Κύπρο που χρησιμοποιούνται για ξέπλυμα χρήματος τα οποία επανεπενδύονται στη συνέχεια στη Ρωσία. Για παράδειγμα, οι δύο οφσόρ του Ουσμάνοφ δεν είχαν ούτε ιστότοπο, ούτε καμία διαθέσιμη πληροφορία, εκτός από τα ονόματα των τοπικών διευθυντών στο κυπριακό μητρώο επιχειρήσεων – που στην πραγματικότητα ήταν υπάλληλοι ενός νομικού γραφείου.

«Υπάρχει ένα οικοσύστημα δικηγόρων, λογιστών και άλλων παρόχων που έχουν διασυνδέσεις και είναι πάντα έτοιμοι να βοηθήσουν τους ολιγάρχες να κρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, να φοροδιαφύγουν και να ξεπλύνουν χρήμα» λέει ο Ορφανίδης.

Φορολογικές διευκολύνσεις και «χρυσές βίζες» 

Το 2007 η Κύπρος στο πλαίσιο του κυπριακού προγράμματος επενδύσεων, εγκαινίασε ένα πρότζεκτ βάσει του οποίου, όποιος προτίθετο να επενδύσει στο νησί πάνω από 2 εκατ. ευρώ, αποκτούσε το δικαίωμα αίτησης πολιτογράφησης. Με λίγα λόγια, το πρόγραμμα παραχωρούσε κυπριακή υπηκοότητα και ευρωπαϊκό διαβατήριο σε όσους μπορούσαν να το εξαγοράσουν.

Από τα 2,544 άτομα που έλαβαν κυπριακή υπηκοότητα μέσω του προγράμματος μεταξύ 2017 – 2019, οι μισοί ήταν Ρώσοι. Μέχρι το 2020, οπότε και η αμφιλεγόμενη «Χρυσή Βίζα» καταργήθηκε, η Κύπρος είχε λάβει περί τα 8 δισ. δολάρια.

Ο Άλισερ Ουσμάνοφ -ιδιοκτήτης της χαλυβουργίας κολοσσού Metalloinvest και της καθημερινής εφημερίδας- καθώς και ο Αλεξάντερ Πονομαρένκο -με περιουσία στ 3,3 δισ. δολ. σύμφωνα με το Forbes- είναι δύο από τους Ρώσους μεγιστάνες που απέκτησαν κυπριακή υπηκοότητα μέσω της πολιτικής της Χρυσής βίζας -που εγκαινιάστηκε το 2007, αλλά λειτούργησε κυρίως από το 2013, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης που οδήγησε την οικονομία στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Πιέσεις λόγω πολέμου

Την τελευταία δεκαετία η Κύπρος επιχειρεί να απεμπλακεί σταδιακά από τη ρωσική εγγύτητα, κάτι όμως που αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση αξιώνει μετ’επιτάσεως με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κύπρος στήριξε τις κυρώσεις που επέβαλε το ευρωπαϊκό πλοκ κατά της Ρωσίας με αφορμή την εισβολή στην Ουκρανία.

Κι ενώ ΕΕ, ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο κινήθηκαν με πρωτόγνωρη ταχύτητα και ζήλο στην επιβολή οικονομικών μέτρων κατά της ρωσικής οικονομίας -μπλοκάροντας τις ρωσικές τράπεζες από τις διεθνείς αγορές, απαγορεύοντας ρωσικά αεροσκάφη στους ουρανούς τους, προσφέροντας παράλληλα ανθρωπιστική βοήθεια και όπλα στην Ουκρανία- η Κύπρος ακολούθησε. Αναπόφευκτα, αλλά όχι και πρόθυμα. 

Οι κυπριακές αρχές, έχοντας συνείδηση των επιπτώσεων των κυρώσεων αυτών στην οικονομία τους, αρχικά αντιτέθηκαν στον αποκλεισμό μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το δίκτυο SWIFT. Κι ενώ η Κύπρος συμφώνησε να κλείσει τον εναέριο χώρο της για τη ρωσική αεροπλοΐα, προειδοποίησε πως θα επανεξέταζε την κατάσταση, στην περίπτωση που η Τουρκία αρνείτο να κάνει το ίδιο. Μάλιστα, ήταν η τελευταία χώρα της Ε.Ε που απέστειλε επείγουσα βοήθεια στην Ουκρανία.

Χθες, μάλιστα, η Υπηρεσία Οικονομικής Ανάλυσης της Τσεχίας, η οποία έχει τη δικαιοδοσία δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων Ρώσων ολιγαρχών, διαμαρτυρήθηκε για την απροθυμία της Κύπρου να παράσχει πληροφορίες για τους ιδιοκτήτες εταιρειών.

«Σήμερα, έλαβα απάντηση από την Κύπρο ότι ο συνεργάτης μας εκεί δεν είναι αρμόδιος για τις διεθνείς κυρώσεις και δεν θα λάβω τις πληροφορίες που αιτήθηκα», δήλωσε ο  Jiri Hylmar, επικεφαλής της Υπηρεσίας, σε συνεδρίαση της τσεχικής Γερουσίας την Τρίτη (26 Απριλίου), προσθέτοντας ότι τα ίχνη ύποπτων περιουσιακών στοιχείων συχνά οδηγούν στην Κύπρο.

Υπενθυμίζεται δε, πως Κύπρος -μαζί με Ελλάδα και Μάλτα- μπλόκαραν τις κυρώσεις κατά πλοίων ρωσικών συμφερόντων, κυρώσεις που εισηγήθηκε η Κομισιόν.

Η ΕΕ πιέζει εδώ και χρόνια την Κύπρο να κάνει μεταρρυθμίσεις, λαμβάνοντας μέτρα κατά του ξεπλύματος χρήματος. 

Αν και έχουν γίνει κάποιες ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση από το 2019, μέχρι πέρυσι, η Κύπρος επέτρεπε την πλήρως μυστική ιδιοκτησία εταιρειών, καθώς δεν υπήρχε επίσημο μητρώο των ωφελούμενων δικαιούχων. Επιπλέον, εκατοντάδες χιλιάδες εταιρείες εξακολουθούν να εδρεύουν εκεί λόγω των φορολογικών πλεονεκτημάτων. Οι Ρώσοι ολιγάρχες έκρυβαν επίσης περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο για πολλά χρόνια και επωφελούνταν από την πολιτική της χρυσής βίζας του νησιού.

Αυτή τη στιγμή, οι ρωσικές καταθέσεις στην Κύπρο εκτιμώνται σε 1 δισ. ευρώ. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Πανίκος Δημητριάδης, πρώην διοικητής της κυπριακής Κεντρικής Τράπεζας, η τραπεζική ρευστότητα εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο σύστημα – κάτι που μπορεί να αλλάξει άρδην και ανά πάσα στιγμή.

«Η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα, γνωστή για τις παλιές της σχέσεις με τη Ρωσία και τους ολιγάρχες, συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να υπερασπιστεί τον εαυτό της και μπορεί να γίνει θύμα των κυρώσεων. Εξαιτίας των παλιών αμαρτιών, η Κύπρος βρίσκεται στη γκρίζα λίστα και οι άλλοι είναι πάντα καχύποπτοι» σημειώνει ο ίδιος.

Οι κυρώσεις της Δύσης επηρεάζουν την Κύπρο, μια ομάδα από λογιστές, δικηγόρους, μάνατζερ που εξακολουθούν να δουλεύουν με τους Ρώσους, όμως δεν πλήξουν ευρύτερα την κυπριακή οικονομία, υποστηρίζουν οι αρχές.

Όμως, πολλοί αμφιβάλλουν, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων την τουριστική βιομηχανία του νησιού που αντιστοιχεί σε πάνω από 80% της οικονομίας, που έχει ήδη πληγεί από την πανδημία κορωνοϊού και θα πληγεί απείρως περισσότερο χωρίς τους Ρώσους τουρίστες.