Έτοιμες να τροφοδοτήσουν με νέα «καύσιμα» το επενδυτικό τους αφήγημα είναι οι διοικήσεις των τραπεζών και ήδη ετοιμάζονται πυρετωδώς για το νέο γύρο επαφών που θα έχουν με αναλυτές και επενδυτές στο τέλος του μήνα ενόψει των ανακοινώσεων των οικονομικών τους αποτελεσμάτων για το πρώτο εξάμηνο του 2025.

Οι ανακοινώσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων και τα συνεπακόλουθα Conference Calls έχουν προγραμματιστεί για το διήμερο 31 Ιουλίου – 1η Αυγούστου και ήδη οι Οικονομικές Διευθύνσεις των τραπεζών εργάζονται πυρετωδώς για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων του β’ τριμήνου.

Τραπεζικοί αναλυτές μιλώντας στην «a» δεν κρύβουν την ικανοποίηση τους για τις οικονομικές επιδόσεις του πρώτου εξαμήνου σημειώνοντας χαρακτηριστικά «πως το πρώτο μισό της εφετινής χρήσης έκλεισε με ισχυρές επιδόσεις για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους, καθιστώντας επιτεύξιμο τον στόχο καθαρής κερδοφορίας που έχει τεθεί για το σύνολο του 2025 και έχει οριστεί στα επίπεδα των 4,5 δισ. ευρώ».

Αναφορικά με το σημείο κλειδί και τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα από την υποχώρηση των παρεμβατικών δεικτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά 50 μονάδες βάσης την υπό εξέταση περίοδο και την ανάλογη υποχώρηση των euribor, καθολική είναι η εκτίμηση ότι το οργανικό αποτέλεσμα διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά, και σίγουρα εντός των προβλέψεών τους, επίπεδα.

Συγκεκριμένα τα έσοδα από τόκους δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης, παρά τις συνεχιζόμενες πιέσεις λόγω της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Τα έσοδα από τόκους αναμένεται να καταγράψουν πτώση 2% έως 3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, δηλαδή θα εμφανίσουν μια μικρότερη μείωση σε σχέση με το 6% έως 7% που καταγράφηκε στο α’ τρίμηνο του 2025 έναντι του 4ου τριμήνου του 2024.

Για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, τα έσοδα από τόκους ξεπέρασαν τα 2 δισ. ευρώ, και συγκεκριμένα διαμορφώθηκαν στα 2.062 εκατ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Η τάση στο β’ τρίμηνο παραμένει καθοδική, ωστόσο η μείωση των επιτοκίων ισορροπείται μερικώς από την αύξηση του όγκου των χορηγήσεων.

Συνέχεια του ράλι των τραπεζικών μετοχών - Επιστρέφουν οι εξαφανισμένοι επενδυτές στο ελληνικό χρηματιστήριο – Χωρίς προηγούμενο η ζήτηση για τις εκδόσεις ομολόγων στις ελληνικές τράπεζες!

Τα κομβικά σημεία

Αναλύοντας τους καταλύτες που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το πρώτο μισό της χρονιάς, άπαντες καταλήγουν στους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης και στην ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες.

Σε ό,τι αφορά την πιστωτική επέκταση οι εκταμιεύσεις δανείων – κυρίως – προς τις επιχειρήσεις συνέχισαν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, κάνοντας τη διαφορά στη μεγέθυνση του ενεργητικού των τραπεζών. Σύμφωνα μάλιστα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος η ετήσια άνοδος των υπολοίπων τόσο τον Απρίλιο όσο και το Μάιο κινήθηκε πάνω από το 17%.

Από την άλλη, στα δάνεια προς ιδιώτες καταγράφεται ουσιαστικά ισοσκελισμός αποπληρωμών με νέες εκταμιεύσεις, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής να διαμορφώνεται στο οριακό -0,1% τον Μάιο.

Θετική πιστωτική επέκταση υπάρχει ήδη στην καταναλωτική πίστη (5,4% τον Απρίλιο, 5,7% τον Μάιο), ενώ στα στεγαστικά δάνεια η ετήσια πτώση υποχώρησε κάτω από το 2% για πρώτη φορά από το 2011.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στους πρώτους πέντε μήνες της εφετινής χρονιάς οι νέες συμβάσεις της κατηγορίας βρέθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014. Ειδικότερα, οι στεγαστικές χορηγήσεις της περιόδου έφτασαν τα 634 εκατ. ευρώ, υψηλότερα κατά 12% σε ετήσια βάση.

Ήδη Πειραιώς έπιασε τον στόχο της ετήσιας πιστωτικής επέκτασης από τον Ιούνιο, καθώς εκτιμάται ότι έκλεισε το πρώτο εξάμηνο με αυξημένα ενήμερα δάνεια κατά το ποσό των 2 με 2,1 δισ. ευρώ, με τον στόχο έτους να ανέρχεται σε περίπου 2,3 δισ. ευρώ.

