Ήδη, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα σε κρατήσεις και για τους φθινοπωρινούς μήνες, ιδίως από Έλληνες επισκέπτες που εξερευνούν ένα διαφορετικό μοντέλο διακοπών στην Κρήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δήμου Ηρακλείου.
«Στρατηγικός στόχος της Περιφέρειας Κρήτης είναι, τα Αστερούσια Όρη να αποτελέσουν ένα μοντέλο βιώσιμης και ισόρροπης ανάπτυξης, καθώς και έναν σταθερό πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό για όλο τον χρόνο», σύμφωνα με τον Περιφερειάρχη Κρήτης, Σταύρο Αρναουτάκη.
Σε πλήρη αντιστοίχιση με τις συντονισμένες προσπάθειες της περιφερειακής αρχής για προσέλκυση ποιοτικού τουρισμού αλλά και επέκταση της τουριστικής περιόδου στο νησί, οι αρμόδιοι φορείς στοχεύουν στην καθιέρωση των Αστερουσίων ως ενός τόπου – συνώνυμο του αειφόρου τουρισμού της υπαίθρου.
Στα Αστερούσια έχουν ήδη αναπτυχθεί διαφορετικές μορφές τουρισμού, όπως ο αγροτουρισμός, ο ιππικός, ο αναρριχητικός, ο περιπατητικός, ο ιαματικός, ο πολιτιστικός, ο θρησκευτικός και φυσικά, ο αρχαιολογικός.
Παράλληλα και χάρη στο παράκτιο μέτωπο που περιλαμβάνει μοναδικές παραλίες, έχουν αναπτυχθεί και διαφορετικές μορφές θαλάσσιου τουρισμού, όπως ο καταδυτικός.
Η ένταξη των Αστερουσίων στο Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας του προγράμματος «Άνθρωπος και Βιόσφαιρα» της UNESCO, εκτός από τη διεθνή αναγνωρισιμότητα της περιοχής, στοχεύει στην προώθηση, την ενίσχυση, τον συντονισμό και τη σύνδεση των οικοτουριστικών δραστηριοτήτων με τα πολιτιστικά – θρησκευτικά δρώμενα και τα ιστορικά μνημεία της περιοχής.
Η περιοχή, η οποία εντάχθηκε στο δίκτυο της UNESCO, αποτελεί έκταση 367 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία περιλαμβάνει επτά αρχαιολογικούς χώρους, τρεις βασικές προστατευμένες περιοχές, για επιλεγμένα είδη χλωρίδας και πανίδας, χαράδρες, φαράγγια, βουνοκορφές, παραλίες, χιλιόμετρα μονοπατιών, περισσότερα από 192 καταγεγραμμένα είδη φυτών, μία εξαιρετική βιόσφαιρα σε απόλυτη αρμονία με τη φυσική παρουσία, τους οικισμούς και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά.
Ταυτόχρονα, πέρα από τη χερσαία έκταση, περιλαμβάνεται και μία παράκτια, η αποκαλούμενη «ελληνική τάφρος», το βαθύτερο τμήμα της Μεσογείου, με σπάνια είδη (φυσητήρες, φώκιες μονάχους – μονάχους, δελφίνια).