Η πορεία του πληθωρισμού και οι τιμές που, ανεξέλεγκτες κατά βάση, αυξάνονται σχεδόν καθημερινά σε εκατοντάδες είδη, τρόφιμα πρωτίστως και αναγκαία είδη των νοικοκυριών, δημιουργώντας σοβαρότατα προβλήματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, είναι το νούμερο ένα πρόβλημα που απασχολεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Μέχρι τώρα, οι όποιες πολιτικές ακολουθήθηκαν, ουσιαστικά απέτυχαν, προσφέροντας ελάχιστη βοήθεια στους καταναλωτές, γεγονός που έχει επιφέρει εκνευρισμό, ακόμα και μεταξύ υπουργών ή συναρμόδιων υπουργών και στελεχών του Μαξίμου, που βρίσκονται κοντά στον πρωθυπουργό.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως μαθαίνει η στήλη, έχουν εγκαινιαστεί οι πρώτες προσωπικές επαφές κυβερνητικών στελεχών με επιχειρηματίες του λιανεμπορίου, των εισαγωγών, αλλά και επιχειρηματίες βιομηχανιών τροφίμων και ειδών υγιεινής, με στόχο να περιοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο το ακραίο φαινόμενο της ασύδοτης κερδοσκοπίας, που έχει ονομαστεί “πληθωρισμός της απληστίας”.

Από τις λίγες συναντήσεις που έγιναν μέχρι τώρα, λόγω θερινών διακοπών (η ακρίβεια βέβαια κάθε άλλο παρά διακοπές πήγε), σύμφωνα με τις υπάρχουσες πρώτες πληροφορίες, δεν υπάρχουν πρακτικά, χειροπιαστά αποτελέσματα, που να συνηγορούν για τη δημιουργία θετικού κλίματος.

Το φαινόμενο των συνεχών αυξήσεων, δεν είναι εύκολο να σταματήσει, παρά μόνο με σαφή μέτρα επί των περιθωρίων κέρδους, κάθε κρίκου της αλυσίδας που αρχίζει από τον παραγωγό και τον εισαγωγέα και τον έμπορο, μέχρι την τιμή στο ράφι.

Το αρμόδιο υπουργείο, ναι μεν στα λόγια και στις δηλώσεις φέρεται να έχει διαγνώσει το πρόβλημα, αλλά μέχρι τώρα και επί της ουσίας χρησιμοποιεί ως μόνο όπλο τα πρόστιμα,

Αλλά και εδώ, όπως και στις φωτιές που συνεχίζουν να κατατρώνε χιλιάδες στρέμματα δάσους και πρασίνου, οι φωτιές των αυξήσεων χρειάζονται πρόληψη πρωτίστως και όχι μόνο καταστολή με πρόστιμα που κανείς δεν ξέρει βέβαια πότε και αν πληρώνονται και πολύ περισσότερο, αν οδηγούν σε συμμόρφωση.

Στην Ελλάδα λοιπόν, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε τον Ιούλιο στο 3,5% σε ετήσια βάση από 3,4% που ήταν η αρχική εκτίμηση, έναντι 2,8% έναν μήνα πριν, τον Ιούνιο δηλαδή, σύμφωνα με την Eurostat. Και τα δείγματα για τον Αύγουστο δεν φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά προς το παρόν.

Διαβάστε ακόμη: