Οι βαριές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία ήδη έχουν αρχίσει να διαχέονται στις ευρωπαϊκές χώρες, και κα’ επέκταση σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι τιμές των εμπορευμάτων αυξάνονται, κάτι που απειλεί να τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό, ενώ η αναστάτωση στις χρηματαγορές μπορεί να επιδεινωθεί σε περίπτωση που ο πόλεμος συνεχιστεί. Έχουν πλέον προκληθεί σοβαρά πλήγματα στην ευρωπαϊκή οικονομία και το εμπόριο, με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, ενώ εντείνεται ακόμα περισσότερο η ενεργειακή κρίση.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Ειδικά το σοκ του πληθωρισμού θα μπορούσε να αρχίσει να απειλεί τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές φέτος. Όπως σημείωσε πρόσφατα σε ανάλυσή της και η τράπεζα Alpha Bank, η ολόπλευρη ρωσική εισβολή στην επικράτεια της Ουκρανίας δύναται να μετατρέψει την κρίση φυσικού αερίου σε μια μονιμότερη πληθωριστική πίεση στις πρώτες ύλες και τα βασικά αγαθά, επαναφέροντας τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού πάνω από την Ευρώπη.
Οι ορίζουσες της έντασης του νέου σοκ στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι: πρώτον, η διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, δεύτερον η μορφή και η ευστάθεια του νέου status quo που θα προκύψει, τρίτον η κλιμάκωση των κυρώσεων έναντι της ρωσικής οικονομίας, και τέλος, η επίπτωση των κρατικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής κρίσης, επί της δημοσιονομικής τους ισορροπίας, η οποία ήδη, προσωρινώς, διαταράχθηκε τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της πανδημίας.
Ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού
Από την πλευρά του ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη ομιλία του προέβλεψε περαιτέρω άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Συγκεκριμένα, η επιτάχυνση του πληθωρισμού αντανακλά κυρίως δύο αλληλένδετες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς:
Η μία προέρχεται από την πανδημία. Στην πραγματικότητα, είχαμε μια σειρά από πανδημικές διαταραχές, στη συνέχεια μια ενεργειακή κρίση και, τέλος, έχουμε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία, όσον αφορά τις οικονομικές της επιπτώσεις, είναι επίσης μια διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς.
Βραχυπρόθεσμα, οι επιπτώσεις της λειτουργούν προς την κατεύθυνση του στασιμοπληθωρισμού, αλλά μεσοπρόθεσμα οδηγούν σε αποπληθωρισμό, σε συνάρτηση βεβαίως με την αποκλιμάκωση της αβεβαιότητας. Επί του παρόντος, δεν γνωρίζουμε πότε και πώς θα επιλυθεί η ουκρανική κρίση, επομένως πρέπει να τηρήσουμε μια προσεκτική στάση. Αυτές οι δυσλειτουργίες και διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς που παρατηρούμε, σε συνδυασμό με τις υποστηρικτικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές μας, έχουν διαμορφώσει συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης σε σχέση με την προσφορά.
Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, έχει συμβεί όχι μόνο στη ζώνη του ευρώ, αλλά και σε μεγάλο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν υιοθετήσει πολύ μεγαλύτερης κλίμακας μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης της οικονομίας από ό,τι εμείς. Η υπερβάλλουσα ζήτηση έχει ωθήσει ανοδικά τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων, όπως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν επίσης επηρεαστεί πολύ από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και είναι πιθανόν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προαναφερθείσες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς είναι αλληλένδετες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η διαταραχή της τιμής του πετρελαίου συνέπεσε χρονικά με την πανδημική διαταραχή. Σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ, όσο πλησιάζουμε στο τέλος της πανδημίας, τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού θα μειώνονται – μια διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει. Σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξάλειψη της πλεονάζουσας ζήτησης, η ενεργειακή κρίση αναμένεται να αποκλιμακωθεί. Ωστόσο, η ουκρανική κρίση και η επίλυσή της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν αυτή την εξέλιξη.