Με βάση τη προκαταρκτική ενημέρωση σε αναλυτές για την τάση των αποτελεσμάτων β’ τριμήνου, προκύπτει πως τα ενήμερα δάνεια αυξήθηκαν κατά περίπου 1 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο, επίδοση αντίστοιχη με αυτή του πρώτου τριμήνου (+1,1 δισ. ευρώ).

Αν τα στοιχεία επιβεβαιωθούν στο τέλος του μήνα η Πειραιώς θα έχει επιτύχει περίπου το 90% του ετήσιου στόχου πιστωτικής επέκτασης και λογικά θα προχωρήσει σε ανοδική αναθεώρηση της σχετικής καθοδήγησης καθώς έχει ισχυρό pipeline (και) στο β’ εξάμηνο.

Για το 2025, η συνολική πιστωτική επέκταση των συστημικών τραπεζών εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 12 δισ. ευρώ, ποσό που θεωρείται ρεαλιστικό με τις μέχρι τώρα επιδόσεις των συστημικών τραπεζών.

Στο πρώτο εξάμηνο, η επέκταση αναμένεται να κυμανθεί στα 4,5–5 δισ. ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό, δηλαδή περίπου 7 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, κυρίως μέσω επιχειρηματικών χορηγήσεων.

Για το ίδιο διάστημα κέρδη καταγράφουν οι τράπεζες και από την ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες. Συγκεκριμένα, κερδίζουν τόσο από τις χρεώσεις που επιβάλλονται στα νέα δάνεια όσο και από άλλες πηγές.

Ο τομέας με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη αυτήν την στιγμή είναι το asset management, καθώς καταγράφεται στροφή σημαντικής μερίδας των αποταμιευτών σε αμοιβαία κεφάλαια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, στο πρώτο μισό του 2025 οι καθαρές εισροές σε προγράμματα της κατηγορίας διαμορφώθηκαν σε 2,93 δισ. ευρώ.

Την ίδια στιγμή τα έξοδα αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τα έσοδα, ενώ η υποχώρηση των επισφαλειών σε ιστορικά χαμηλά στην εποχή του ευρώ, επιτρέπει την περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Τράπεζες: Βγαίνουν επιθετικά στην λιανική πώληση με στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια

Οι προοπτικές

Με δεδομένη την παραπάνω εικόνα οι τραπεζικές διοικήσεις δεν φαίνεται να ανησυχούν για τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, η οποία εκτός απροόπτου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Ειδικότερα, προετοιμάζονται ήδη για μία ακόμη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης, την οποία αναμένουν στο τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς.

Αυτή η πρόβλεψη έχει ενσωματωθεί στα επιχειρησιακά τους πλάνα, σύμφωνα με τα οποία οι απώλειες εσόδων από τόκους, προερχόμενους από το υφιστάμενο στοκ χορηγήσεων θα αναπληρωθούν τόσο από τις νέες δανειοδοτήσεις, όσο και από τις λοιπές μη τοκοφόρες εργασίες.

Συγκεκριμένα, η μείωση του κόστους χρήματος από τη μία πλευρά θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για τραπεζικό δανεισμό, καθώς το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει θετικό στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται.

Από την άλλη, θα ενισχύσει το ενδιαφέρον των αποταμιευτών για επενδυτικά προϊόντα, από τα οποία κερδίζουν προμήθειες, τόσο κατά τη διάθεσή τους, όσο και στη συνέχεια μέσω των παρεχόμενων υπηρεσιών διαχείρισης.

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: O τελικός λογαριασμός θα διαμορφωθεί πάνω από τα 300 εκατ. ευρώ.

Και το ερωτηματικό

Ερωτηματικό που ενδέχεται πάντως να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα είναι η λήψη ή όχι επιπλέον προβλέψεων λόγω της προωθούμενης λύσης για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο σε συνεργασία με το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης.

Στην περίπτωση που αποφασιστεί ο σχηματισμός επιπλέον προβλέψεων για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο εκτιμάται πως θα κινηθούν σε ποσοστό μεταξύ 15% έως 20% της συνολικής αξίας των δανείων αυτών.

Οι τράπεζες μελετούν ήδη το πώς θα διαχειριστούν τις προβλέψεις: πως αυτές θα διανεμηθούν δηλαδή μέσα στο έτος ώστε η επίπτωση να μην χαλάσει τις εντυπώσεις των καλών επιδόσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Τα δάνεια αυτά υπολογίζονται συνολικά σε 4,5 δισ. έως 5 δισ. ευρώ, και βρίσκονται τόσο στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών όσο και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers). Ειδικότερα, βάσει στοιχείων του 2024 στη Eurobank, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο διαμορφώνονταν σε 1,69 δισ. ευρώ, στην Τράπεζα Πειραιώς, στα 531 εκατ. ευρώ, στην Εθνική Τράπεζα, στα 183 εκατ. ευρώ ενώ η Alpha Bank δεν διαθέτει τέτοια δάνεια στο χαρτοφυλάκιό της.

Συνολικά, οι προβλέψεις που αναμένονται να εγγραφούν στους ισολογισμούς των τραπεζών, στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της αγοράς, κυμαίνονται σε επίπεδο περί τα 400 εκατ. ευρώ.

Διαβάστε ακόμη: