Ο Τζον Κράξτον γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1922. Υπήρξε γόνος μιας μεγάλης, μουσικόφιλης και μποέμικης οικογένειας με ευρύ και ευκατάστατο κοινωνικό κύκλο. Ο πατέρας του ήταν πιανίστας, μουσικολόγος και η μητέρα του βιολονίστρια. Το 1930 γράφτηκε για σύντομο διάστημα σε διάφορα ιδιωτικά σχολεία και εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική.

Ο νεαρός Τζον Κράξτον ήταν ένα αναρχικό πνεύμα που ήθελε μόνο να ζωγραφίζει.

Συγκινήθηκε από το έργο του Ελ Γκρέκο και του Πικάσο ενώ ήταν ακόμα έφηβος και αγάπησε την αρχαία ελληνική τέχνη στα μουσεία που επισκεπτόταν συχνά. Όμως, αυτό που ονειρευόταν ήταν το ταξίδι προς τον νότο και ειδικά στην Ελλάδα που η αρχαία ιστορία και τέχνη της τον είχε επηρεάσει βαθύτατα. Πηγαίνοντας, όμως, στο Παρίσι το 1939 για να απολαύσει τα της τέχνης και της ελεύθερης ζωής, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αγγλία λόγω του επικείμενου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Έμεινε εγκλωβισμένος εκεί για έξι χρόνια κι έγινε γνωστός ως ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης. Αυτός ο κοσμοπολίτης καταξιώθηκε τότε στους κύκλους των ειδικών στο Λονδίνο, μαζί με τον καλύτερό του φίλο, τον διάσημο ρεαλιστή ζωγράφο Lucian Freud. Κατάφερε τελικά να επιβιβαστεί σε μαχητικό αεροπλάνο μαζί με τη σύζυγο του Βρετανού πρέσβη στην Ελλάδα και προσγειώθηκαν στην Αθήνα την άνοιξη του 1946.

Κατά τις επόμενες δεκαετίες εξερεύνησε το Αιγαίο, με επίκεντρο τη διαμονή του στον Πόρο και παραδόθηκε στην ειδυλλιακή σαγήνη του. Από τη στιγμή που έφτασε στην Ελλάδα έως τον θάνατό του, όλο σχεδόν το έργο του εξυμνούσε τη ζωή, τα πρόσωπα, το φως και τα τοπία της. Πριν την έλευση του μαζικού τουρισμού, ο Τζον Κράξτον απολάμβανε την επιβίωση του μυθικού στοιχείου στην καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας, η οποία έμοιαζε απαράλλαχτη με αυτήν που είχε διαβάσει για την εποχή του Ομήρου.

Είχε πολλούς διάσημους φίλους και σχεδίασε περίφημα εξώφυλλα για τα βιβλία του Patrick Leigh Fermor, καθώς και ένα μπαλέτο για τη Margot Fonteyn στο Covent Garden και στο Φεστιβάλ Αθηνών. Προτιμούσε, όμως, να ζωγραφίζει τους απλούς ανθρώπους –βοσκούς, ναυτικούς, στρατιώτες, μαγαζάτορες‒ με τους οποίους συναναστρεφόταν.

Παράλληλα γνώρισε φιλικά σημαντικές προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων όπως ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, ο leonard Cohen, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο βραβευμένος με Όσκαρ φωτογράφος Walter Lassaly κ.ά. Ανέπτυξε ισόβια φιλία με τον εικαστικό ανανεωτή της νεοελληνικής τέχνης Νίκο Χατζηκυριάκο -Γκίκα και τον συγγραφέα Πάτρικ Λι Φέρμορ.

Ο μεγαλύτερος στην ηλικία από τους τρεις φίλους ήταν ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας (γεννηθείς το 1906). Ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, από τις σπουδαιότερες μορφές της γενιάς του 1930.

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ (γεννηθείς το 1915) ήταν ζωηρός, βιβλιοφάγος, με αγάπη για την περιπέτεια. Στα 18 του χρόνια διέσχισε ολόκληρη την Ευρώπη. Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα προτού να γίνει το σπίτι του, νυν μουσείο, στην Καρδαμύλη. Έγραψε σημαντικά βιβλία όπως η «Μάνη», η «Ρούμελη», «Ανάμεσα από τα Δάση και τα Νερά» κ.ά. Η σύζυγός του, Τζόαν, ήταν φωτογράφος.

Ο Τζον Κράξτον ήταν ο νεότερος της παρέας. Το σπίτι της Ύδρας, από το οποίο είχε τις παιδικές αναμνήσεις του ο Γκίκας, αλλά χρειάστηκε να το αναπαλαιώσει, ήταν για το ζεύγος Λι Φέρμορ και της Τζόαν καθώς και για τον Κράξτον ένα σπουδαίο αισθητικό καταφύγιο και ορμητήριο.

Ο Τζον Κράξτον ζωγράφιζε με ενθουσιασμό απόψεις από το νησί και ο Γκίκας με τη σύζυγό του, Μπάρμπαρα, ήταν για αυτόν οι ιδεώδεις οικοδεσπότες.

Όμως στις αρχές του 1960 το σπίτι της Ύδρας καταστράφηκε από πυρκαγιά και ο Γκίκας δεν άντεξε να ξαναπατήσει εκεί.

Η πυρκαγιά έκλεισε το πρώτο κεφάλαιο της φιλίας τους. Σε κείμενό του στη μνήμη του Γκίκα με τίτλο «Υδραίικες και άλλες ιστορίες», ο Τζον Κράξτον με συγκίνηση εξιστορεί τις αναμνήσεις του από την σαρανταοκτάχρονη φιλία τους. Επακολούθησε το 1963-1964 η εγκατάσταση του Κράξτον Στα Χανιά, σε παλιό οίκημα στο βενετσιάνικο λιμάνι της πόλης.

Οι εμπειρίες του εκεί σηματοδότησαν τον κύριο κορμό της εικαστικής του δημιουργίας. Όταν, ως ανεπιθύμητος, εξορίστηκε την περίοδο της χούντας του 1967, ταξίδεψε στην Αφρική, στα Κανάρια νησιά και στο Εδιμβούργο, «την Αθήνα του Βορρά», προκειμένου να σχεδιάσει και να επιβλέψει τη δημιουργία μιας ταπισερί.

Η σύνθεση ήταν φόρο τιμής στην παραδοσιακή κρητική υφαντουργία και στη μυθολογία, το κλίμα, τις αποχρώσεις και τα τοπία της Ελλάδας.

Μετά την επανεγκατάστασή του John Craxton στο σπίτι του στα Χανιά κατά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, η εξελισσόμενη τέχνη του αναγεννήθηκε ουσιαστικά. Αφομοίωσε σταδιακά όλες τις εποχές της ελληνικής δημιουργικότητας –τη γλυπτική της αρχαιότητας, τα βυζαντινά ψηφιδωτά, την εικονογραφία της Κρήτης– και έσμιξε μαζί το αρχαίο και το σύγχρονο.

Αν και η εικαστική του γλώσσα, που ανατράφηκε βασικά με τον μετακυβιστικό γεωμετρισμό του Γκίκα, διατυπώνει τη μεγαλεπήβολη εικόνα και διάλεκτο σχημάτων και χρωμάτων κατά ανάλογο τρόπο προσέγγισης που είχαν εκφράσει για ίδια θέματα ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος.

Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του John Craxton ξεκίνησε πρόσφατα μια πολυδιάστατη περιοδεύουσα έκθεση αφιερωμένη στη ζωή και το έργο του φιλέλληνα ζωγράφου, με πρώτο σταθμό το Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα με τίτλο «Μια ελληνική ψυχή». Μέχρι τον Ιανουάριο του 2023 η έκθεση θα μεταφερθεί στην Κρήτη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί και στο Λονδίνο.

Η ιστορική αυτή έκθεση καταγράφει εποπτικά ένα επικό προσωπικό και αναδρομικό εικαστικό ταξίδι από το σκοτάδι στο φως, από τον αγγλοσαξωνικό υποκριτικό πουριτανισμό στον διάχυτο ερωτισμό των νεοελλήνων.

Μετά τον θάνατο του Τζον Κράξτον σε νοσοκομείο του Λονδίνου το 2009, σύμφωνα με την επιθυμία του, οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο λιμάνι των Χανίων.