Από την ώρα που τυπικά και πρακτικά έλαβε τέλος η υπόθεση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οι ισχυρές οικονομίες επιδόθηκαν σε έναν πρωτόγνωρο αγώνα δρόμου, προκειμένου να προστατέψουν και να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή τους, τις βιομηχανίες τους και το εμπόριό τους, με ξεχωριστή φροντίδα στα της πράσινης ενεργειακής μετάβασης και τις ανάλογες ενέργειες, που προσομοιάζουν, ίσως και να υπερτερούν ανάλογων ενεργειών στα χρόνια του βαθέως προστατευτισμού.
Οι ΗΠΑ του Μπάιντεν, με ένα πρωτοποριακό και καλά μελετημένο και επιδοτούμενο πρόγραμμα επενδύσεων, ειδικά των ενεργειακών, άφησε πίσω της εποχή της διασποράς ανά την υφήλιο των αμερικανικών επιχειρήσεων και επενδύσεων και ουσιαστικά πριμοδοτεί με γενναία και μακρόπνοα κίνητρα, αλλά και χρηματοδοτήσεις τόσο τον επαναπατρισμό εθνικών της βιομηχανιών, όσο και κυρίως των επενδύσεων νέας γενιάς, με έμφαση στις “πράσινες” ενεργειακές επενδύσεις.
Αλλά, το πιο σημαντικό όλων, είναι το γεγονός ότι πλέον δεν θα αποφασίζει κάθε Πολιτεία μόνη της, αλλά θα αποφασίζει η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, για κάθε επένδυση, για κάθε ενίσχυση.
Τα “κεντρικά” θα έχουν τον συνολικό έλεγχο, ώστε να υπάρξει και το επιθυμητό αποτέλεσμα και να μην σπαταληθεί ούτε χρόνος ούτε χρήμα. Είναι τέτοια μάλιστα η αποδοχή αυτής της νέας στρατηγικής επενδύσεων των ΗΠΑ, που προκάλεσε τις αντιδράσεις τόσο της Ε.Ε., όσο και της Κίνας, που τις κατηγόρησαν για εκμαυλισμό και των δικών τους επιχειρήσεων, αρκετές εκ των οποίων ήδη έχουν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και φλερτάρουν με μεγάλες επενδύσεις.
Η Κίνα, βέβαια, απάντησε σχεδόν άμεσα, με το δικό της αντίστοιχο πρόγραμμα, καταργώντας περιορισμούς εισόδου ξένων επενδύσεων και παρέχοντας πρωτοφανείς διευκολύνσεις, όχι μόνο σε νεοεισερχόμενες ξένες επιχειρήσεις, αλλά και σε υφιστάμενες, που είχαν αρχίσει να σκέφτονται και άλλες επιλογές χωρών. Άλλωστε, οι λίγες αποφάσεις, που μπορούσαν να πάρουν οι κατά τόπους αρχές για νέες επενδύσεις, είχαν ήδη παύσει στα χρόνια της πανδημίας και διατηρήθηκαν κατά το μεγαλύτερό τους μέρος.
Τώρα και τυπικά, πλην ουσιαστικά, το ρόλο αυτό έχει ειδική επιτροπή, που λογοδοτεί απευθείας στην κινεζική κυβέρνηση, οπότε το μοντέλο και εδώ είναι κατ’ ουσίαν το ίδιο με το αντίστοιχο των ΗΠΑ.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση; Εδώ, δυστυχώς, έχουμε για μία ακόμα φορά επανάληψη του ίδιου έργου, που βλέπουμε χρόνια τώρα σε συλλογικό επίπεδο.
Κεφάλαια προς διάθεση υπάρχουν και μάλιστα πολλά, αλλά, ούτε συνολικός προσανατολισμός διάθεσής τους υπάρχει, ούτε προγραμματισμός.
Είναι χαρακτηριστική η φράση κορυφαίου κοινοτικού στελέχους, που κλήθηκε να σχολιάσει τις διαφορές επενδυτικών προγραμμάτων Κίνας, ΗΠΑ και Ε.Ε., το οποίο διατηρώντας την ανωνυμία του, ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτήρισε “αστείο” και “εκτός τόπου και χρόνου”, αλλά και “ανερμάτιστο” το πρόγραμμα της Ε.Ε., σε σχέση με τα αντίστοιχα προαναφερόμενα. Προφανώς, ο εν λόγω παράγων γνωρίζει εκ των έσω πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις.
Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι ήδη υπάρχουν έντονες επικρίσεις από πολλούς ευρωπαίους επιχειρηματίες και ενώσεις επιχειρηματιών, που κατηγορούν την Ε.Ε. και τα εντεταλμένα όργανά τους, με πρώτη την Κομισιόν, ότι υιοθετούν ένα πρόγραμμα, γίνονται οι αντίστοιχες επενδυτικές προτάσεις, εγκρίνονται κάποιες από αυτές, συνοδευόμενες από ευχές επιτυχίας, αλλά απουσιάζει κάθε περαιτέρω έλεγχος στην πορεία υλοποίησης τους.
Ενώ παράλληλα, εκκωφαντική είναι και η απουσία κάθε κοινωνικού κριτηρίου έγκρισης επενδύσεων, όπως πρωτίστως αυτού που έχει σχέση με τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας, όπως θεσπίζει το αμερικανικό σχέδιο.
Ο πολύπειρος Ντράγκι επέμενε και επιμένει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να συνεχίσει το ρόλο του, αλλά ειδικά για την “πράσινη ανάπτυξη” η Ε.Ε. χρειάζεται ένα ξεχωριστό Ταμείο.
Το οποίο θα έχει τον συνολικό σχεδιασμό και τη συνολική επίβλεψη των έργων αυτής της κατηγορίας και όχι το κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά, όπως συμβαίνει τώρα. Θα βλέπει, για παράδειγμα, ποια projects έχει ανάγκη η Ελλάδα και έχοντας τη συνολική εικόνα στην ευρωπαϊκή επικράτεια, θα δίνει το πράσινο (κυριολεκτικά εδώ!) φως για την άμεση χρηματοδότησή του, εξετάζοντας βεβαίως και τις γενικότερες συνθήκες, ώστε να έχει και τα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Όλα καλά και ωραία σε επίπεδο επιχειρημάτων, αλλά χρειάζονται και κατ’ εξοχήν πολιτικές αποφάσεις, ώστε να αποκτήσει και η Ε.Ε. ένα συνεκτικό και συνάμα ελκυστικό πρόγραμμα επενδύσεων, το οποίο δεν θα διώχνει επενδύσεις, αλλά, τουναντίον, θα γίνει “κράχτης”, για κάθε εμβέλειας επένδυση, ξένη ή ευρωπαϊκή.
Το μέγα εμπόδιο, λοιπόν, παραμένει ο εδώ και πολλά χρόνια “Γερμανικός εθνικισμός”, ο οποίος εμποδίζει αυτή τη συνολική δράση της Ε.Ε. και των οργάνων της, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας, να ακολουθούν την πάγια εθνική πολιτική, που με απλά λόγια μεταφράζεται στο “εγώ είμαι η μεγάλη δύναμη, εγώ αποφασίζω, δε θέλω άλλους”.
Τελευταίο πολύ δυσάρεστο αποτέλεσμα του ‘Γερμανικού εθνικισμού” , ήταν η μόλις προ δύο ημερών απόρριψη του φιλόδοξου και αρκετά ρηξικέλευθου προγράμματος Green Pool, ενταφιάζοντας τις ελπίδες αποσύνδεσης των απαραίτητων ενεργειακών επενδύσεων από τη γερμανική μέγγενη.
Και αυτό μάλιστα σε μία περίοδο που η Ευρώπη, παρά το ότι βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση εφέτος από ότι πέρυσι σε σχέση με τα αποθέματα φυσικού αερίου, εντούτοις τα ενεργειακά κόστη και πάλι φοβίζουν ακόμα και τον σκληρότερο πυρήνα των Γερμανών βιομηχάνων, ειδικά της βαριάς βιομηχανίας.
Δεν έχουν, λοιπόν, καθόλου άδικο όσοι αναφέρουν ότι η σημερινή εικόνα και κατάσταση στην Ε.Ε., θυμίζει την περίοδο με τα πακέτα Ντελόρ, το πως διατέθηκαν, την απόδοσή τους και κατασπατάληση κοινοτικών πόρων, με ελάχιστα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, παρά μόνο με πρόσκαιρες και μικρές μετρήσιμες αποδόσεις.