Για ανάκαμψη τύπου V στην ελληνική οικονομία κάνει λόγο το ΚΕΠΕ, ενώ χαρακτηρίζει απειλή την ακρίβεια.
Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, μετά από μία δραματική ύφεση της τάξεως του 9,0% (σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) το 2020, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια σημαντική ανάκαμψη τύπου V και όχι U. Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε είναι μια επαλήθευση της θεωρίας του ελατηρίου. Και δεν είναι μόνο τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου που επαληθεύουν την εκτίμηση αυτή.
Είναι και οι εκτιμήσεις των ξένων και εγχώριων οίκων και επενδυτικών τραπεζών που ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης για το 2021 γύρω στο 8%, αρκετά υψηλότερα από το αναθεωρημένο 6,1% της κυβέρνησης: στο 7,5% η Εθνική Τράπεζα, στο 7,8% η UBS, η Oxford Analytics και η Moody’s Analytics, στο 7,9% το ΚΕΠΕ, στο 8% το ΙΟΒΕ, στο 8,5% η Capital Economics και στο 8,6% η Scope Ratings.
Είναι πλέον προφανές ότι η κρατική στήριξη των περίπου 40 δισ. ευρώ διέσωσε την παραγωγική βάση της οικονομίας, αύξησε σημαντικά τις καταθέσεις και συγκράτησε την ανεργία στο 13,9%τον Αύγουστο 2021, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο 11 ετών.
Ποιοι είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης;
Στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνεισέφεραν κατά σειρά μεγέθους, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (11,8%), η δημόσια κατανάλωση (7,0%), οι εξαγωγές αγαθών & υπηρεσιών (5,8%) και η ιδιωτική κατανάλωση (4,7%) στην καταγεγραμμένη πορεία της εξαμηνιαίας ανάπτυξης του 2021.
Ακρίβεια: Ο μεγαλύτερος κίνδυνος
Τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε μια έξαρση της ακρίβειας σχεδόν σε όλα τα αγαθά. Οι αυξήσεις είναι ιδιαίτερα αισθητές στην ενέργεια (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, πετρέλαιο) στις μεταφορές και στις πρώτες ύλες.
Για παράδειγμα, η τιμή του πετρελαίου ανήλθε σε περίπου 84 δολάρια ανά βαρέλι, τιμή πάνω από τέσσερις φορές υψηλότερη από εκείνη που είχε καταγραφεί εν μέσω πανδημίας (περίπου 20 δολ. ανά βαρέλι εντός του Απριλίου του 2020). Τα ηλεκτρολογικά είδη έχουν αυξηθεί ως και 60% από την αρχή του χρόνου. Το κόστος ενός κοντέινερ έχει εκτιναχθεί από τα €1.500 πέρυσι στις €12.000 φέτος.
Η άνοδος του επιπέδου τιμών, σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια, που σημειώνεται τους τελευταίους μήνες, ενδέχεται να επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η ελληνική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης των επιπτώσεων των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά, έχει ήδη προχωρήσει στην υιοθέτηση μέτρων στήριξης της κοινωνίας κατά των αρνητικών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, όπως στην αύξηση του επιδόματος θέρμανσης (από 36% για τα νοικοκυριά χωρίς τέκνα, μέχρι 68% για νοικοκυριά με τρία τέκνα), αλλά και στη διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιμότητας, με σκοπό να καλύψει μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών (άνω του ενός εκατομμυρίου, έναντι περίπου 707 χιλ. νοικοκυριών το 2020).
Παράλληλα, όπως είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, θα δοθεί επιδότηση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών, ενώ αναμένεται να εφαρμοστεί αντίστοιχη πολιτική και στους λογαριασμούς κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Το δημοσιονομικό κόστος από τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος αναμένεται να ανέλθει σε €326 εκατ., ενώ το κόστος του επιδόματος θέρμανσης, αντίστοιχα, σε €168 εκατ.
Παράλληλα, στη ΔΕΘ ανακοινώθηκαν πρόσθετες πολιτικές, οι οποίες κυρίως αφορούν τη μείωση της φορολογίας, με σκοπό τη στήριξη των εισοδημάτων, αλλά και των επιχειρήσεων (π.χ. επέκταση της απαλλαγής από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης το 2022, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα, μείωση του φόρου επιχειρήσεων από το 24% στο 22%, επέκταση της εφαρμογής των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στις μεταφορές, τον καφέ και τα μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους και το τουριστικό πακέτο έως τον Ιούνιο του 2022, κ.λπ.).
Αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό
Η ακρίβεια δημιουργεί αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αλλά και ένα μεγάλο ερώτημα: κατά πόσο η επάνοδος του πληθωρισμού συνιστά ένα προσωρινό φαινόμενο που οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά σε μία μεταπανδημική κανονικότητα, ή αποτελεί μία δομική αλλαγή με μονιμότερα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την ακολουθούμενη επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο;
Μια προσεκτική ανάλυση των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πληθωριστικές πιέσεις, που παρατηρούνται διεθνώς, οφείλονται σε πολλούς και διαφορετικούς συγκυριακούς παράγοντες που όλοι όμως, εμφανίστηκαν στην τρέχουσα συγκυρία, οι οποίοι, σταδιακά θα φθίνουν.
Π.χ. η έντονη πτώση του επιπέδου τιμών κατά το προηγούμενο έτος λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών φέτος, η δυναμική αναθέρμανση των οικονομιών μετά από την άρση των περιοριστικών μέτρων σε συνδυασμό με τη δημιουργία αποθεμάτων από τις επιχειρήσεις για την αποφυγή μελλοντικών ελλείψεων αλλά και ενόψει των Χριστουγέννων, η ανισορροπία που παρατηρείται μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε ορισμένους κλάδους εξαιτίας της διαταραχής που προκλήθηκε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά και εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής (π.χ. πολύ ζεστό καλοκαίρι και άπνοια στην Ευρώπη, πυρκαγιές στη Σιβηρία, αυξημένη ζήτηση κλιματιστικών στην Ασία).
Σε αυτά ήρθε να προστεθεί η (εσπευσμένη;) αλλαγή του ενεργειακού μείγματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την πρόθεση για μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα βασίζεται περισσότερο σε ανανεώσιμες και λιγότερο σε παραδοσιακές πηγές ενέργειας (π.χ. λιγνίτης, άνθρακας και πετρέλαιο), που οδήγησαν σε αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα που πληρώνουν οι παραγωγοί ενέργειας, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής, το οποίο εν συνεχεία μετακυλίεται τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική αγορά.