Καταθέσεις Ελλήνων ύψους 7,2 δισ. ευρώ έχουν «µεταναστεύσει» σε τράπεζες της Ευρωζώνης τα τελευταία περίπου δύο χρόνια σε µια προσπάθεια αναζήτησης είτε υψηλότερου επιτοκίου είτε καλύτερων καταθετικών προϊόντων µε πιο ευέλικτους όρους.

Πρόκειται για το 4,7% των συνολικών καταθέσεων των νοικοκυριών στο τέλος του β΄ τριµήνου του 2024, που είναι το τέταρτο µεγαλύτερο ποσοστό µεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.

Αυτό προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο καταγραφής των διασυνοριακών καταθέσεων µεταξύ των διαφορετικών τραπεζικών συστηµάτων στην Ευρωζώνη, σε µια προσπάθεια να αποτυπωθεί όπως σηµειώνει «το πώς θα µπορούσε να είναι µια ολοκληρωµένη τραπεζική ένωση στο µέλλον».

Οπως διαπιστώνει η ΕΚΤ σε άρθρο του στατιστικολόγου της Ματίας Ρουµπφ, ο ρυθµός αύξησης των διασυνοριακών καταθέσεων παρέµεινε ισχυρός κατά την περίοδο από τα µέσα του 2022 έως τον Σεπτέµβριο του 2023, όταν η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια, γεγονός που σύµφωνα µε την ΕΚΤ υποδηλώνει ότι «τα νοικοκυριά µπορεί πράγµατι να αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες για τις αποταµιεύσεις τους».

Με δεδοµένο, ωστόσο, ότι η τάση ξεκίνησε νωρίτερα, σηµαίνει ότι και άλλοι παράγοντες µπορεί να οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη και ως τέτοιους η ΕΚΤ αναφέρει το «διασυνοριακό µάρκετινγκ από τις διαδικτυακές τράπεζες, που είναι επίσης πιθανό να έπαιξε ρόλο», όπως σηµειώνει.

Αν και η ΕΚΤ δεν αναφέρεται σε συγκεκριµένα παραδείγµατα, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Revolut που έχει λανσάρει τον τελευταίο χρόνο µια επιθετική διαφηµιστική καµπάνια στη χώρα µας για την προσέλκυση καταθέσεων, προσφέροντας 30-60 ευρώ σε κάθε Ελληνα κάτοχο λογαριασµού της Revolut που θα προτείνει έναν ή περισσότερους καταθέτες και οι οποίοι θα ανοίξουν λογαριασµό στην ψηφιακή τράπεζα ακόµη και για µικρά ποσά.

Είτε λόγω παρόµοιων προωθητικών ενεργειών είτε γιατί οι Ελληνες καταθέτες αναζητούν καλύτερα επιτόκια από το 1,86% που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες, οι τελευταίες φαίνεται ότι είναι από τους χαµένους της διασυνοριακής πρόσβασης σε χρηµατοπιστωτικές υπηρεσίες σε χώρες της ζώνης του ευρώ.

∆εν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που εµφανίζουν τις µεγαλύτερες εισροές καταθέσεων µε βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ είναι αυτές που προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια στην Ευρωζώνη. Πρώτη στην κατάταξη έρχεται η Γαλλία µε εισροές 30,6 δισ. ευρώ, στην οποία το µέσο επιτόκιο µιας προθεσµιακής κατάθεσης είναι 3,28%.

Ακολουθούν το Λουξεµβούργο µε εισροές 28,8 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο µιας προθεσµιακής κατάθεσης 3,16%, η Γερµανία µε εισροές 18,2 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο 3%, η Ιταλία µε εισροές 13,2 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο 3,31%, η Ολλανδία µε εισροές 12,7 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο 2,91%, το Βέλγιο µε εισροές 9,5 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο 3,21%, η Ισπανία µε εισροές 9,4 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο 2,61% και η Αυστρία µε εισροές 7,7 δισ. ευρώ και µέσο επιτόκιο 2,91%.

Σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΚΤ, το διασυνοριακό µερίδιο των συνολικών καταθέσεων σηµείωσε ακόµη και πτωτική τάση µέχρι το 2005 και στη συνέχεια παρέµεινε στάσιµο σε σχετικά χαµηλό επίπεδο έως το 2014. Πρόσφατα, ωστόσο, τα νοικοκυριά πραγµατοποιούν ολοένα και περισσότερες διασυνοριακές καταθέσεις σε τράπεζες άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ.

Ενώ ο όγκος εξακολουθεί να είναι σχετικά χαµηλός, αυξάνεται µε εντυπωσιακό ρυθµό και τον Αύγουστο του 2024 τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη είχαν συνολικές καταθέσεις ύψους περίπου 151 δισ. ευρώ σε τράπεζες της ζώνης του ευρώ, δηλαδή εκτός των χωρών τους, ποσό που αντιστοιχεί στο περίπου 1,6% του συνόλου των καταθέσεων των νοικοκυριών στις τράπεζες.

Αν και όπως σηµειώνει το µερίδιο αυτό είναι µικρό, αντιπροσωπεύει σηµαντικό άλµα από το ποσό των 95 δισ. ευρώ στις αρχές του 2020, το οποίο αντιστοιχούσε στο 1,2% του συνόλου των καταθέσεων των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ.

Ενδιαφέρον, όπως παρατηρεί η ΕΚΤ, είναι ότι το µερίδιο των καταθέσεων από άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ είναι υψηλότερο στο Λουξεµβούργο (37%), στην Εσθονία (20%), στη Λιθουανία (16%), στη Μάλτα (10%) και στη Λετονία (6%), γεγονός που δείχνει ότι οι µικρότερες χώρες λαµβάνουν σχετικά υψηλό επίπεδο καταθέσεων στο εξωτερικό. Πρόκειται για χώρες που επίσης προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια από τον µέσο όρο της Ευρωζώνης.

Διαβάστε ακόμη: