H αποτροπή ενός νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων δανείων με την παράταση του «Ηρακλή» είναι ένα από τα βασικά θέματα που πρόκειται να συζητήσουν μέσα στις επόμενες ώρες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος με τον νέο υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη.
Μπορεί κυβέρνηση, τράπεζες και κεντρική τράπεζα να συμφωνούν ότι το ισχυρό σοκ που χρειάζεται σήμερα η οικονομία πρέπει να συνοδεύεται από γενναίες χορηγήσεις δανείων προκειμένου να υπηρετηθούν οι στόχοι της ανάπτυξης, εντούτοις διατυπώνονται προβληματισμοί κατά πόσον μπορεί να προχωρήσει αυτή η διαδικασία χωρίς τον κίνδυνο αύξησης των «κόκκινων» δανείων.
Το σημείο άλλωστε αυτό τονίζεται αναλυτικά στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που κατέθεσε ο Γιάννης Στουρνάρας την Παρασκευή στη Βουλή . Επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος δεν έχει ολοκληρωτικά εκλείψει καθώς ο σχετικός δείκτης παραμένει ο σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (στο 1,8%).
Όπως αναφέρεται , «παρά τη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2023, παρατηρήθηκε καθαρή εισροή σε νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων, καθώς ο συνδυασμός αυξημένων επιτοκίων και πληθωρισμού φαίνεται να επηρέασε αρνητικά την χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
O δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων διαμορφώθηκε στο 8,8% τον Μάρτιο του 2023 (Μάρτιος 2022: 12,1%».
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την αυστηροποίηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής ήδη από το 2022, που οδήγησε σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από τις ελληνικές τράπεζες ενώ σε ότι αφορά τα επιτόκια καταθέσεων, καταγράφηκε σημαντική διεύρυνση της διαφοράς επιτοκίου μεταξύ των καταθέσεων προθεσμίας και ταμιευτηρίου.
Συνεπεία αυτών τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μετακίνησαν αποταμιευτικούς πόρους από καταθέσεις μίας ημέρας προς καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια. Όμως η καθαρή ροή των καταθέσεων του εγχώριου ιδιωτικού τομέα κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2023 ήταν συνολικά αρνητική και ο ρυθμός αύξησης των ιδιωτικών καταθέσεων σε ετήσια βάση επιβραδύνθηκε.
Ένα ακόμη ανησυχητικό σημείο που θίγει η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι το γεγονός πως η άνοδος των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας είχε ως αποτέλεσμα, η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) να εμφανίζεται μειωμένη σε μηναία βάση την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2023 έναντι της ροής που καταγράφηκε το προηγούμενο έτος.
Θετικά στοιχεία αλλά και αρνητικές ενδείξεις καταγράφονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στον κρίσιμο για την πορεία του κλάδου αλλά και του χρηματιστηρίου τομέα της κερδοφορίας.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες ενίσχυσαν την οργανική τους κερδοφορία κατά το α’ τρίμηνο του 2023 ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκονται άνω του ελάχιστου ορίου, ελαφρώς μειωμένοι κυρίως λόγω της ενσωμάτωσης της πλήρους επίδρασης του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), ενώ οι δείκτες ρευστότητας παρέμειναν ισχυροί.
Οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη το α΄ τρίμηνο του 2023, χάρη στη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες σε ετήσια βάση.
Η αύξηση των επιτοκίων επιδρά ενισχυτικά στα καθαρά έσοδα από τόκους, αν και ταυτόχρονα αυξάνονται οι δαπάνες για τόκους λόγω της έκδοσης ομολόγων σε ένα περιβάλλον με αυξημένο κόστος δανεισμού διεθνώς και με διαταράξεις στον τραπεζικό τομέα, κυρίως των ΗΠΑ.
Θετικά στην κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται επίσης να επιδράσει η συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης (παρά τη μείωση των υπολοίπων των δανείων που παρατηρήθηκε το α΄ τρίμηνο του 2023), υποστηριζόμενη από το NextGenerationEU, ενώ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ενδεχόμενη επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας δύναται να ασκήσει αυξητικές πιέσεις στο κόστος πιστωτικού κινδύνου.