Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παρουσίασε το νομοσχέδιο ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2020/262 της Ε.Ε. για το γενικό καθεστώς των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και της Οδηγίας 2017/952 για τη θέσπιση κανόνων κατά των πρακτικών φοροαποφυγής. Οι διατάξεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το γενικό καθεστώς, έχουν ήδη ενσωματωθεί στο τρίτο μέρος του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις οι οποίες εφαρμόζονται οριζόντια σε όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ., ήτοι σε ενεργειακά, αλκοολούχα και καπνικά.

Με τις νέες ρυθμίσεις, καθορίζονται οι όροι και οι διαδικασίες για ζητήματα όπως η παραγωγή, η διακίνηση, η αποθήκευση, η καταστροφή, οι εξ αποστάσεως πωλήσεις των εν λόγω προϊόντων, αλλά και ζητήματα σχετικά με το απαιτητό του φόρου, και κατά περίπτωση την επιστροφή ή διαγραφή του φόρου και τις απαλλαγές. Περαιτέρω, το νομοσχέδιο εισάγει δύο βασικές αλλαγές. Κατά πρώτον, επιφέρει ηλεκτρονική παρακολούθηση των διακινήσεων φορολογημένων προϊόντων μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., οι οποίες μέχρι τώρα πραγματοποιούνται με χειρόγραφες διαδικασίες, γεγονός που σε κάποιες περιπτώσεις καθιστά επισφαλή την είσπραξη των αναλογούντων φόρων στο κράτος-μέλος προορισμού και την αντίστοιχη επιστροφή τους στο κράτος-μέλος αποστολής. Επιπλέον, διασυνδέει τις τελωνειακές διατυπώσεις που προβλέπονται από τον Ενωσιακό Τελωνειακό Κώδικα για τις διαδικασίες, όπως η εξαγωγή, με τα ισχύοντα για τη διακίνηση προϊόντων και επιφέρει σχετικές απλουστεύσεις.

Η ενσωμάτωση των συγκεκριμένων διατάξεων είναι αναγκαία προκειμένου η χώρα μας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας στο εσωτερικό δίκαιο. Σκοπός είναι η εισαγωγή του θεσμικού πλαισίου που θα αποτελέσει τη βάση για τις αναγκαίες μηχανογραφικές αλλαγές στο τελωνειακό πληροφοριακό σύστημα, ώστε να καταστεί δυνατή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων, ήτοι την 13η Φεβρουαρίου 2023 η εφαρμογή τους.

Οι δύο στόχοι

Οι δύο στόχοι είναι, αφενός η διαλειτουργικότητα μεταξύ των όσων προβλέπονται στον Κανονισμό της Ε.Ε. 952/2013 και της Οδηγίας 2020/262, κατά την εξαγωγή και αφετέρου την ηλεκτρονική παρακολούθηση προϊόντων τα οποία έχουν φορολογηθεί σε ένα κράτος – μέλος της Ε.Ε. και αποστέλλονται κατόπιν στη χώρα μας όπου οφείλεται ο αναλογούν Ε.Φ.Κ. για τον οποίον προβλέπεται επιστροφή στο κράτος μέλος αποστολής. Αντίστοιχα εάν έχουν φορολογηθεί στη χώρα μας και αποστέλλονται στη συνέχεια σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. όπου θα καταβληθεί εκ νέου ο φόρος ο οποίος θα επιστραφεί στον Έλληνα αποστολέα από τις εθνικές τελωνειακές Αρχές με την επιβεβαίωση της παραλαβής.

Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2017/952 για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής έχει στόχο τη συμπλήρωση του πλαισίου για την αντιμετώπιση πρακτικών επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και φοροαποφυγής, κυρίως πολυεθνικών επιχειρήσεων, που σκοπό έχουν την αποφυγή εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων εκμεταλλευόμενες την έλλειψη συντονισμού της φορολογικής νομοθεσίας μεταξύ των δικαιοδοσιών. Με τις προτεινόμενες διατάξεις που ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία, η Οδηγία προσθέτει παραγράφους στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Ο ορισμός κανόνων στην περίπτωση ασυμφωνιών στη μεταχείριση υβριδικών μέσων, προβλέπει ότι εάν μία ή περισσότερες συνεργαζόμενες οντότητες οι οποίες δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι και οι οποίες διατηρούν συνολικά άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε ποσοστό 50% ή και άνω των δικαιωμάτων ψήφου, των τόκων του κεφαλαίου ή του μεριδίου στα κέρδη μιας υβριδικής οντότητας που έχει συσταθεί ή είναι εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος και βρίσκονται σε δικαιοδοσία που αντιμετωπίζουν την υβριδική οντότητα ως υποκείμενη σε φόρο, τότε η οντότητα θεωρείται κάτοικος του εν λόγω κράτους μέλους και φορολογείται σε αυτό για το εισόδημά της, στον βαθμό που το εν λόγω εισόδημα δεν φορολογείται άλλως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους.

Οι νέοι κανόνες κατά των γνωστών «τριγωνικών» πωλήσεων και των πρακτικών φοροαποφυγής θα δημιουργήσουν ένα πλαίσιο που προστατεύει τα συμφέροντα των καταναλωτών και θα θεσπίζει ένα σύνολο σαφών φορολογικών και τελωνειακών κανόνων και ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες της αγοράς, ανεξάρτητα από τα κανάλια πωλήσεων στα οποία προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, καθώς και όπου θέλουν να είναι εγκατεστημένοι εντός και εκτός Ε.Ε.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη στήριξης της ανταγωνιστικότητας, χωρίς να υπονομεύεται η ικανότητα τους να ανταγωνίζονται ισχυρούς παίκτες για την προώθηση των πωλήσεων τους στην Ευρώπη.

Βασίλης Κορκίδης,

πρόεδρος ΕΒΕΠ