Πώς μπορεί να επεκταθεί η ενεργειακή κρίση
Ενδεικτικό της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020 οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένων των ενδοκοινοτικών εισαγωγών) διαμορφώθηκαν σε περίπου 401 δισ. κυβικά μέτρα, με το 38% εξ αυτών να προέρχονται από την Ρωσία.
Η Τσεχία και η Λετονία εισήγαγαν από την Ρωσία το σύνολο των αναγκών τους σε φυσικό αέριο, ακολουθούμενες από την Ουγγαρία (95%), την Σλοβακία (85%) και την Βουλγαρία (75%). Αντίθετα, η Δανία, η Κροατία, η Μάλτα, η Αυστρία και η Ιρλανδία είχαν μηδενικές εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία.
Στην ανάλυσή της η Alpha Bank επισημαίνει και τα μεγέθη για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία εισήγαγε, το 2020, περίπου 80,4 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου – η οποία είναι η μεγαλύτερη εισαγόμενη ποσότητα μεταξύ των κρατών-μελών, αντιπροσωπεύοντας το 20% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με το 65% να προέρχεται από την Ρωσία.
Αντίθετα, η Γαλλία, η οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πυρηνική ενέργεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εισήγαγε μόλις 46,3 δισ. κυβικά μέτρα, με το 17% να προέρχεται από την Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από την προμήθεια φυσικού αερίου από την Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδεχόμενη διακοπή της τροφοδοσίας θα προκαλούσε πλείστα προβλήματα. Σε ποιο βαθμό οι ρωσικές εισαγωγές μπορούν να υποκατασταθούν από εισαγωγές φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG) και σε ποιο κόστος αυτό θα γίνει είναι ερωτήματα τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν με βεβαιότητα. Το 2020 οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς LNG στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το Κατάρ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Νιγηρία και η Αλγερία ενώ επί του παρόντος διεξάγονται συζητήσεις με ορισμένες χώρες για αύξηση των εισαγωγών.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι σε ενδεχόμενη κλιμάκωση των εν εξελίξει στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ακόμα και εάν η τροφοδοσία φυσικού αερίου μέσω των αγωγών συνεχιστεί απρόσκοπτα, οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου (η Ρωσία μαζί με τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πετρελαίου παγκοσμίως) αναμένεται να καταγράψουν, βραχυπρόθεσμα, μεγάλη άνοδο.
Η εξέλιξη αυτή θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλειονότητα των οποίων, παρουσιάζει υψηλό ποσοστό εξάρτησης από τις εισαγωγές φυσικού αερίου. Επιπλέον, θα προκαλούνταν περαιτέρω αύξηση του ενεργειακού κόστους, αφενός συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αφετέρου αυξάνοντας το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτών θα ήταν να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υποχρεώνοντας, ενδεχομένως, τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η ελληνική “άμυνα” στις πληθωριστικές πιέσεις λόγω ενέργειας
Οι ανατιμήσεις σε ενέργεια, πρώτες ύλες, μεταφορές και την εφοδιαστική αλυσίδα γενικότερα, αποτελούν έναν σημαντικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία και τον ρυθμό ανάπτυξής της και κατά συνέπεια για τα δημοσιονομικά έσοδα. Είναι σαφές ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούν συνθήκες αρνητικού επηρεασμού του ονομαστικού ΑΕΠ.
Πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει κανονικά το πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, απέναντι στο αυξημένο ενεργειακό κόστος και όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί.
Ειδικότερα, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προχώρησε σε ελαφρά διεύρυνση των κλιμακίων κατανάλωσης για τις επιδοτήσεις στην κατανάλωση ρεύματος και για τον Μάρτιο, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αναπροσαρμογή του ποσού της επιδότησης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με επιστολή που απηύθυνε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας προς τους προμηθευτές, οι επιδοτήσεις που συνεχίζονται το Μάρτιο για έβδομο συνεχόμενο μήνα, διαμορφώνονται ως εξής:
- Για τους οικιακούς καταναλωτές με κυμαινόμενα τιμολόγια και για την πρώτη κατοικία, η επιδότηση είναι 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα για τις πρώτες 155 κιλοβατώρες μηνιαίας κατανάλωσης (έναντι 150 kwh που ήταν το όριο το Φεβρουάριο) και για κατανάλωση από 156 έως 310 kwh (από 300 kwh), η επιδότηση είναι 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Έτσι η συνολική επιδότηση διαμορφώνεται στα 40,03 ευρώ.
- Για το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο η επιδότηση παραμένει στα 170 ευρώ ανά μεγαβατώρα για τις πρώτες 310 κιλοβατώρες (αντί για 300) χωρίς την προϋπόθεση της πρώτης κατοικίας.
- Για τους επαγγελματικούς καταναλωτές, με κυμαινόμενα τιμολόγια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξαρτήτως τάσης, η επιδότηση παραμένει σε 65 ευρώ/ΜWh για όλη τη μηνιαία κατανάλωση.
- Για το φυσικό αέριο η κρατική επιδότηση τον Μάρτιο παραμένει στα 20 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα για όλους τους καταναλωτές (οικιακούς και μη, εκτός των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας).
Επιπλέον, στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε. που πραγματοποιήθηκε εκτάκτως στις Βρυξέλλες, στις 28 Φεβρουαρίου, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, παρουσίασε την πρόταση της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη δημιουργία Μηχανισμού Αλληλεγγύης, με σκοπό τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τις επιπτώσεις της διεθνούς ενεργειακής κρίσης. Πρότεινε τη χρηματοδότηση, από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), κρίσιμων υποδομών αποθήκευσης ορυκτών καυσίμων και ενεργειακών διασυνδέσεων με τρίτες χώρες, που θα ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Αναλυτικότερα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) θα δημιουργήσει έναν Μηχανισμό Αλληλεγγύης για την ενεργειακή κρίση, έπειτα από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα Κράτη Μέλη θα έχουν τη δυνατότητα λήψης χαμηλότοκων δανείων από τον ECSF για τη χρηματοδότηση μέτρων αντιστάθμισης των επιπτώσεων από τις υψηλές τιμές ενέργειας. Το ύψος της χρηματοδότησης θα καθορίζεται από την κατανάλωση ενέργειας ή από τα ετήσια έσοδα των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου του κάθε Κράτους Μέλους.
Η αποπληρωμή των δανείων
Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα δάνεια δεν θα υπολογίζονται στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος των Κρατών Μελών. Η αποπληρωμή των δανείων θα γίνεται σε μία περίοδο 12 έως 15 ετών με τη λήψη μέτρων που θα αποφασίζει το κάθε Κράτος Μέλος. Στα μέτρα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν τα μελλοντικά έσοδα από πλειστηριασμούς δικαιωμάτων ρύπων και η επιβολή εισφοράς στην κατανάλωση ενέργειας. Τα Κράτη Μέλη θα καθορίζουν ανώτατα όρια για την αποζημίωση της κάθε τεχνολογίας παραγωγής ενέργειας.
Τα Κράτη Μέλη θα υπολογίζουν, επίσης, το κόστος καυσίμου για κάθε τεχνολογία παραγωγής ενέργειας. Σε περίπτωση που το κόστος καυσίμου είναι ακριβότερο από την ανώτατη αποζημίωση, ο παραγωγός θα λαμβάνει τη διαφορά. Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας θα εποπτεύονται από μηχανισμούς παρακολούθησης της αγοράς, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές θα λαμβάνουν την έκπτωση που τους αντιστοιχεί. Το κόστος της κρατικής επιδότησης.
Έρχεται δημοσιονομική “ανάσα” από την Κομισιόν
Μέσα σε αυτό το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία παρέχει στα κράτη μέλη κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής το 2023.Καθορίζει τις βασικές αρχές που θα διέπουν την αξιολόγηση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης των κρατών μελών από την Επιτροπή. Παρέχει επίσης επισκόπηση της κατάστασης όσον αφορά την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης.Η ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο της απρόκλητης και αδικαιολόγητης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Δέσμη οικονομικών κυρώσεων
Εκφράζοντας την αλληλεγγύη της με την Ουκρανία, η ΕΕ ενέκρινε μια άνευ προηγουμένου δέσμη οικονομικών κυρώσεων που θα έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία και την πολιτική ελίτ της Ρωσίας. Οι χειμερινές οικονομικές προβλέψεις του 2022 δημοσιεύθηκαν στις 10 Φεβρουαρίου, δύο εβδομάδες πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, εξέλιξη που επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης και επιτείνει περαιτέρω τους κινδύνους. Καταδεικνύει επίσης την ανάγκη στενού συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, καθώς και την ανάγκη προσαρμογής των δημοσιονομικών πολιτικών ως αντίδραση στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες. Οι κατευθυντήριες γραμμές θα προσαρμοστούν στις οικονομικές εξελίξεις, ανάλογα με τις ανάγκες.
Η ανακοίνωση προσδιορίζει πέντε βασικές αρχές και υπογραμμίζει τις συνέπειες για τις δημοσιονομικές συστάσεις τις οποίες η Επιτροπή θα προτείνει στα κράτη μέλη τον Μάιο του 2022 για τα δημοσιονομικά τους προγράμματα το 2023. Οι αρχές αυτές είναι οι εξής:
- θα πρέπει να διασφαλιστούν ο συντονισμός των πολιτικών και ένα συνεκτικό μείγμα πολιτικών
- η βιωσιμότητα του χρέους θα πρέπει να διασφαλιστεί μέσω σταδιακής και υψηλής ποιότητας δημοσιονομικής προσαρμογής και μέσω της οικονομικής ανάπτυξης
- θα πρέπει να δοθεί ώθηση στις επενδύσεις και τη βιώσιμη ανάπτυξη
- θα πρέπει να προωθηθούν δημοσιονομικές στρατηγικές που συνάδουν με μια μεσοπρόθεσμη προσέγγιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας
- οι δημοσιονομικές στρατηγικές θα πρέπει να διαφοροποιούνται και να λαμβάνουν υπόψη τη διάσταση της ζώνης του ευρώ.
Με βάση τις χειμερινές οικονομικές προβλέψεις του 2022, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η μετάβαση από έναν υποστηρικτικό συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό την περίοδο 2020-2022 προς έναν γενικά ουδέτερο συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό φαίνεται κατάλληλη το 2023, ενώ βρίσκεται σε ετοιμότητα για να αντιδρά στην εξελισσόμενη οικονομική κατάσταση. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία, και για την Ελλάδα, είναι η παρατήρηση της Κομισιόν για το δημόσιο χρέος.
Έτσι, στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι, η αναγκαία δημοσιονομική αντίδραση στην πανδημία και η συρρίκνωση της παραγωγής έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των δεικτών δημόσιου χρέους, ιδίως σε ορισμένα κράτη μέλη με υψηλό χρέος, αν και χωρίς αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Η βιωσιμότητα του χρέους
Για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται πολυετής δημοσιονομική προσαρμογή σε συνδυασμό με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις ώστε να μην πληγεί το αναπτυξιακό δυναμικό. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι είναι σκόπιμη η έναρξη σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής για τη μείωση του υψηλού δημόσιου χρέους από το 2023, ενώ μια υπερβολικά απότομη εξυγίανση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, τη βιωσιμότητα του χρέους.
Επί της ουσίας, η Κομισιόν προτείνει την αναστολή του δημοσιονομικού κανόνα του χρέους και για το 2023. Δηλαδή ο κανόνας απομείωσης του χρέους κατά 1/20 ετησίως στο σκέλος που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Πάντως σημειώνει ότι, οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, θα πρέπει, παρά την άρση του κανόνα για τη μείωση σε ετήσια βάση του 1/20 για ποσοστό χρέους πάνω από το όριο του 60% να δείξουν πρόοδο και μέσα στο 2023. Θα πρέπει δηλαδή να πετύχουν μείωση του χρέους τους και να δημιουργήσουν κεφαλαιακά αποθέματα για να μπορούν να απορροφούν τις πιέσεις.